5 ελληνικές διεκδικήσεις που δεν βρήκαν τη θέση τους στις διερευνητικές

Του Διογένη Λόππα

Μια από τις πάγιες θέσεις της ελληνικής διπλωματίας είναι ότι η χώρα μας δεν διεκδικεί τίποτα (ευτυχώς συνοδεύεται και από το ότι δεν παραχωρεί τίποτα, άσχετα αν τώρα τελευταία ισχύουν εκπτώσεις) και ότι μοναδικό θέμα προς επίλυση είναι ο καθορισμός της υφαλοκρηπίδας και κατ’ επέκτασιν της ΑΟΖ, κατά προτίμηση έπειτα από μια κοινή προσφυγή στο διεθνές δικαστήριο. Αυτή ήταν μια συνεπής στρατηγική που όμως φαίνεται ότι de facto έχει λήξει. Ήταν συνεπής, όσο η Τουρκία προωθούσε έναν σχετικό εκδημοκρατισμό, εφάρμοζε μεταρρυθμίσεις στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ακολουθούσε πιστά τις απαιτήσεις της Ε.Ε. για το άνοιγμα των κεφαλαίων που θα της επέτρεπε την είσοδο (έστω μακροπρόθεσμα) ως ισότιμο μέλος στην Ένωση.

Δυστυχώς είναι απολύτως προφανές ότι η στρατηγική αυτή έχει εδώ και χρόνια (τουλάχιστον από το 2013 και σίγουρα αποφασιστικά μετά το 2016) εγκαταλειφθεί ολοσχερώς. Σήμερα η Τουρκία ισλαμοποιείται ταχέως, τοποθετείται οικειοθελώς στις χώρες – αρνητές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (εμπράκτως μάλιστα)και μέσω μιας επιθετικής, αναθεωρητικής και επεκτατικής εξωτερικής πολιτικής έχει θέσει εαυτόν οριστικά εκτός τροχιάς σύνδεσης όχι μόνο με την Ε.Ε. αλλά ακόμα και με το δυτικό σύστημα στο σύνολό του.

Αυτή η αναπάντεχη μεταβολή της τουρκικής διπλωματίας απαιτεί αναπροσαρμογή δόγματος από τη δική μας πλευρά. Το συνεπές προηγούμενο δόγμα έχει μπαγιατέψει επικίνδυνα και ελλοχεύει σοβαρούς κινδύνους. Αυτό συμβαίνει γιατί ενώ πριν λίγα χρόνια η ενδεχόμενη είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε. εξασφάλιζε από πριν την ειρηνική επίλυση των διαφορών, σήμερα η οριστική και αμετάκλητη απόφαση της Τουρκίας να επιλέξει αναθεωρητικά δόγματα (όπως αυτό της ”γαλάζιας πατρίδας”) την οδηγεί σε επικίνδυνες ρήξεις, με πιθανότερα θύματα την Ελλάδα και την Κύπρο. Άρα λοιπόν, εφόσον συρόμαστε σε δύσκολες διαπραγματεύσεις αντιμέτωποι με έναν κατάλογο δυσάρεστων αιτημάτων από την άλλη πλευρά, ήρθε η ώρα και εμείς να τοποθετήσουμε στο καλάθι τις δικές μας δίκαιες διεκδικήσεις:

Νο1: Αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου

Η διαχρονική βασική αιτία της δηλητηρίασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι και θα είναι η συνεχιζόμενη στρατιωτική κατοχή της μισής Κύπρου. Δεν νοείται καμία βελτίωση και καμία ανάκτηση εμπιστοσύνης ανάμεσα στις δύο χώρες, όσο οι τουρκικές δυνάμεις κατοχής συνεχίζουν να καταπατούν νόμιμες περιουσίες και να συντηρούν στην εξουσία μια τριτοκοσμική θεοκρατική δικτατορία που με το έτσι θέλω κρατά ελεύθερους ανθρώπους μακριά από τις πατρογονικές τους εστίες. Είναι προφανές ότι στις διερευνητικές επαφές που μόλις έχουν επανεκινηθεί, μόνιμη έως εκνευρισμού ελληνική απαίτηση πρέπει να είναι η επαναφορά στο αρχαιότερο ελληνικό νησί του status quo ante της εισβολής.

