Συνένοχη η ελληνική δημοσιογραφία στον διεθνή διασυρμό της χώρας, από τον Μητσοτάκη, για την ενημέρωση

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Η ελληνική δημοσιογραφία εκχωρεί όσα κατακτήθηκαν, στην πολιτική και οικονομική εξουσία, αρχίζοντας από την «εξουσία του αφεντικού».

Η 107η θέση δεν τιμά την Ελλάδα. Αλλά δεν είναι μόνο έργο του Μητσοτάκη. Έβαλε το χέρι της και η ελληνική δημοσιογραφία – και από αυτή την άποψη είναι συνένοχη.

Δεν μπήκε καλά ο Μάης για την Ελλάδα, σε ό.τι αφορά στη διεθνή εικόνα της, – έτσι όπως την υπογράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κομπανία του: σε όλα τα ευρωπαϊκά ΜΜΕ προβλήθηκε η θλιβερή 107η θέση που κατέλαβε – και εφέτος – η Ελλάδα στην αξιολόγηση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα, για την ελευθερία του Τύπου .

Το Politico μάλιστα, προανήγγειλε – διερωτώμενο – την ώρα που θα ληφθούν από τα κοινοτικά όργανα, μέτρα κατά της Ελλάδας – ανάλογα με της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Η Ελλάδα θεωρείται πλέον χώρα περιορισμού των ελευθεριών. Κατάντημα.

Είναι μια ακόμη από τις κληρονομιές που θα αφήσει πίσω του ο Κυριάκος Μητσοτάκης – τον οποίο κατά τους δημοσκόπους δεν βλέπουν την ώρα οι πολίτες να ξαναψηφίσουν – για να κάνει τον εξευτελισμό της χώρας τους τέλειο.

Μαζί με το άγος των υποκλοπών, το στίγμα των παραβιάσεων του κράτους Δικαίου, τις παραβιάσεις στη διάθεση των πόρων του Ταμείου Σταθερότητας , τη ντροπή των επαναπροωθήσεων στο Αιγαίο – και άλλα αντίστοιχα και δυσώδη.

Μετά την περσινή έκθεση η «ομιλούσα κεφαλή» που εκτελούσε καλούσε χρέη κυβερνητικού εκπροσώπου, προσπάθησε να σπιλώσει την οργάνωση που βαθμολογεί σε 180 χώρες την κατάσταση στην ενημέρωση, με την κάλυψη του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφέτος ο Μητσοτάκης είναι απασχολημένος με την υποβάθμιση του… ΟΟΣΑ, που ακυρώνει τα ψεύδη που προβάλει ο ίδιος προεκλογικά, για την κατάσταση των αμοιβών στην Ελλάδα επί των ημερών του. Δεν διστάζει μπροστά σε τίποτε…

Οι ΔΧΣ σημειώνουν ότι η Ελλάδα επί Μητσοτάκη διολισθαίνει διαρκώς στην αξιολόγηση και πλέον επεκτείνεται η πρακτική των αγωγών SLAPPs, για τον εκφοβισμό των δημοσιογράφων – όταν δεν τους «επισυνδέει» η ΕΥΠ.

Η κατάσταση στην ενημέρωση επιδεινώνεται, παρ’ ότι ακόμη και στη χειραγωγούμενη Δικαιοσύνη υπάρχουν αντιστάσεις και ορθή απονομή Δικαίου. Όπως έδειξε η αθώωση του στοχοποιημένου, από τον Μητσοτάκη προσωπικά, εκδότη Κ. Βαξεβάνη και του δημοσιογράφου Β. Ανδριόπουλου – που είχαν οδηγηθεί στα δικαστήρια από τη σύζυγο του Γ. Στουρνάρα, επειδή αποκάλυψαν επιχειρηματικές δραστηριότητες της..

Η έκθεση κατατάσσει την Ελλάδα στο τελευταίο σκαλί ανάμεσα στις χώρες της Ευρώπης, – και τον Βαλκανίων – πίσω και από τριτοκοσμικές χώρες, σημειώνοντας και τη συρρίκνωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στα μέσα ενημέρωσης.

Αντί όμως, ειδικά το τελευταίο, να είναι καμπανάκι για την ελληνική δημοσιογραφία και να προκαλέσει την αντίδρασή της εναντίον όσων απειλούν τις ελευθερίες της, ένας κύκλος εκπροσώπων της σπεύδει να επικυρώσει την έκθεση, δια της σιωπής.

Το μπλοκ των φιλοκυβερνητικών ΜΜΕ, δεν θεώρησε το κοινό του άξιο να πληροφορηθεί τι λέει η πιο έγκυρη δημοσιογραφική οργάνωση στον πλανήτη για την Ελλάδα. Την αποσιώπησαν, επειδή δεν βολεύει την κυβέρνηση.

Σ’ αυτό το πλαίσιο τι είναι χειρότερο για τη χώρα: η ταπεινωτική κατάταξη από τους ΔΧΣ, ή το λογοκριτικό κύμα αυτοχειριασμού που διαπερνά τον Τύπο, τη ραδιοτηλεόραση και τα διαδικτυακά μίντια;

Καμιά κυβέρνηση και κανένας εργοδότης δεν θα μπορούσε να φιμώσει τους Έλληνες δημοσιογράφους, αν ήταν αποφασισμένοι να κάνουν τη δουλειά τους, όπως οφείλουν. Αν διεκδικούσαν χωρίς συμβιβασμούς το δικαίωμα τους στην ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος τους, χωρίς καταναγκασμούς, «non papers» και ανοχή σε αλλοιώσεις συνειδήσεων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη διασύρει μαζί με τη χώρα και την ελληνική δημοσιογραφία. Γιατί οι Έλληνες Δημοσιογράφοι το επιτρέπουν.

