Ο τελευταίος στεναγμός του ΠΑΣΟΚ

Του Διογένη Λόππα

Αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω  Αργά αλλά σταθερά, σαν έτοιμοι από καιρό ένας ένας οι πυρήνες του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ αρχίζουν να συντάσσονται με το φυσικό τους ηγέτη.  Καλός – κακός, για την ώρα, και έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο ΓΑΠ είναι ο μοναδικός πολιτικός που ίσως θα μπορούσε να εκπροσωπήσει έναν θεωρητικά ογκώδη πολιτικό χώρο ο οποίος ασφυκτιά είτε μέσα σε εναν ΣΥΡΙΖΑ που πεισματικά αρνείται να εξελιχθεί (ακόμα και στην Ευρώπη επιμένει να εκπροσωπεί τη ριζοσπαστική αριστερά), είτε μέσα σε μια υποτίθεται προοδευτική και μεταρρυθμιστική ΝΔ στην οποία υποχρεούται να ανέχεται από κομμουνιστοφάγους συνοδοιπόρους μέχρι γιαλαντζί φιλελεύθερους, που όλοι μάζι κάνουν κυριολεκτικά κουρέλι, τόσο τη διακήρυξη της 3ης Σπτέμβρη, όσο και τις θεμελιώδεις αρχές του ίδιου του ιδρυτή του.

Ο συγκαλυμμένος πανικός του (ήδη ξοφλημένου) κ. Λοβέρδου δείχνει την απόγνωση που επικρατεί στα κέντρα εκείνα τα οποία πίστεψαν ότι μια εξημερωμένη εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας θα μπορούσε να γίνει ο νέος Πίνατ του Μαξίμου.  Η ταφόπλακα του εφιάλτη αυτού ήρθε μέσα από τα ίδια τα υπόγεια του πρωθυπουργικού μεγάρου:  Καθώς προεξοφλούν την εκλογή Παπανδρέου και καθώς γνωρίζουν ότι η εποχή της αθωότητας τερματίζεται βίαια, ενεργοποιούν το plan B, το οποίο περιλαμβάνει (σύμφωνα με αξιόπιστη πηγή) δύο σκέλη:

1. Αξιοποίηση τυχόν δυναμικής Παπανδρέου για τερματισμό της επιρροής Τσίπρα στην κεντροαριστερά
2. Στροφή προς τα αξιόπιστα ακροδεξιά δεκανίκια, είτε με προσέγγιση Βελόπουλου (πρόσφατη συνάντηση με Γεραπετρίτη), είτε ακόμα και με επανενεργοποίηση του πατριάρχη του χώρου, δηλαδή του κ. Καρατζαφέρη.

Αυτή βέβαια είναι μια κίνηση υψηλού πολιτικού ρίσκου, καθώς εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για το σύστημα Μητσοτάκη.  Μπορεί λοιπόν η πρώτη επιλογή να ήταν η απόλυτη στήριξη Λοβέδου, όμως τελικά κρίθηκε ότι αυτή δεν διαθέτει δυναμική νίκης απέναντι στην προέλαση Παπανδρέου.  Αυτό έγινε εμφανές από τα πρόσωπα τα οποία βγήκαν μπροστά και που δεν εκπροσωπούν τόσο τους κομματικούς μηχανισμούς του Κινήματος Αλλαγής, όσο το πράσινο κατεστημένο των κοινωνικών δομών της χώρας, οι οποίες, όπως είναι ήδη γνωστό αλλά και επιβεβαιωμένο από δευτερεύουσες εκλογικές αναμετρήσεις σε χώρους όπως η τοπική αυτοδιοίκηση και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, ουδέποτε προσχώρησαν στο ΣΥΡΙΖΑ.  Εκτιμήθηκε δηλαδή πολύ σωστά, ότι η υποψηφιότητα ΓΑΠ δεν μπορεί να νικηθεί ακόμα και αν επιστρατευθεί όλο το μιντιακό σύμπαν, καθώς αυτή θα στηριχθεί από μια πρακτικά ανεξάντλητη βάση η οποία έχει τη δυνατότητα να στείλει κανονικούς ψηφοφόρους στην κανονική κάλπη.

