Σ’ εμάς θα μιλήσει κανείς;

Του Αντώνη Δ. Παπαγιαννίδη

 

ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΑΝΤΩΝΗΣ
Τα κόμματα, οργανισμοί εσωστρεφείς αν όχι ερμητικά κλειστοί, απευθύνονται – είναι γνωστό αυτό και δεδομένο – πρώτιστα στον εαυτό τους. Απευθύνονται εν συνεχεία στο στενό, “δικό τους” κοινό: στους κομματικούς στρατούς, στα “προεδρικά περιβάλλοντα” και στις διάφορες τάσεις τους, δομημένες/επίσημες ή πιο χαλαρές. Μόνον σε τελευταία φάση απευθύνονται στους οπαδούς τους, τους πιστούς ή και τους παραπέρα. Στο ευρύτερο κοινό, στην κοινή γνώμη, στον κόσμο, που μια φορά στα τόσο καθίσταται εκλογικό σώμα, υπό στενήν έννοια “λαός”, απευθύνονται ουσιαστικά στις κρίσιμες στροφές – και, βέβαια, στην μόνη πρακτικά ενδιαφέρουσα στιγμή: στις εκλογές. Μέχρι τότε, εκείνο που παρέχεται “στους έξω” είναι ένα κωδικοποιημένο/τυποποιημένο προϊόν του τύπου διαφώτισης…

Θα πει κανείς ότι όλος ο ορυμαγδός καθημερινών τοποθετήσεων, που με την βοήθεια/κατάρα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει πλέον γίνει συνεχής ροή, δείχνει το αντίθετο: μια μέριμνα, σχεδόν ένα άγχος αδιάκοπης επαφής. Όμως, αν το δει κανείς και το μελετήσει αυτό από κοντά, διαπιστώνει ότι η κωδικοποίηση/τυποποίηση στην οποία μόλις αναφερθήκαμε στερεί το μήνυμα όπως αυτό εκπέμπεται απο πραγματική ουσία. Στερεότυπα είναι εκείνο που επαναλαμβάνεται. Συνθήματα – χωρίς μάλιστα την παγεία μαχητικότητα παλαιότερων εποχών. Οποιος πεισθεί, πείσθηκε. Οποιος καταλάβει, κατάλαβε. Και η ζωή συνεχίζεται!

Τα λέμε αυτά – που ίσως ηχούν παράξενα, αλλ’ ας σταθεί ο κάθε αναγνώστης κι ας στοχασθεί, όποια κι αν είναι η πολιτική του ένταξη ή επιλογή, τι πραγματικά προσλαμβάνει από τους “δικούς του” αλλά και τι εισπράττει από τους “απέναντι” – διότι στις μέρες και βδομάδες που ακολουθούν οι δυο κεντρικοί πολιτικοί χώροι, ΝΔ με αφορμή την παρουσία Κυριάκου Μητσοτάκη στην ΔΕΘ και ΣΥΡΙΖΑ όπως πορεύεται προς το Συνέδριό του του Οκτωβρίου, θα χρειαστεί να δημοσιοποιήσουν και να ξεκαθαρίσουν (όσο γίνεται, αυτό το τελευταίο!) ένα μίνιμουμ πραγμάτων.

Στην περίπτωση της ΝΔ θα πρέπει (δεν θα πρέπει;) να κατασταλάξουν κάπου μέσα τους τι τους απομένει απο τις Καραμανλικές καταβολές. Κυρίως, όμως, να πουν με τρόπο πειστικό (και με φρέσκια την μνήμη του πως η κριτική στάση των Ζαππείων μεταστοιχειώθηκε σε μνημονιακή συγκυβέρνηση Σαμαρά/Βενιζέλου το 2012, πως εν συνεχεία ξαναμετατράπηκε σε αντιμνημονιακή στράτευση μετά τις Ευρωεκλογές του 2014 – και τελικώς προσάραξε άδοξα) τι και πως προτίθεται να πράξει, τι να ανεχθεί και τι να επιδιώξει στις σχέσεις με τους “εταίρους”. Τι από τα συμφωνημένα με την Τρόικα/Θεσμούς προτίθεται να εφαρμόσει μια ΝΔ άμα βρεθεί με εξουσία. πώς θα διαπραγματευθεί τις τυχόν απαραίτητες κατ’ αυτήν μεταβολές. πως θα συμβιβάσει τις δικές της επιλογές (άρα και το μήνυμα που θα εκπέμψει…) με το πραγματικό πλαίσιο του τέλους 2016. “Με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει”.

Στην περίπτωση, τώρα, του ΣΥΡΙΖΑ η παράδοση της Αριστεράς υπόσχεται/απειλεί με πολλή, με πληθωρική συζήτηση, στα όρια της κακοφωνίας: άλλωστε πόσο απέχουμε από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας συνασπισμός πλήθους/plurielle ριζοσπαστικών τάσεων της Αριστεράς, από τον κυρίως Συνασπισμό μέχρι την ΔΕΘ ή την Ρόζα; Ήδη η διακυβέρνηση, ακόμη περισσότερο η ανάγκη (ή: η επιλογή) συμπόρευσης με τους “εταίρους” και το Μνημόνιο-3 έχουν δημιουργήσει βαθιές ρηγματώσεις – κι ας ελάφρυνε η πολυκοσμία με την αποχώρηση των της ΛΑΕ, της Ζωής και του εθνικού μας Γιάνη.. Ποιες και πώς θα γίνουν πειστικές επιλογές; Πώς θα εκφρασθούν; Να το πούμε και πιο βαριά: ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα “κυβερνώσα Αριστερά”. Πόσο οι στρατευόμενοι στις τάξεις του το αντιλαμβάνονται αυτό; Και… πόσο “Αριστερά”; πόσο “κυβερνώσα”; Τι σχέση έχει ο Γιάννης Δραγασάκης με τον Πάνο Σκουρλέτη; Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος με τον Χρήστο Σπίρτζη; Πώς θα διατυπωθεί ένας συνεκτικός λόγος; Και εδώ: “με ποιους θα πάνε και ποιους θα αφήσουν;”.

Κανονικά, θα σταματούσαμε εδώ. Όμως, υπάρχει ακόμη και συνεχίζεται η απόπειρα σχηματισμού μιας οντότητας, συνεπώς και η αποτύπωση μιας έκφρασης προς τα έξω, απο το ΠΑΣΟΚ/ ΔηΣυμπ, συν το Ποτάμι και όποιους ακόμη προσπαθούν να στήσουν όρθιο το εγχείρημα της ΚεντροΑριστεράς.

Βλέπετε ο χώρος αυτός πλήρωσε ακριβά το κόστος του να υπόσχεται και να λέει τα πάντα σε όταν προσάραξε με την κρίση. Θα πρέπει να έμαθε κάτι, ως προς την ανάγκη ξεκαθαρίσματος θέσεων! Ύστερα, το να χτίζεις Κεντρο-Αριστερά με απόλυτη αντίθεση προς τα Αριστερά (πλην του τζαμιού: να τα καταγράψουμε) και συμπλέοντας με μια ΚεντροΔεξιά που στιγμές-στιγμές ισορροπεί πολύ Δεξιά, δημιουργεί ανάγκη επεξήγησης. Πειστικής, όχι διακηρυκτικής.

Συμπέρασμα: όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι, ας τις κάνουν κι ας τις δρομολογήσουν τις εσωκομματικές τους διαδικασίες. Κι ας μιλήσουν στα κομματικά τους ακροατήρια. Σ’ εμάς, όμως, τους “εκτός των κομματικών τειχών”, θα μιλήσει κανείς;