Μπορεί σήμερα μια τέτοια θέση να θεωρηθεί ίσως μαξιμαλιστική από τους γνωστούς ενδοτικούς – φοβικούς κύκλους, αν όμως η ρεαλιστική κατάσταση εξεταστεί υπό τη σωστή στρατηγική γωνία, αυτό δεν είναι αλήθεια: Ναι μεν η βαθιά αμερικανική γραφειοκρατία πράγματι επιθυμεί συνομοσπονδία (με παράλληλη συνεκμετάλλευση των πόρων) και πράγματι δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την τύχη του στρατού κατοχής (το θεωρεί δευτερεύον ζήτημα) , όμως αυτή η θέση βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε φάση αναθεώρησης. Και αυτό γιατί όπως ο κερατάς της γνωστής ρήσης, έτσι και το βαθύ αμερικανικό κράτος θα είναι ο τελευταίος δέκτης της πικρής αλήθειας, όχι γιατί δεν πιστεύει αυτά που βλέπει με τα μάτια του, αλλά γιατί απλά δεν θέλει να τα πιστέψει. Όμως, με τους Τούρκους ήδη σε κοινές περιπολίες με τους Ρώσους σε Αρτσάχ και Συριακό Κουρδιστάν, με τον τουρκικό στρατό μέσα στο Ιράκ, με τον τουρκικό στόλο να απειλεί και να κλειδώνει γαλλικές φρεγάτες, με τον τουρκικό βαρύ εξοπλισμό στην πρωτεύουσα της Λιβύης και τις ΜΙΤ και ΤΙΚΑ να οργανώνουν ήδη την αποσταθεροποίηση της Αιγύπτου, λίγα έχουν ακόμα απομείνει για να αποδεχθεί τελικά την αλήθεια ο απατημένος σύζυγος.

Η αποδοχή αργά ή γρήγορα από την κυβέρνηση Baiden του γεγονότος ότι η Τουρκία είναι ήδη το νέο Ιράν και μάλιστα σε βελτιωμένη έκδοση, μοιραία θα αλλάξει άρδην τη στρατηγική ματιά στο Κυπριακό . Αυτός είναι και ο ένας από τους δύο λόγους (ο άλλος είναι η υπομονή των Γάλλων που αναμένεται να εξαντληθεί, ιδίως αν τον αντιδημοφιλή πρόεδρο Macron διαδεχθεί ένας δεξιότερος πρόεδρος), που οι Τούρκοι βιάζονται να λύσουν το Κυπριακό με έναν τρόπο που τους ευνοεί και που τους κρατάει ζωντανούς στην ανατολική Μεσόγειο. Είναι σαφές ότι ο χρόνος πλέον δουλεύει εναντίον τους και ότι αν οι καταπατητές δεν επιτύχουν τώρα μια οριστική λύση, πιθανότατα οι δυνάμεις τους να μη φύγουν με καλό τρόπο. Η γνώμη (off the record) κορυφαίου Γάλλου αναλυτή τον οποίο συμβουλεύτηκα είναι ότι μεσοπρόθεσμα ο τουρκικός στρατός θα εγκαταλείψει την Κύπρο, είτε με καλό τρόπο (λύση), είτε με άσχημο τρόπο (αεροναυτικός αποκλεισμός της Κύπρου έπειτα από θερμή – inevitable τη χαρακτήρισε- σύγκρουση στην ανατολική Μεσόγειο και επακόλουθη συνθηκολόγηση).

Νο2: Λιβύη, άμεση αποχώρηση όλων των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων

Ο παραπάνω τίτλος αποτελεί αυτή τη στιγμή την επίσημη τοποθέτηση της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Σε μια ανακοίνωση με ιδιαίτερο συμβολισμό και σε μια από τις πρώτες προτεραιότητες που έθεσε στην ατζέντα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ απαίτησε (demand) την αποχώρηση των ξένων δυνάμεων από τη Λιβύη, θέτοντας τα όρια σε όλους τους εμπλεκόμενους.