Φυσικά μέτρησε πάρα πολύ και η δικαστική περιπέτεια του συμπαθούς κατά τα άλλα υποψηφίου:  Σκεφτείτε μια μέρα πριν τις κάλπες να έβγαινε η πολυαναμενόμενη απόφαση του δικαστικού συμβουλίου (θεωρητικά πολύ πιθανό ενδεχόμενο δεδομένων των πείπλοκων και απρόσμενων διασυνδέσεων ΓΑΠ).  Αυτό είναι ένα ρίσκο που κανένας σοβαρός πολιτικός παράγοντας δεν είναι διατεθιμένος να πάρει.  ‘Αρα αναμένεται από την πλευρά της κυβέρνησης μια ήπια προσέγγιση στα αμαρτήματα ΓΑΠ που μπορεί να φτάσει μέχρι και σε επίπεδα σεμνής προώθησης από κάποια συγκεκριμένα μέσα, ενώ η αντιπαράθεση θα γίνει με πολιτικούς όρους φιλελευθερισμού/σοσιαλδημοκρατίας με κύριο μέλημα να ταυτιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ με τον πολιτικά ακίνδυνο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς.  

Ο κίνδυνος που καλείται να εκτιμήσει η κυβέρνηση είναι η μερική απώλεια της μιντιακής ασυλίας που απολαμβάνει ήδη από την εποχή του φοβερού και τρομερού κ. Παππά, ο οποίος με πλεονάζων οίστρο όρθωσε το ανάστημά του εκεί που απέτυχαν ο Ανδρέας και ο Καραμανλής (ο ακάματος, όχι ο original).  Ίσως του είχε διαφύγει η ιστορική φωτογραφία όπου ο πολύς κ. Μαρινάκης κάνει ένα κλασσικό λαϊκοδεξιό κεφαλοκλείδωμα στον σημερινό πρωθυπουργό.   Όλοι οι μύστες γνωρίζουν το βαρύ συμβολισμό που κρύβει η κίνηση αυτή στον αγγελικά πλασμένο κόσμο της λαϊκής δεξιάς:  ”Μπορεί να σε ελέγχω απόλυτα, αλλά δεν το κάνω από καπρίτσιο, αλλά από αγάπη”.  Η αγάπη αυτή εκδηλώθηκε στη συνέχεια με περισσή στοργή και κόστισε στον μεν κ. Παππά αχρείαστες δικαστικές περιπέτειες, στη δε κεντροαριστερά την απώλεια των μιντιακών της πυλώνων και μιας στρατιάς εμβληματικών influencers αναλυτών οι οποίοι εκόντες άκοντες πέρασαν στον προθάλαμο της Οικογένειας.  

Για να αμβλύνουν το παράδοξο που κρύβεται πίσω από τη μεταστροφή αυτή, οι καλοί αυτοί άνθρωποι εφηύραν δύο φανταστικούς κόσμους και κρύφτηκαν μέσα τους, πρώτα για να προασπίσουν την επαγγελματική τους υπόσταση, κυρίως όμως για να αντιπαρατεθούν με τις ερυνίες της συνείδησης και την ταξικής καταγωγής τους: 
1. Το μαγαζί λειτουργεί υπό νέα διεύθυνση και η νέα διεύθυνση έχει διαφορετική αντίληψη για τη γραμμή του μέσου.  Συνεπώς κάθε σοβαρός επαγγελματίας οφείλει να προσαρμοστεί στα δεδομένα αυτά
2. Το σύστημα που κλήθηκαν να ωραιοποιήσουν, δεν είναι δα ο ακροδεξιός εσμός που εμφανίζει η αντιπολίτευση, ούτε οι εμφανείς αστοχίες, οι απορρυθμίσεις και οι παρωχημένες θατσερικές εμμονές, αλλά μια προοδευτική διακυβέρνηση με βασικούς συντελεστές τα ορφανά του Σημίτη, ο οποίος παραμένει ο ιδεολογικός φάρος κάθε politically correct περσόνας.

