Ο Δημήτρης Μυστακίδης θέλει να σε πείσει πως το ρεμπέτικο δεν είναι νεκρό

 

Του Γιάννη Παναγόπουλου

 

Άσε τον Δημήτρη Μυστακίδη να σου δείξει πως στις μέρες μας υπάρχει μια μουσική τοποθεσία που το ρεμπέτικο δεν είναι επαναλαμβανόμενο μνημόσυνο, που ακόμα και ο ίδιος ο θάνατος βαρέθηκε ν’ ακούει, αλλά είδος ήχου που περίμενε καιρό να εξελιχθεί. Είδος που μπορείς να το παντρέψεις με την κάντρι, το μπλουζ, το manouche. Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τίποτα δεν είναι ακίνητο. Το ότι ο Θεσσαλονικιός κιθαρίστας βλέπει κοινό, χωρίς ηλικιακά στεγανά και κολλήματα, να γεμίζει ασφυκτικά τις αίθουσες που εμφανίζεται σε κάνει να πιστεύεις πως υπάρχει ελληνική λαϊκή μουσική που το πατρόν της ανέραστης αναβίωσης δεν πνίγει τη φωνή της. Το τελευταίο άλμπουμ του Δημήτρη Μυστακίδη λέγεται “Amerika”. Είναι μια μουσική αφιέρωση στη μουσική παράδοση που έχτισαν οι Έλληνες μετανάστες στην Αμερική. Από εκεί ξεκινά και η συνέντευξη μαζί του. Γιατί άραγε διάλεξε τον τίτλο Amerika, όχι America, στη νέα του δουλειά; Ποια είναι η βαρύτητα χρήσης του k αντί του c στο όνομα της;

-Είμαστε στα παρασκήνια του Γυάλινου Μουσικού Θεάτρου. Ο χώρος που εμφανίζεσαι είναι γεμάτος. Τι του λες στις εμφανίσεις σου;

-Παρουσιάζουμε ένα πρόγραμμα με δύο μέρη. Το πρώτο περιλαμβάνει υλικό από τα τρία άλμπουμ που έχω κυκλοφορήσει – Amerika, Εσπεράντο και 16 Ρεμπέτικα Τραγούδια με Κιθάρα. Το δεύτερο είναι ένα ιδιαίτερο αφιέρωμα στα τραγούδια των μεταναστών της Αμερικής και ό,τι γενικώς έχει γραφτεί στην Ελλάδα για το θέμα της Αμερικής.

-Γιατί γράφεις το Amerika με k όχι με c στον τίτλο του τελευταίου σου άλμπουμ:

-Ήθελα με αυτό τον τρόπο να συμβολίσω την προσπάθεια των πρώτων μεταναστών Ελλήνων να ενταχθούν στο καινούργιο τους περιβάλλον, να ενσωματωθούν στην τότε καινούργια κοινωνία της Αμερικής. Αυτό το όνομα, αυτός ο τίτλος φωτίζει τον αγώνα που έδωσαν για να ξαναστήσουν τη ζωή τους σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο από εκείνο που γνώρισαν στην πατρίδα τους. Πολλοί από εκείνη τη γενιά ανθρώπων μετακινήθηκαν αναγκαστικά. Και συχνά η πάλη που έδωσαν να ριζώσουν κάπου δεν ήταν αναίμακτη. Το Amerika me k είναι ένας συμβολισμός. Της προσπάθειας κάποιων Ελλήνων να δεθούν με ένα νέο τόπο κουβαλώντας τον πολιτισμό τους μαζί τους.

-Τι γνωρίζεις για εκείνη την περίοδο και το κίνημα της, πρώτης, μετανάστευσης Ελλήνων στην Αμερική;

-Πως τον προορισμό Αμερική τον διάλεξαν όχι μόνο φτωχοί αλλά και ευκατάστατοι Έλληνες. Το ζητούμενο και στις δύο περιπτώσεις ήταν το ίδιο, μια καλύτερη ζωή. Ο κύριος όγκος εκείνου του μεταναστευτικού κύματος ήταν φτωχοί αγρότες, κυρίως, από την Πελοπόννησο.