Πώς όμως το παραπάνω συνδέεται με τις διερευνητικές;

Είναι γνωστό (από όλους τους σοβαρούς ξένους αναλυτές με πρόσβαση σε πηγές εντός) ότι η συζήτηση στις διερευνητικές περιστρέφεται γύρω από μια ενδεχόμενη συνεκμετάλλευση των θαλασσίων ζωνών των δύο κρατών, από το Αιγαίο (ανατολικά του 25ου μεσημβρινού) μέχρι την ΑΟΖ Ρόδου – Καστελόριζου και πιθανώς της ίδιας της Κύπρου (εφόσον υπάρξει λύση). Αν λοιπόν πρόκειται να γίνουμε συνέταιροι με τους Τούρκους, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε γνώμη για πράγματα που συμβαίνουν εντός της γειτονιάς και που μας επηρεάζουν άμεσα. Εφόσον λοιπόν αποφασίσουμε να εκχωρήσουμε ποσοστά από την ΑΟΖ μας, είναι σαφές ότι θα πρέπει να αποφασίζουμε από κοινού για ζητήματα της περιοχής, τα οποία έχουν άμεσο αντίκτυπο σε ζωτικά μας συμφέροντα και στην ίδια την ασφάλειά μας. Συνεπώς δε νοείται να υπάρχει τουρκική στρατιωτική παρουσία (και μάλιστα καταλυτική ως προς την εμφύλια σύγκρουση) στη Λιβύη, ούτε επίσης αποσταθεροποιητικές ενέργειες στην Αίγυπτο, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας.

Αυτό μπορεί να τεθεί άμεσα ως προϋπόθεση στις συζητήσεις και να αντιπαρατεθεί με τις υπόλοιπες τουρκικές διεκδικήσεις ως αντιστάθμισμα. Μάλιστα ως θέση γίνεται ακόμα ισχυρότερη από τη στιγμή που πλέον αποτελεί επίσημη θέση της αμερικανική διπλωματίας, συνεπώς παύει να αποτελεί απλά και μόνο ένα καπρίτσιο ή έναν διπλωματικό ελιγμό, αλλά συμπλέει με τα ζωτικά συμφέροντα του πιο στενού μας συμμάχου. Το να προασπιζόμαστε τα στενά συμφέροντα των ΗΠΑ στη διαπραγμάτευσή μας με την Τουρκία, μόνο θετικά αποτελέσματα μπορεί να φέρει.

Νο3: S400 – Άμεση απομάκρυνση

Η προμήθεια του υπερσύγχρονου φονικού ρωσικού συστήματος από την Τουρκία, ερμηνεύεται (σωστά) από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ ως επιθετική ενέργεια. Για εμάς θα έπρεπε να αποτελεί Casus Belli, από τη στιγμή που σαφέστατα απειλεί τις υφιστάμενες ισορροπίες και εφόσον τοποθετηθεί κοντά στις ακτές αποτελεί επιθετικό όπλο. Πρόθεση των Τούρκων είναι προσώρας το σύστημα να επιχειρεί στις ακτές απέναντι από το σύμπλεγμα της Μεγίστης, για να παρέχει αντιαεροπορική κάλυψη (άρνηση πρόσβασης περιοχής) στα τουρκικά γεωτρύπανα και στον στόλο που τα συνοδεύει. Αυτό το γεγονός είναι ανεπίτρεπτο και οφείλουμε να το θέσουμε στον διάλογο.

Η συγκυρία είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για το ελληνικό αίτημα και αυτό συμβαίνει γιατί οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους με τον πιο επίσημο τρόπο και σε κάθε ευκαιρία. Οι προειδοποιήσεις προς τους Τούρκους για την απόσυρση των S400 γίνονται τελευταία με ρυθμό πολυβόλου και η προέκταση των ήδη υφιστάμενων κυρώσεων θεωρείται θέμα εβδομάδων, αν όχι ημερών. Έτσι η συγκεκριμένη ελληνική διεκδίκηση έχει την αμέριστη υποστήριξη των ΗΠΑ και δεν πρόκειται να χαρακτηριστεί ”μαξιμαλιστική” από κανέναν. Οι ΗΠΑ πρωτίστως ενδιαφέρονται για το δυσάρεστο γεγονός ότι οι Ρώσοι τεχνικοί θα συλλέξουν πολύτιμες πληροφορίες όταν το σύστημα θα εξασκηθεί απέναντι σε τελευταίας γενιάς αμερικανικό εξοπλισμό, πράγμα που ήδη έχει συμβεί όταν εξασκήθηκαν από κοινού τα (αναβαθμισμένα με σύγχρονα ραντάρ) τουρκικάF16 ”εναντίον” των S400. Για το λόγο αυτό βέβαια ακυρώθηκε και η παράδοση στην Τουρκία των ”αόρατων” F35, καθώς -σωστά- εκτιμήθηκε ότι οι Ρώσοι θα ”διαβάσουν” τις όποιες αδυναμίες της υπερσύγχρονης αμερικανικής τεχνολογίας. Στη δική μας περίπτωση το ενδιαφέρον έγκειται στη δυνατότητα του συστήματος να εγκλωβίζει τα ελληνικά μαχητικά εντός του ελληνικού FIR και αυτό θα πρέπει να θεωρείται και επισήμως απαράδεκτο (unacceptable).