Αυτό λοιπόν που ρισκάρει η κυβέρνηση παίζοντας το χαρτί ΓΑΠ απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ είναι η κατεδάφιση αυτών των δύο φανταστικών κόσμων.  Εξηγούμαι:  Ως γνωστόν η αντισύριζα υστερία και η πρόφαση για να μείνει η προοδευτική παράταξη χωρίς μιντιακή εκπροσώπηση (τουλάχιστον από τους main stream ολιγάρχες) βασίστηκε σε πολύ συγκεκριμένες πεποιθήσεις.  Πεποιθήσεις που μπορεί να απέχουν έτη φωτός από την αλήθεια, πλην όμως πετυχαίνουν το βασικό στόχο τους, όταν η κοινή γνώμη βομβαρδίζεται συντονισμένα και αδιαλείπτως με αυτές:
1. Ότι ο κ. Τσίπρας είναι λαϊκιστής, λαοπλάνος πολιτικός που καβάλησε το κύμα των αγανακτισμένων για να εγκαθιδρύσει καθεστώς της αριστεράς
2. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα τοξικό κομμάτι της ριζοσπαστικής αριστεράς με εθνομηδενιστικές ιδέες που απλά φιλοξενεί παλιούς ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ
3. Ότι η μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ σε ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ δεν είναι ειλικρινής και ότι στην πραγματικότητα απεχθάνεται το παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ και επιθυμεί να ριζοσπαστικοποιήσει τη σοσιαλδημοκρατία
4. Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα συνονθύλευμα αντιευρωπαϊστών που επιθυμεί μύχια να βγάλει τη χώρα από το ευρώ και με μια πολιτική αλόγιστων παροχών να θέσει σε κίνδυνο το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία εν γένει.

Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι ο κ. Παπανδρέου μπορεί να βαρύνεται με το μισό ηθικό κώδικα, να θεωρείται βασικός υπεύθυνος της χρεοκοπίας και κάκιστος διαχειριστής, αλλά κανένας δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για κάτι από τα παραπάνω.  Σίγουρα δεν έχει τη φήμη λαϊκιστή, είναι της ενδοτικής σχολής όσο και ο νυν πρωθυπουργός αλλά όχι εθνομηδενιστής, εκπροσωπεί μια ανόθευτη σοσιαλδημοκρατία τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, άρα δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη ριζοσπαστική αριστερά και είναι ίσως παραπάνω από ευρωπαϊστής από όσο πρέπει.  Δηλαδή πληροί όλα τα κριτήρια του μιντιακού κατεστημένου, άρα η αναχάιτισή του δεν μπορεί να γίνει με αντισύριζα όπλα.  Συνεπώς αυτοί που σήμερα σιτίζονται στο πρυτανείο της Οικογένειας, θα βρεθούν μπροστά σε υπαρξιακά διλήμματα και αυτό ίσως δημιουργήσει ρωγμές στο σύστημα Μητσοτάκη που σήμερα δεν μπορούν να διαγνωσθούν.

Μια άλλη βαρύνουσα παράμετρος είναι τα πρόσωπα, δεξια και αριστερά που μέχρι σήμερα παραμένουν σιωπηλά.  Σε αυτό έπαιξε ρόλο η επαμφοτερίζουσα στάση του ΚΙΝΑΛ, όπου τελικά κανένας δεν ήξερε που ανήκει ιδεολογικά.  Ο δεξιός στις αντιλήψεις κ. Λοβέρδος ήταν κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, την ίδια ώρα που άλλα κορυφαία στελέχη και η ίδια η πρόεδρος φλέρταραν με το σοσιαλισμό.  Έτσι κανένας δεν μπορούσε να είναι σίγουρος με το πραγματικό στίγμα που επιθυμούσε να εκπέμψει το κόμμα και άλλοι κατέφυγαν στο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και άλλοι παραμένουν στο σκοτάδι.  Κάποιοι βιαστικοί εξουσιομανείς (γιατί βρε Μιχάλη…) πείστηκαν για τις… καλές προθέσεις ενός Μητσοτάκη, αν αυτό είναι ποτέ δυνατόν.

