Quo Vadis America?

Του Μίνωα Ράπτη

Οι περισσότερες εκλογικές διαδικασίες, έχουν πολύ συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης, αυτήν της ημέρας που κλείνουν και οι τελευταίες κάλπες. Το ίδιο δεν ισχύει για τις φετινές προεδρικές εκλογές, όπου το “σφύριγμα” της λήξης, ακολούθησε ένα θρίλερ 100 ωρών, μέχρις ότου υπάρξει επίσημη ανακήρυξη νικητή (έστω από τα ΜΜΕ).

Αυτά που ήδη γνωρίζουμε για την ιδιότυπη αυτή εκλογική διαδικασία, που έλαβε χώρα εν μέσω πανδημίας, είναι ότι έσπασε ρεκόρ συμμετοχής, με τον τελικό απόλυτο αριθμό ψήφων να ξεπερνάει κάθε άλλον τα τελευταία περίπου 100 χρόνια, η συμμετοχή των νέων ψηφοφόρων να φτάνει πιο ψηλά από κάθε άλλη φορά, και η επιστολική ψήφος, πολυδιαφημισμένη κυρίως από το Δημοκρατικό Κόμμα, να ξεπερνάει για πρώτη φορά τα 100 εκατομμύρια ψηφοδέλτια.

Δεν θα είναι μόνο αυτοί οι λόγοι όμως, που οι φετινές εκλογές θα μείνουν στην Ιστορία, αλλά και τη μνήμη μας.

Το Σάββατο 7 Νοεμβρίου, σχεδόν 4 μέρες μετά το κλείσιμο της κάλπης στις ΗΠΑ, το CNN (και τα υπόλοιπα μαζικά ειδησεογραφικά μέσα ακολούθησαν), δήλωσε πως ο Joe Biden, τέως Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, έχει εξασφαλίσει τους 270 εκλέκτορες που του είναι απαραίτητοι για να εκλεγεί Πρόεδρος, και είναι ο νέος εκλεγμένος Πρόεδρος (President Elect) της χώρας του. Η εκλογική διαδικασία είχε ήδη διαρκέσει πολύ περισσότερο απ’ ότι συνήθως, με εξαίρεση το πρόσφατο παράδειγμα του 2000, και ακολούθησε μεγάλο κύμα πανηγυρισμών, από πολιτικούς, αθλητές, καλλιτέχνες, αλλά και απλούς πολίτες.

Τα νέα ήρθαν όταν η ενσωμάτωση της καταμέτρησης ψήφου στις κρίσιμες πολιτείες Pennsylvania, Nevada, Arizona και Georgia, έφτασε τελικά σε ποσοστό όπου το αποτέλεσμα έπαψε να είναι αναστρέψιμο. Τις 2 από τις 4 πολιτείες (Pennsylvania και Georgia) φαινόταν αρχικά ότι θα κερδίσει ο Πρόεδρος Donald Trump, κάτι που όμως ανετράπη όταν ενσωματώθηκαν οι επιστολικές ψήφοι, που γενικά φέτος θεωρήθηκε ότι βοήθησαν σε δυσανάλογο βαθμό την υποψηφιότητα του Joe Biden.

Ο Πρόεδρος Trump, δεν φαίνεται να έχει αποδεχτεί το εκλογικό αποτέλεσμα. Αμέσως μετά την ανακοίνωση του CNN, έγραψε στο Twitter πως ο ίδιος έχει κερδίσει τις εκλογές και μάλιστα με διαφορά. Η νομική του ομάδα έχει ήδη καταθέσει ενστάσεις, αμφισβητώντας τα τελικά αποτελέσματα στις κρίσιμες πολιτείες (όσων προαναφέραμε, αλλά και των Michigan και Wisconsin που επίσης κατέληξαν – σχετικά πιο γρήγορα – στον Joe Biden, παρά το αρχικό προβάδισμα Trump). Το Ανώτατο Δικαστήριο της Pennsylvania φαίρεται να έχει ζητήσει από τα εκλογικά κέντρα, να διαχωρίσουν τις ψήφους που κατέφθασαν επιστολικά μετά το κλείσιμο της κάλπης (ασχετώς της ημερομηνίας και ώρας που αυτές εστάλησαν), χωρίς όμως να γνωρίζουμε ακόμα αν θα υπάρξει δικαστική απόφαση μη – προσμέτρησης αυτών των ψήφων.

