4o Μνημόνιο εν όψει

Του Μελέτη Ρεντούμη

Η κυβέρνηση μετά από καθυστέρηση ενός έτους φιλοδοξεί να κλείσει και επίσημα την 2η αξιολόγηση του 3ου Μνημονίου στο Eurogroup στις 22 Μαΐου.

Παρ’όλα αυτά παρά τα αντίμετρα ή τα εξισορροπητικά μέτρα όπως αναφέρονται στην συμφωνία, η κυβέρνηση κατάφερε να δεσμεύσει την χώρα αρχικά μέχρι το 2021 με βάση το επίσημο τριετές Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα από το 2018, αλλά και σταδιακά μέχρι το 2023 ως απαίτηση για διατηρήσιμα υψηλά πλεονάσματα τουλάχιστον 3.5% του ΑΕΠ.

Με απλά λόγια η κυβέρνηση, μέσα από την πολύμηνη διαπραγμάτευση αντί να συμφωνήσει σε οριστικές ρυθμίσεις που θα έβγαζαν την χώρα σταδιακά από την κρίση χωρίς περαιτέρω υφεσιακά μέτρα και δεσμεύσεις, τελικά κατάφερε να την εγκλωβίσει σ΄ένα 4ο κατά σειρά και αχρείαστο Μνημόνιο σκληρής λιτότητας, που ενδέχεται ν’αφανίσει στην πορεία ολόκληρους οικονομικούς κλάδους και κοινωνικές τάξεις.

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η κυβέρνηση ενώ μιλούσε στην αρχή της διακυβέρνησής της το 2015, ότι η χώρα δεν αντέχει υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα και ότι αυτό καταστρέφει την οικονομία, τελικά φθάνει να πράττει εντελώς το αντίθετο με την θεσμοθέτηση υψηλών πλεονασμάτων για τα επόμενα 5 χρόνια τουλάχιστον και συνδέει τον δείκτη αυτό με αντίμετρα και παροχές.

Άρα επί της ουσίας η κυβέρνηση, έχει απωλέσει όλη την ρητορική περί μείωσης της σκληρής λιτότητας και επαναφοράς στην ανάπτυξη με άλλο μείγμα μέτρων, αφού δέχθηκε μέσα από νέο Μνημόνιο να συνδέσει την σκληρή λιτότητα για την επίτευξη των στόχων με την έγκριση των θεσμών, ΔΝΤ και Επιτροπής για την εφαρμογή των αντιμέτρων.

Μέσα στο παραπάνω ασφυκτικό πλαίσιο το οποίο γνωρίζει πολύ καλά ο πρωθυπουργός, βάζει και την επιλογή της αιρεσιμότητας, δηλαδή της μη εφαρμογής των μέτρων από το 2019 και μετά, αν δεν επιτευχθεί μία κοινή συνισταμένη για την ελάφρυνση του δημοσίου χρέους.

Είναι βέβαια προφανές ότι η κυβέρνηση απέφυγε να συγκρουστεί ευθέως με τους δανειστές σε αυτό το θέμα μη συμπεριλαμβάνοντας στο πολυνομοσχέδιο οποιαδήποτε ρήτρα αιρεσιμότητας το οποίο θα μπορούσε να εκληφθεί ως μονομερής ενέργεια.

Η ουσία είναι ότι δυστυχώς η κυβέρνηση δεν έχει πλέον πολλά περιθώρια ελιγμών. Η αξιολόγηση πρέπει να κλείσει άμεσα και τυπικά ώστε να εκταμιευθεί η δόση των 7 δις ευρώ για την αποπληρωμή ομολόγων που λήγουν μέχρι τον Ιούλιο και ταυτόχρονα να επιταχύνει το κυβερνητικό πρόγραμμα, τόσο στην πάταξη της φοροδιαφυγής κυρίως την τουριστική περίοδο όσο και στο πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων.

Είναι αμφίβολο αλλά και παράδοξο πραγματικά, πώς θα μπορέσει η κυβέρνηση να φέρει φορολογικά έσοδα από επιχειρήσεις κυρίως μικρομεσαίες, όταν η συνολική φορολογία προστιθέμενη με τις εισφορές υπερβαίνει σε πολλές περιπτώσεις το 60% και φθάνει ακόμα και το 70% επί των καθαρών ετήσιων εσόδων.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε και το πώς αντιλαμβάνεται συνολικά η κυβέρνηση την ανάπτυξη της χώρας με βάση αυτά που προβλέπονται στη νέα συμφωνία του Μνημονίου.

Με βάση λοιπόν το Μεσοπρόθεσμο για το 2018, η κυβέρνηση αναφέρει ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα είναι στο 2.4% δηλαδή αύξηση περίπου 5.5 δις με βάση το ΑΕΠ που προβλέπεται για το 2017. Αντίστοιχα το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται ν’αυξηθεί κατά 3,4 δις ευρώ και θα φθάσει τα 6.5 δις το 2018, αφαιρώντας πολύτιμη ρευστότητα από την οικονομία και το σύστημα.

Με λίγα λόγια αν συγκρίνουμε την αναλογία αύξησης του πρωτογενούς πλεονάσματος με την αύξηση του ΑΕΠ, θα διαπιστώσουμε ότι σχεδόν 62% της ανάπτυξης που οραματίζεται η κυβέρνηση, καταλήγει ξανά στα ταμεία του κράτους και όχι στην αγορά, άρα δεν θα εισρεύσει ούτε ευρώ από αυτό το κομμάτι σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί επιτακτική αναγκαιότητα για την κυβέρνηση η υιοθέτηση ενός επιθετικού προγράμματος προσέλκυσης επενδύσεων και μείωσης της ανεργίας, με ταυτόχρονη μείωση δαπανών στον δημόσιο τομέα, ώστε να μπορέσει ν’αντισταθμίσει η χώρα κατά το δυνατόν τις υφεσιακές προεκτάσεις του νέου Μνημονίου που αισίως θα εφαρμοστεί χωρίς μάλιστα καμία άμεσα προοπτική ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.