Από το απόγευμα της Τετάρτης αυτό είναι παρελθόν.  Με δεδομένη την εκλογή ΓΑΠ το Δεκέμβριο, αρχίζει να δημιουργείται μια κινητικότητα που δεν έχει προηγούμενο, καθώς τώρα το ιδεολογικό στίγμα είναι loud and clear.  Η υποψηφιότητα Λοβέρδου θεωρείται καμένη, χωρίς τη στήριξη Μαξίμου, οι μικροί αναμένεται να συνταχθούν εντός μερικών ημερών, ενώ και ο σοβαρός κ. Ανδρουλάκης μάλλον θα προτιμήσει να διαπραγματευτεί τη διαδοχή Παπανδρέου (που βαδίζει προς τα 70), παρά να διακινδυνεύσει μια ήττα που ενδεχομένως τον πετάξει εντελώς έξω από το παιχνίδι, αν σε λίγο καιρό βρεί μπροστά του βαριά ονόματα του κραταιού ΠΑΣΟΚ.  Έτσι το πιο πιθανό σενάριο είναι ένας δεύτερος γύρος Παπανδρέου – Λοβέρδου, με τον τρίτο Ανδρουλάκη να υποστηρίζει ΓΑΠ στο δεύτερο γύρο.

Την ίδια ώρα εξ αριστερών ο κ. Μπίστης ήδη τοποθετήθηκε βολικά ουδέτερα, δίνοντας χώρο και προοπτικές στον κ. Παπανδρέου, ενώ πολλά στελέχη που προσχώρησαν στο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ θα παραμένουν σε αναμμένα κάρβουνα αναμένοντας άμεσες αποφάσεις αλλά και απαιτώντας πραγματική ανανέωση από την πλευρά Τσίπρα, δηλαδή μια αποσκουρλετοποιημένη σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική συμπαράταξη, με άνοιγμα στην κοινωνία, χωρίς δεσμεύσεις από τις πολύβουες ολιγομελείς νομαρχιακές του ”Συνασπισμού” που δηλώνουν αλληλέγγυες στη διεθνή τρομοκρατία και συνθηματολογούν ”έξω οι βάσεις του θανάτου”.

Από δεξιά δεν αναμένονται άμεσα μετακινήσεις, κανένας άλλωστε δεν πρόκειται να εγκαταλείψει σίγουρα κυβερνητικά οφίτσια για χιμαιρικές πολιτικές εφορμήσεις (τουλάχιστον όχι οικειοθελώς), όμως ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια και οποιαδήποτε (εξαναγκαστική) μετακίνηση της ΝΔ δεξιότερα ή ενσωμάτωση ακόμα περισσότερων κομμουνιστοφάγων στην διακυβέρνηση, μπορεί να κολάσει στελέχη με ΠΑΣΟΚικές καταβολές που θα μπουν τον πειρασμό να εγκαταλείψουν το πλοίο πριν βουλιάξει.  Άλλωστε πόσοι αλήθεια από τους Πιερρακάκηδες θα είχαν τύχη σε ένα κόμμα με αρχηγό π.χ. τον Μάκη Βορίδη; Πόσες διαβεβαιώσεις θα μπορεί να παρέχει σε αγανακτισμένους βουλευτές ο κ. Σκέρτσος ότι ”ο κ. Μπογδάνος θα είναι σύντομα πάλι μαζί μας;”  Πόσες συνεννοήσεις μπορεί να κάνει ο κ. Θεοδωρικάκος με υπουργούς του ΛΑΟΣ;  Πόσους Λιγνάδηδες θα υποχρεούται να καλύπτει η κ. Μενδώνη, χωρίς το μπαμπούλα του ΣΥΡΙΖΑ;

Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος για το αν η επιστροφή του κ. Παπανδρέου μπορεί να επανεκκινήσει την πορεία της ελληνικής κεντροαριστεράς, όπως διατείνεται ο ίδιος, ή αν αποτελεί τελικά εμπόδιο για την εδραίωση ενός αξιόπιστου αντιπολιτευτικού μετώπου που θα απομακρύνει το σύστημα Μητσοτάκη και τις αντιλαϊκές του απορρυθμίσεις, όπως φοβούνται σοβαροί πολιτικοί αναλυτές.  Αυτό για το οποίο βάζω το χέρι μου στη φωτιά είναι ότι επιτέλους τα γρανάζια του πολιτικού συστήματος μπαίνουν σε κίνηση, ότι πολλές μάσκες θα υποχρεωθούν να πέσουν και ότι τα πραγματικά μεγέθη των πολιτικών αρχηγών θα χρειαστεί να ξαναζυγιστούν, χωρίς αυτή τη φορά τα πειραγμένα ζύγια του μιντιακού κατεστημένου.  Και αυτό, αν μη τι άλλο, θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.