-Το ρεμπέτικο που ακούστηκε από τους πρώτους Έλληνες ρεμπέτες μετανάστες βρήκε απήχηση στην Αμερική;

-Λες δηλαδή αν το άκουσαν και άλλοι λαοί; Την εποχή που εξετάζω εγώ αυτό δεν συνέβη. Γιατί οι Έλληνες λειτούργησαν πολύ στενά εθνοτικά. Εκεί που εμφανίζονταν μαζευόντουσαν μόνο Έλληνες. Στη δισκογραφία όμως δεν συνέβη το ίδιο. Ίσως η πρώτη world μουσική βγήκε από τα στούντιο που ηχογράφησαν οι Έλληνες ρεμπέτες της Αμερικής. Στις δουλειές τους βλέπεις να συμμετέχουν μουσικοί από άλλες χώρες. Βλέπεις επίσης στις ορχήστρες που δημιουργούσαν να προσθέτουν περίεργα – για ρεμπέτικο – όργανα όπως το πιάνο, το μεταλόφωνο, το κόντρα μπάσο. Δηλαδή υπήρξαν ορχήστρες που έπαιξαν ρεμπέτικο με ολότελα δικό τους τρόπο. Έχει ενδιαφέρον η δισκογραφία εκείνων των ανθρώπων. Αν και οι Έλληνες ήταν μια μικρή μεταναστευτική δύναμη στην Αμερική αγόραζαν μανιωδώς δίσκους συμπατριωτών τους. Και ήταν επόμενο να υπάρξουν πολλές δισκογραφικές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων. Αρχικά όμως το ρεμπέτικο της Αμερικής λειτούργησε σε στενό κύκλο. Μεταξύ των Ελλήνων κυρίως.

-Ποια είναι αγαπημένη σου κλίμακα στη κιθάρα;

-Η “Καρσιγάρ”. Είναι ένα μικτό άκουσμα. Μισό μινόρε – μισό τζαζ. Είναι κάτι που παίζοντάς το έχει ένα πολύ ιδιαίτερο άκουσμα. Με το που ακούς ένα κομμάτι που το περιέχει το προσέχεις. Δεν μπορείς να μπερδέψεις αυτή την κλίμακα με κάποια άλλη.

-Από πού έρχεται αυτή η κλίμακα;

-Οι κλίμακες που χρησιμοποιεί το ρεμπέτικο είναι μια εξέλιξη των Mακάμ. Σύστημα μουσικής που γεννήθηκε στην Ανατολική Μεσόγειο σε χώρες όπως η Τουρκία, η Περσία. Εμείς που ζούμε σε ένα σταυροδρόμι ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση πήραμε τη μελωδική ανάπτυξη από την ανατολή και την αρμονική από τη δύση.

-Αυτό διδάσκεται στα ωδεία της Ελλάδας;

-Αυτό, ακριβώς, διδάσκω στην Άρτα, στο ΤΕΙ, στο Τμήμα Λαϊκής και Παραδοσιακής Μουσικής.

∠Από σκηνής η πιστή αναπαραγωγή πραγμάτων που έχουν γίνει, έχουν ακουστεί στο παρελθόν δεν έχει κάποιο νόημα. Υπάρχουν οι ηχογραφήσεις γι’ αυτό. Θα το κάνεις κάποια στιγμή αλλά δεν μπορεί να μένεις κολλημένος πάνω της. Είναι αδικία στο είδος μουσικής που υπηρετείς. Ο μουσικός πρέπει να προσφέρει κάτι νέο σε αυτό που βρήκε από τον προηγούμενο

-Τι στάθηκε αφορμή ν’ ασχοληθείς με αυτού του τύπου τη μουσική;

-Το ρεμπέτικο ήταν παιδικό βίωμα. Στο σπίτι αυτό άκουγα.

-Ας πούμε, είχες πατέρα ρεμπέτη μουσικό;

Όχι. Είναι γελοιότητα να λες πως υπήρχαν ρεμπέτες το 1970. Οι ρεμπέτες ιστορικά έχουν λήξει. Ο πατέρας μου ήταν εργάτης σε χαλυβουργείο και μερακλής. Άκουγε μουσική. Πιο μερακλού ήταν η μάνα μου και τραγουδούσε συνέχεια ρεμπέτικα. Κοίτα, αυτή η μουσική έφτασε να έχει πολύ μεγάλη διασπορά σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Έγινε διαταξική μουσική. Έχει ταξικά ιδιώματα αλλά δεν χώρεσε μόνο στα στενά όρια μιας και μόνο τάξης. Τη συναντάς παντού. Ακόμα και στο Κολωνάκι κάποιος θα γουστάρει ρεμπέτικα, είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Η δική μου πορεία στο ρεμπέτικο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980. Τα χρόνια της αναβίωσης του ρεμπέτικου. Ήταν μια ευκαιρία για ανθρώπους σαν και μένα που μεγάλωσαν εκείνη την εποχή να γνωρίσω τη δουλειά ρεμπετών και να αρχίσω να ψάχνω τις παλιές αυθεντικές εκτελέσεις των κομματιών που άκουγα από νέες κομπανίες. Εκείνες ήταν κίνητρο να επιστρέψω στις πρώτες ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών.