Νο4: Τουρκικό πυρηνικό πρόγραμμα – υπογραφή συμφωνίας ελέγχου

Η Τουρκία δεν αντιμετώπισε ποτέ σοβαρό ενεργειακό πρόβλημα. Γειτνιάζει με το Ιράν και το Αζερμπαϊτζάν και έχει ουκ ολίγους αγωγούς που διέρχονται από το έδαφός της. Ήταν πάντοτε σε θέση μα συνάπτει επωφελείς διακρατικές συμφωνίες (Ρωσία) και να προμηθεύεται ενέργεια σε πολύ καλές τιμές. Συνεπώς δεν είχε κανέναν λόγο να σπαταλήσει μερικά πολύτιμα δις σκληρού συναλλάγματος προκειμένου να κατασκευάσει πυρηνικό σταθμό. Και οι πέτρες γνωρίζουν ότι πίσω από την επένδυση του Akkuyu κρύβονται οι φιλοδοξίες του ισλαμοφασιστικού καθεστώτος για την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων. Το εύλογο αυτό επιχείρημα ενισχύεται από το γεγονός ότι παράλληλα οι Τούρκοι αναπτύσσουν εγχώρια πυραυλικά συστήματα και μάλιστα στρατηγικής κρούσης (Yildirim project). Στόχος τους είναι κάποια στιγμή στο μέλλον να τοποθετήσουν στους εγχώριας κατασκευής βαλλιστικούς τους πυραύλους, πυρηνικές κεφαλές. Για να πετύχουν κάτι τέτοιο, θα πρέπει να αρχίσουν να εμπλουτίζουν ουράνιο και για να εμπλουτίσουν ουράνιο χρειάζονται έναν δικό τους πυρηνικό σταθμό. Δυστυχώς στο παρανοϊκό τους σχέδιο διαθέτουν έτοιμη τεχνογνωσία από τουλάχιστον δύο φιλικές χώρες, Πακιστάν και Ιράν, αν εξαιρέσουμε τους Ρώσους που πιθανότατα δεν επιθυμούν (;) μια πυρηνική Τουρκία μέσα στην αυλή τους.

Η ενδεχόμενη απόκτηση πυρηνικών κεφαλών από την Τουρκία, τοποθετημένων σε βαλλιστικούς πυραύλους που η εμβέλειά τους καλύπτει το σύνολο της ελληνικής επικράτειας, θα έπρεπε να έχει βάλει φωτιά στο ελληνικό πολιτικό σύστημα. Ποτέ δεν είναι αργά. Τώρα που οι δύο χώρες βρίσκονται σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις είναι η ώρα για να τεθεί το ζήτημα του Akkuyu επί τάπητος: Ασφαλώς και δεν είναι πρέπον να επιβάλεις σε ένα κυρίαρχο κράτος το πώς επιθυμεί να διαχειριστεί ένα ενεργειακό του ζήτημα, που στο κάτω κάτω είναι ζήτημα κυριαρχίας. Όμως, ως άμεσα ενδιαφερόμενος (και μονίμως απειλούμενος) μπορείς και έχεις κάθε λόγο να επιβάλεις μια συμφωνία, παρόμοια με του Ιράν, για το επιτρεπόμενο ποσοστό εμπλουτισμού ουρανίου.

Η εύλογη αυτή ελληνική διεκδίκηση θα τύχει οπωσδήποτε της υποστήριξης των συμμάχων μας, καθώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να επιθυμεί ένα καθεστώς, όπου στην κυβέρνηση βρίσκεται ένας άκρως επιθετικός πρόεδρος που δε διστάζει να εισβάλει σε κυρίαρχα κράτη ανά τον πλανήτη και όπου στην αντιπολίτευση βρίσκεται ένας ”γκρίζος λύκος” που επιθυμεί ακόμα περισσότερα, να βρεθεί με κωδικούς πυρηνικών όπλων στην κατοχή του. Μια τέτοια εξέλιξη θα μετέτρεπε την ανατολική Μεσόγειο (και όχι μόνο) σε κολαστήριο. Συνεπώς θα θεωρηθεί απόλυτα λογικό από όλους το ότι πρέπει άμεσα να υπάρξει διεθνής έλεγχος του τουρκικού πυρηνικού προγράμματος. Μια καλή αρχή θα ήταν η είσοδος του θέματος στην ατζέντα των διερευνητικών. Να γίνει δηλαδή απολύτως σαφές στους Τούρκους αλλά και στους συμμάχους μας ότι οποιοδήποτε ενδεχόμενο απόκτησης πυρηνικών όπλων από την Τουρκία είναι απολύτως απαράδεκτο.