Είναι παγιδευμένοι ανάμεσα στην εξαγορά εργοδοτών – με τις «λίστες Πέτσα», την κρατική διαφήμιση και άλλες διευκολύνσεις στους μιντιακούς επιχειρηματίες – και στον εκμαυλισμό ενός μεγάλο αριθμού δημοσιογράφων. Σε πολλές περιπτώσεις είναι Μητσοτακικότεροι του Μητσοτάκη και δρουν ανερυθρίαστα ως υπερασπιστές και εκπρόσωποί του.

Η εικόνα της χώρας θα ήταν διαφορετική σ’ αυτόν τον τομέα, αν το επαγγελματικό Σωματείο των δημοσιογράφων παρείχε αποφασιστική προστασία στη δουλειά τους. Αλλά και αν αξίωνε αυστηρά, την τήρηση του Κώδικα Δεοντολογίας εκ μέρους τους.

Αν οι δημοσιογράφοι προβάλαν – με ενότητα και κοινή επαγγελματική συνείδηση – άρνηση στις υποδείξεις, από όπου και αν προέρχονται…

Αν δεν δέχονταν να πάρουν μέρος στις στημένες συνεντεύξεις του Μητσοτάκη – που φτάνει στο σημείο να τους διαλέγει, να αποκλείει όσους δεν του είναι αρεστοί…

Αν αξίωναν από το κράτος ανεμπόδιστη πρόσβαση και από τους εργοδότες τους σεβασμό στην είδηση, στην αλήθεια και στο κοινό. Χωρίς να αναπαράγουν τυφλά τις κυβερνητικές εκδοχές για τα πράγματα…

Αν αναδείκνυαν, ότι η πηγή της κακοδαιμονίας των ελληνικών ΜΜΕ – που τα στέλνει στην αγκαλιά του Μητσοτάκη – είναι το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Οι ιδιοκτήτες τα χρησιμοποιούν ως μοχλό πίεσης για άλλες δραστηριότητες, ισοπεδώνοντας τη δημοσιογραφική εργασία.

Η έκθεση σημειώνει ότι στην Ελλάδα η συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης ανήκει σε λίγους επιχειρηματίες, που δραστηριοποιούνται και σε άλλους επιχειρηματικούς κλάδους αυστηρά ρυθμιζόμενους από το κράτος, ενώ διατηρούν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ.

Αυτό οι δημοσιογράφοι το υποτιμούν, το παραβλέπουν και εν τέλει υποκύπτουν στους όρους εργασίας που τους τίθενται. Υπογράφουν συμβάσεις που τους χαρακτηρίζουν« υπαλλήλους» και τους βγάζουν έξω από τις εσωτερικές διαδικασίες των αποφάσεων στην αναζήτηση και επεξεργασία της δημοσιογραφικής ύλης.

Σε κανένα ελληνικό ΜΜΕ δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία με τον ιδιοκτήτη που να κατοχυρώνει την δημοσιογραφική ανεξαρτησία, όπως συμβαίνει σε πολλά ευρωπαϊκά και αμερικανικά ΜΜΕ. Έτσι εργοδότες της ενημέρωσης ασκούν διοίκηση κατά την αποκλειστική τους βούληση – σαν να πρόκειται για ταβέρνες

Οι δημοσιογράφοι έχουν αποδεχθεί μοιρολατρικά πολλά από τα στοιχεία που επισημαίνουν οι ΔΧΣ. Πχ τη νομοθετική αμφισβήτηση της ελευθερίας τους από την κυβέρνηση, αντί να ζητούν το αντίθετο: να καταχωρηθεί δια νόμου, η προστασία που τους παρέχει το Σύνταγμα.

Σ’ αυτό το κλίμα, μπήκαν στην καθημερινότητά τους οι προπηλακισμοί και η άσκηση βίας από την Αστυνομία για να μην κάνουν τη δουλειά τους. Η επιλεκτική πρόσβαση σε κρατικές βάσεις δεδομένων. Η «κρατικοποίηση» του επαγγέλματος. Η χαμηλή αμοιβή της εργασίας και η μετατροπή ΜΜΕ σε «γαλέρες».

Επίσης γίνεται ανεκτός ο σεξισμός κατά των γυναικών δημοσιογράφων και η έλλειψη σεβασμού στην προσωπικότητα – ειδικά των νέων δημοσιογράφων. Μαζί με την ασυδοσία του ιδιοκτήτη να ορίζει διευθυντή σε ένα ΜΜΕ που του ανήκει, ακόμη και τον κηπουρό του.

Η ελληνική δημοσιογραφία έγραψε στο παρελθόν σελίδες δόξας, αγωνιζόμενη να κατακτήσει την ανεμπόδιστη άσκησή της. Και όταν το κατέκτησε – σε μεγάλο βαθμό – ένα τμήμα της άρχισε να τρώει τις σάρκες της. Εκχωρεί όσα κατακτήθηκαν, στην πολιτική και οικονομική εξουσία – αρχίζοντας από την «εξουσία του αφεντικού». Ειδικά στις ανάγκες επιβίωσης που δημιούργησε η κρίση.

Δεν πρέπει επίσης να αποσιωπάται ότι κάποιοι από το σώμα της δημοσιογραφίας διολίσθησε στον εύκολο πλουτισμό και σε ανήθικους ρόλους διαμεσολαβητή – και την εκθέτει στην κοινωνία.

Η 107 θέση δεν τιμά την Ελλάδα. Αλλά δεν είναι μόνο έργο του Μητσοτάκη. Έβαλε το χέρι της και η ελληνική δημοσιογραφία – και από αυτή την άποψη είναι συνένοχη.

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR