Μίκης Θεοδωράκης: Προς θεού, όχι!

Του Γ. Λακόπουλου

«Κύριε, όχι μ αυτούς. Ας γίνει αλλιώς το θέλημά σου». 

Γιώργος Σεφέρης

Ο Πρωθυπουργός ανέθεσε στη χειρότερη υπουργό  του  να οργανώσει κάτι προς τιμή του  Μίκη Θεοδωράκη.  Πέρα από όσα είχαν ανακοινωθεί στις αρχές του έτους για τον  προσεχή Ιούλιο, που συμπληρώνει τα 95 χρόνια του. 

Η κυβέρνηση φέρεται να θέλει να τον τιμήσει εν ζωή με «ιστορικό και εκπαιδευτικό» τρόπο.  Μόνο που δεν χρειάζεται πολύ για να αντιληφθεί κανείς ότι δεν πρόκειται ακριβώς για τιμή. Περισσότερο καπηλεία θα είναι. 

Δεν θέλουν να τιμήσουν τον  Άγιο της ελληνικής Αριστεράς. Θέλουν να τον αποσπάσουν από την Αριστερά. Για να μην τους απειλεί ο θρύλος του.

Είναι χούι των Μητσοτάκηδων να εμφανίζονται ως… αδελφοποιητοί  ανθρώπων της Αριστεράς. Παρότι ο πολιτικός βίος τους, η ιδεολογία και οι αντιλήψεις τους είναι απέναντι στην ιδεολογία, τα οράματα, τις αρετές  και κυρίως τους αγώνες της  Αριστεράς.

Κάποιοι πέφτουν στην παγίδα. Πχ. Ο Μανώλης Γλέζος και παλιότερα ένας καπετάνιος του ΕΛΑΣ, που έγινε ακόλουθος του πατρός Μητσοτάκη.  Δεν υπολογίζουμε τους παλιούς Κνίτες που έγιναν σήμερα πραιτοριανοί του.

Κανείς δεν ξεχνάει ότι το «Βρόμικο 89» η παραδοσιακή Αριστερά – με δυο ιστορικούς ηγέτες της επικεφαλής των δυο, τότε, κομμάτων της  -ακολούθησε του τυχοδιωκτισμούς του Κώστα Μητσοτάκη κατά του Ανδρέα Παπανδρέου. Ακόμη χτυπάει το κεφάλι της.

 Στην προέκταση εκείνης της περιπέτειας ενεπλάκη και ο Μίκης Θεοδωράκης, αποδεχόμενος θέση υπουργού της ΝΔ.  Μετά την – διεκδικούμενη και από τον … Μητσοτακη- θέση «Καραμανλής ή τανκς» του  1974.

Αλλά η Αριστερά έχει Θεό της τον Μίκη και του συγχωράει τα  λάθη, αναγνωρίζοντας ότι οι προθέσεις  του είναι πάντα αγνές, τίμιες και πατριωτικές.  Ακόμη και όταν βρέθηκε  πρόσφατα  στο ίδιο συλλαλητήριο με τους  βρικόλακες. Αυτά είναι ασήμαντα μπροστά στο μπόι του.

Άλλωστε δεν επιδιώκει να  κερδίσει κάτι. Κατέκτησε οτιδήποτε μπορεί να ονειρευτεί εν ζωή ένας δημιουργός. Το ζητούμενο πλέον είναι τι θα  τον συνοδεύει και μετά από χρόνια, όταν θα αποφασίσει να μας αποχωριστεί. 

Εκεί αποβλέπει  η φημολογούμενη πρωτοβουλία Μητσοτάκη. Να τον ιδιοποιηθεί το κόμμα του ιστορικά. Ξεπλένοντας έτσι και τα ανοσιουργήματα της μετεμφυλιακής Δεξιάς κατά των αριστερών και δημοκρατικών πολιτών.

 Δεν ξέρουμε ως πού θα φτάσει ο επικοινωνιακός σφετερισμός του Θεοδωράκη από την κυβέρνηση.  Υπάρχουν όμως κάποιος πράγματα που δεν αλλάζουν

Ο Μίκης ανήκει στον ελληνικό λαό  και στους λαούς όπου Γης, που έχουν αγωνιστεί για την Αριστερά και τη Δημοκρατία. Είναι σύμβολο λαϊκών αγώνων και μέρος του οικουμενικού πολιτισμού.

Στην Ελλάδα ιστορικά, πολιτικά και ιδεολογικά -αλλά και αισθητικά- η διαδρομή και το έργο του αφορά την Αριστερά και τη Δημοκρατική Παράταξη. Εκεί θα μείνει πρωτίστως αιωνία μνήμη του, όταν μετά από χρόνια όταν φύγει από τη ζωή.

Είναι ο Μίκης της Εθνικής Αντίστασης, των μετεμφυλιακών αγώνων στήριξης του φρονήματος των διωκόμενων ηττημένων. Ο Μίκης των Λαμπράκηδων, του Πέτρουλα και της αντιδικτατορικής πάλης.

 Ο Μίκης των ιδεών, των οραμάτων, της έμπνευσης και του καλλιτεχνικού μεγαλείου. Ο Μίκης της Αριστεράς, της Ελευθερίας και της  Δημοκρατίας.   «Μάρτυρες ήρωες οδηγούνε…» αυτή την πορεία.

Είναι πασιφανές ποιοι συγκλονίζονται κάθε φορά που τον θυμούνται  να  ανοίγει τεράστια  χέρια του και σαν Αρχάγγελος να διευθύνει μεγάλους τραγουδιστές και σπουδαίες ορχήστρες,  στην ερμηνεία πανανθρώπινων ύμνων στην ελευθερία, στους  αγώνες , στη νεολαία,  στον έρωτα, στους νεκρούς  και τους ήρωες, στον μαχόμενο άνθρωπο. Πάντως όχι η Δεξιά και οι Μητσοτάκηδες.

Ο συνθέτης, ο πατριώτης, ο αγωνιστής, Μίκης  Θεοδωράκης ανήκει  στην Αριστερά. Μια σχέση βασανιστική, οργιώδης, αντιφατική, αλλά και μεγαλειώδης και δημιουργική.  Μια σχέση ακατάλυτη με δόξα, πόνο και υψηλά αισθήματα -που βγαίνουν κάθε φορά στις καθηλωτικές αφηγήσεις του.

Το βίωσαν οι άνθρωποι της καρδιάς του- οι λίγοι εκλεκτοί που βρέθηκαν  στον πυρήνα του προσωπικού μεγαλείου του. Ο Διαμαντής Πεπελάσης , ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, ο Βύρων Σάμιος . Πρωτίστως ο πλέον επιστήθιος φίλος του Σάκης Τόδουλος.   

Ο φίλοι του και γενιές αγωνιστών δεν συμβιβάζονται με τη ιδέα ο ίδιος ο Μίκης να δώσει στη Δεξιά δικαιώματα στην παρακαταθήκη του.

Η σημερινή κυβέρνηση οφείλει να τον τιμήσει για τα 95 χρόνια του.   Πολύ περισσότερο από όσο σχεδιάζει. Αλλά να το κάνει ως εκπρόσωπος της Πολιτείας.

Όχι ως φορέας μιας ιδεολογίας και μιας παράταξης που δεν συνέπεσε ποτέ με τις ιδέες και τους αγώνες -αλλά ούτε και με τη μουσική -του Θεοδωράκη.

Ο ίδιος κέρδισε, οδυνηρά πολλές φορές- το δικαίωμα να τον τιμά το ελληνικό κράτος -με κάθε κυβέρνηση. Άλλο αυτό και άλλο να τον διεκδικεί μια κυβέρνηση της Δεξιάς. Η Ιστορία δεν ξαναγράφεται.

Ο Μίκης είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή Έλληνας,  λέει ο πρόεδρος Λευτέρης.  Μας κάνει πάντα «να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα». Έχει κατακτήσει το  δικαίωμα να λέει και να κάνει ό,τι κρίνει κάθε φορά.

Αν προκύπτουν στεναχώριες  και τριβές είναι εσωτερική υπόθεση των ανθρώπων της Αριστεράς, της Δημοκρατικής Παράταξης και του  παγκόσμιου προοδευτικού κινήματος.

Ο Θεοδωράκης είναι μορφή υπερβατική. Το έργο του είναι του διαχρονικό. Η διαδρομή του σύμβολο των αγωνιζομένων. Είναι ο φάρος του καθολικού Ελληνισμού.  

Αλλά είναι πάνω από όλα ένα ποτάμι που πρέπει να παραμένει στην φυσική κοίτη του, ακριβώς για να παραμείνει ζωοποιός δύναμη.

Η Πολιτεία του οφείλει τιμές.  Αλλά σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση της ΝΔ αμέτρητοι ζώντες και νεκροί φωνάζουν: Κάτω τα χέρια από τον Μίκη.

ΥΓ:  Για όσους θα κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν γιατί πρώτος ο Μίκης δεν πρέπει να επιτρέψει να περάσει η κυβερνητική υστεροβουλία, ας πάμε 53 χρόνια πίσω.

Χωρίς βεβαίως να συγκρίνουμε μια εκλεγμένη κυβέρνηση με μια δικτατορία, αλλά μένοντας αποκλειστικά στο χώρο των ιδεών και των συμβόλων, να θυμηθούμε τι έγραφε το καλοκαίρι του  1967 στον Μπιθικώτση:

-“Γρηγόρη. Διάβασα με κατάπληξη ότι πρόκειται να τραγουδήσεις στα ‘Δειλινά’ τον ‘Ύμνο της Επαναστάσεως’. Νομίζω ότι είσαι αρκετά μεγάλος για να καταλαβαίνεις τι πρόκειται να κάνεις. Πόσες ευθύνες επωμίζεσαι και σε τι σοβαρούς κινδύνους μπαίνεις. Κάθισε σπίτι σου με αξιοπρέπεια. Μην γκρεμίζεις, με μια κλωτσιά, αυτό που χτίσαμε μαζί τόσα χρόνια…”.