No5: Συριακό Κουρδιστάν – (μόχλευση PKK, YPG – το απόλυτο διπλωματικό μας όπλο)

Είναι ευρύτερα γνωστό ότι διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις και ιδιαίτερα ο Ανδρέας χρησιμοποίησαν ευρέως το Κουρδικό ζήτημα για να εξισορροπήσουν τον Τουρκικό κίνδυνο. Αρκετές φορές στο παρελθόν οι Τούρκοι κατηγόρησαν την Ελλάδα για περίθαλψη και εκπαίδευση ”τρομοκρατών”, αναφερόμενοι μάλιστα σε κάποιο υποτιθέμενο στρατόπεδο εκπαίδευσης στο Λαύριο. Οι κατηγορίες αυτές δεν είναι εντελώς αβάσιμες. Πράγματι υπήρξε κάποιου είδους υποστήριξη κυρίως σε πολιτικούς Κούρδους πρόσφυγες. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και πληροφορίες που όμως, για ευνόητους λόγους, δεν είναι του παρόντος, ο καθένας όμως μπορεί να κατανοήσει αρκετά πράγματα με στοιχεία που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο.

Κάποια στιγμή η επίσημη ελληνική κυβέρνηση εγκατέλειψε εντελώς τους Κούρδους. Αν και το γεγονός αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο όνειδος της Γ’ ελληνικής δημοκρατίας (ποιος μπορεί να λησμονήσει τις φοβικές ενέργειες του ανεκδιήγητου υπουργού των Ιμίων της Μαδρίτης και του Οτσαλάν) δεν είναι εντελώς αδικαιολόγητο: Πρώτα από όλα είχε επιχειρηθεί η εξομάλυνση των σχέσεων με την Τουρκία, μέσω της συνθηκολόγησης της Μαδρίτης. Το κυριότερο όμως ήταν η κορυφαία αλλαγή στρατηγικής της ελληνικής διπλωματίας, που πίστεψε (αφελώς όπως απεδείχθη), ότι η Τουρκία σκοπεύει να ακολουθήσει μια ειρηνική πορεία προς μια πλήρη είσοδο στην Ε.Ε. Τρίτον, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέδωσε στις τουρκικές απαιτήσεις και μέσω μιας αδιέξοδης πολιτικής κατευνασμού έφτασε στο ηθικό σημείο μηδέν, χαρακτηρίζοντας ένα αμιγώς απελευθερωτικό κίνημα (PKK), ως ”τρομοκρατική οργάνωση”.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι ανάγκη να αναθεωρήσουμε ολοκληρωτικά το δόγμα αυτό. Αν κάποτε η εγκατάλειψη των Κούρδων στην κακή τους τύχη είχε κάποιο νόημα (αν και ηθικά λάθος) από τη στιγμή που αποτελούσε αναγκαία συνθήκη για μια ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία, σήμερα αποτελεί τεράστιο διπλωματικό λάθος. Το συριακό Κουρδιστάν και η μόχλευση των δύο σημαντικότερων οργανώσεων, PKK και YPG, αποτελεί μια ατομική βόμβα στα χέρια της ελληνικής διπλωματίας.

Αν το καθεστώς Erdogan έχει τόση αυτοπεποίθηση ώστε να παρέχει επίσημα στέγη και ασυλία σε μια καραμπινάτη τρομοκρατική οργάνωση όπως η Hamas, γιατί να μην παρέχει η Ελλάδα αντίστοιχες διευκολύνσεις σε ένα ιδιαίτερα αγαπητό απελευθερωτικό κίνημα όπως το YPG; Και δεν είναι μόνο το YPG: Η ελληνική διπλωματία έχει και τη δύναμη και την ανάγκη να χρησιμοποιήσει τους διαύλους της στην Ε.Ε. αλλά και κυριότερα στις ΗΠΑ (μέσω των υπερδραστήριων Λόμπυ, Ελληνικού, Ισραηλινού και Αρμενικού) για τον επιτέλους αποχαρακτηρισμό του PKK.

Ήδη οι ΗΠΑ έκαναν την αρχή, αποχαρακτηρίζοντας τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης. Με την ευαισθησία του Αμερικανού προέδρου για τα ανθρώπινα δικαιώματα και με το πάθος της νέας ηγεσίας του υπουργείου εξωτερικών (που δεν κρύβουν) για το κουρδικό στοιχείο και το ρόλο του στην ήττα της αληθινής τρομοκρατίας, με την υποστήριξη του φοβερού και τρομερού κ. Menendez (που αναβαθμίστηκε πρόσφατα με την προεδρία της επιτροπής εξωτερικών και άμυνας της Γερουσίας) και την πίεση των ενδιαφερόμενων οργανώσεων (HALC και όχι μόνον), ένα τέτοιο ενδεχόμενο είναι παραπάνω από πιθανό, θα το χαρακτηρίζαμε ”absolutely doable”.

Ο αποχαρακτηρισμός του PKK δεν αποτελεί θέμα μόνο συμβολισμού ή πολιτικής πίεσης: Αυτομάτως θα ξεπαγώσουν περιουσιακά στοιχεία της οργάνωσης σε όλο τον κόσμο, θα μπορέσει να λάβει άμεσες ενισχύσεις σε χρήματα, εκπαίδευση και οπλισμό και το κυριότερο θα μπορέσει να έρθει σε άμεση επαφή με NGO (μη κυβερνητικές οργανώσεις) που θα σπεύσουν στις περιοχές δράσης του, με ότι αυτό σημαίνει (για τους γνωρίζοντες).

Έτσι λοιπόν η ελληνική διπλωματική αποστολή και ο ”λόρδος” Αποστολίδης έχουν κάθε λόγο (και δικαίωμα) στις αρχές Μαρτίου στην Αθήνα με θέα την Ακρόπολη, να ενημερώσουν τους Τούρκους διπλωμάτες ότι η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να ενισχύσει έμπρακτα τους Κούρδους μαχητές, αρχικά του YPG και κατόπιν του PKK αν αποχαρακτηριστεί, και να εργαστεί με όλες της τις δυνάμεις για την προετοιμασία ενός ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους. Για αρχή, σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ, θα μπορούσαν να σταλούν Έλληνες αξιωματικοί ως σύνδεσμοι και εάν απαιτηθεί (πάντοτε σε συνεννόηση με τις ΗΠΑ που κατέχουν τις στρατιωτικές βάσεις και τους διαύλους επικοινωνίας και εφοδιασμού) την αποστολή σύγχρονου εξοπλισμού.

Μια πολύ καλή ευκαιρία για τον ελληνικό στρατό που διαφαίνεται στο συριακό Κουρδιστάν είναι η εκπαίδευση προσωπικού ειδικών δυνάμεων σε πραγματικές συνθήκες. Αλλά η πραγματικά εκπληκτική ευκαιρία είναι η επιτέλους δοκιμή σε πραγματικό χρόνο και με πραγματικό αντίπαλο των συστημάτων που έχουν ήδη εξελιχθεί από τις ένοπλες δυνάμεις για την αντιμετώπιση των φονικών τουρκικών drones. Η επιτυχία των εν λόγω συστημάτων στη Συρία, στη Λιβύη και προσφάτως στο Αρτσάχ, επιβάλλει την άμεση ανάγκη ενός αξιόπιστου και φθηνού τρόπου αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους και η επιχειρησιακή τους λειτουργία στο συριακό Κουρδιστάν αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία.

Είναι αυτονόητο ότι και μόνο η βούληση της ελληνικής πλευράς να μοχλεύσει το κουρδικό ζήτημα, θα δημιουργήσει εύλογο πανικό στους Τούρκους, που θα βρεθούν σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση και θα ψάξουν τρόπους αποτροπής. Το πιο αποτελεσματικό μέσο αποτροπής είναι οι διερευνητικές. Και είναι αδιαμφισβήτητο ότι προκειμένου η ελληνική πλευρά να υποχωρήσει από την πρόθεσή της να βοηθήσει εμπράκτως τους Κούρδους, θα πρέπει να λάβει ιδιαιτέρως σημαντικά ανταλλάγματα, τα οποία μπορεί να είναι οι όψιμες τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και, γιατί όχι, στην ανατολική Μεσόγειο.