O Δημήτρης Μυστακίδης στις παραστάσεις «Τα Ρεμπέτικα της Κιθάρας» εμφανίζεται με τους Δημήτρη Παππά & Γιώργο Τσαλαμπούνη, κιθάρα και την Ιφιγένεια Ιωάννου, τραγούδι

-Είσαι από τη Θεσσαλονίκη. Δεν πέρασες ποτέ από την ελληνική σκηνή των συγκροτημάτων που έβγαλε η πόλη τη δεκαετία του 1980;

-Η πόλη έβγαλε δυνατές μπάντες. Και ιδιαίτερα στις Δυτικές συνοικίες γίνονταν χαμός. Οι Τρύπες από εκεί βγήκαν. Με τον Μπάμπη Παπαδόπουλο, τον κιθαρίστα τους, γνωριζόμαστε από παιδιά. Από δεκαπέντε χρονών.

-Η μουσική που κυκλοφορεί ο Παπαδόπουλος πώς σου ακούγονται;

-Πάρα πολύ όμορφη. Ο Μπάμπης είναι από τους ανθρώπους που ψάχνουν τη μουσική με το βλέμμα μπροστά. Είναι λίγο δύσκολο η δουλειά του να έχει απήχηση στον κόσμο αλλά αυτό που κάνει είναι η εξέλιξη της λαϊκής μουσικής. Το οργανολόγιο στη μουσική δεν είναι πρόβλημα. Όσο περισσότερα όργανα υπάρχουν τόσο καλύτερα. Έτσι προτείνεις πράγματα. Έτσι εξελίσσεται η μουσική. Από σκηνής η πιστή αναπαραγωγή πραγμάτων που έχουν γίνει, έχουν ακουστεί στο παρελθόν δεν έχει κάποιο νόημα. Υπάρχουν οι ηχογραφήσεις γι’ αυτό. Θα το κάνεις κάποια στιγμή αλλά δεν μπορεί να μένεις κολλημένος πάνω της. Είναι αδικία στο είδος μουσικής που υπηρετείς. Ο μουσικός πρέπει να προσφέρει κάτι νέο σε αυτό που βρήκε από τον προηγούμενο.

-Υπάρχουν πολλά νέα παιδιά που βουτούν στο παρελθόν της ελληνικής μουσικής για να βγουν στο μέλλον της. Συμφωνείς με αυτό.

-Ε βέβαια. Αν δεν το κάνουν οι νέοι αυτό ποιος θα το κάνει; Η νέα γενιά έχει ξεκαθαρίσει κάποια πράγματα στο κεφάλι της. Δεν έχει σχέση με τη δική μου που έφαγε με κουτάλι τη σαπίλα του 1980 και του 1990. Εμείς μεγαλώσαμε μέσα στη χαβούζα του ψεύτικου. Του ολοκληρωτικά ψεύτικου.

-Τι σχεδιάζεις για το μέλλον;

-Συνεχίζουμε τις παραστάσεις με τα ρεμπέτικα της κιθάρας. Το Amerika είναι ένα σόλο πρότζεκτ. Πάει καλά στο εξωτερικό. Πρόσφατα το έπαιξα και στο Womex που έγινε στην Πολωνία. Από εκεί επέστρεψα στην Ελλάδα έχοντας κλείσει 4 συναυλίες στην Πολώνια, στη Φιλανδία, στο Βέλγιο. Καλό το λες αυτό.

-Λάθη στη σκηνή κάνεις;

-Μόνο οι πεθαμένοι δεν κάνουν. Δεν υπάρχει άνθρωπος που δεν κάνει λάθος στη σκηνή όταν παίζει μουσική αλλά να, είναι η εμπειρία που σε κάνει να το ξεπερνάς.

Δημήτρης Μυστακίδης – «Τα Ρεμπέτικα της Κιθάρας»
Τελευταία φετινή εμφάνιση στην Αθήνα – Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Γυάλινο Μουσικό Θέατρο- Κεντρική Σκηνή

 

ΑΠΟ ΤΟ FRAGILEMAG