Ακόμη όμως κι αν κάτι τέτοιο συμβεί, δεν είναι σίγουρο ότι οι ψήφοι που θα αφαιρεθούν από το τελικό αποτέλεσμα της πολιτείας, θα οδηγήσουν σε νίκη Trump. Αλλά ακόμη κι αν έπειτα από μια επανακαταμέτρηση, η Pennsylvania βαφτεί κόκκινη, πάλι δεν θα είναι αρκετή για να χαρίσει στον 45ο Πρόεδρο των ΗΠΑ την επανεκλογή του. Για να οδηγηθούμε σε μια τέτοια, τεράστια ανατροπή και μια εκλογική νίκη του Trump, θα πρέπει πέραν του να πάρει πίσω την Pennsylvania, να κατορθώσει αντίστοιχες δικαστικές νίκες και εκλογικές ανατροπές στη Georgia και τουλάχιστον σε ακόμη μία εκ των Wisconsin, Michigan, Nevada και Arizona.

Με άλλα λόγια, για να ανατραπεί το διαφαινόμενο εκλογικό αποτέλεσμα, ο νυν Πρόεδρος, χρειάζεται κάτι που να μοιάζει με θαύμα. Φαίνεται πλέον και ο ίδιος ολοένα και λιγότερο σίγουρος ότι θα καταφέρει να αλλάξει τις υπάρχουσες εντυπώσεις, με τους ίδιους τους Ρεπουμπλικανούς ψηφοφόρους αλλά και αιρετούς, να μη φαίνονται στην πλειοψηφία τους διατεθειμένοι να αμφισβητούν τα εκλογικά αποτελέσματα για πολύ ακόμη.

Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι δεν θα δούμε την υπόθεση των εκλογών να φτάνει μέχρι και το Ανώτατο Δικαστήριο, στο οποίο διατηρείται μια συντηρητική πλειοψηφία 6-3, με 3 από τους Ανώτατους Δικαστές να έχουν διοριστεί από τον ίδιο τον Trump. Χωρίς να προεξοφλούμε την όποια απόφαση του Δικαστηρίου, τα πράγματα δεν φαίνονται καλά ούτε εκεί για τον εν ενεργεία Πρόεδρο, αφού στις περισσότερες κρίσιμες πολιτείες, τα αποτελέσματα δεν είναι καν οριακά. Μια απόρριψη όμως των όσων ισχυρίζεται ο Πρόεδρος Trump από το Ανώτατο Δικαστήριο, θα καθιστούν όπως γνωρίζει και ο ίδιος, ιδιαιτέρως ευκολότερο για αυτόν, να αφήσει το Οβάλ Γραφείο, διατηρώντας στα μάτια των οπαδών του την εικόνα του μαχητή, και όχι του χαμένου, ζήτημα αρκετά υψηλά στη λίστα με τις προτεραιότητές του.

Οι βασικοί ισχυρισμοί της νομικής ομάδας Trump, που αμφισβητούν σε νομικό επίπεδο το εκλογικό αποτέλεσμα, είναι ότι οι εκλογικοί αντιπρόσωποι του δεν απέκτησαν πρόσβαση στη διαδικασία καταμέτρησης σε πολλά κρίσιμα εκλογικά κέντρα, καθώς και το ότι υπήρξε μια σειρά από καταγγελίες για voting irregularities σε κρίσιμες πολιτείες (πχ ότι βρέθηκαν στα σκουπίδια ολόκληρες κούτες με ψήφους που δεν προσμετρήθηκαν, ότι εξαφανίστηκαν ολόκληρες κάλπεις κλπ). Το κατά πόσον αυτοί οι ισχυρισμοί ευσταθούν, μένει να κριθεί από τους αρμόδιους, και σε κάθε περίπτωση, η εκδίκαση των ενστάσεων, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, θα βοήθησει την πληγωμένη αξιοπρέπεια της δημοκρατικής διαδικασίας, να εξυγειανθεί.

Στην αντίπερα όχθη, παρά τον αρχικό δισταγμό του στρατόπεδου Biden – Harris να αυτοανακηρυχθούν νικητές, με την ανακοίνωση του CNN και των άλλων μέσων ενημέρωσης, το δίδυμο δεν δίστασε να δώσει το παρόν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γιορτάζοντας για το πολυπόθητο αποτέλεσμα. Την επόμενη μέρα μάλιστα ακολούθησαν και οι πρώτες ομιλίες των Δημοκρατικών υποψηφίων, ως President – Elect και Vice President – Elect αντιστοίχως. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί, είναι ότι τα φώτα έκλεψε με την ομιλία της η Kamala Harris, που αν τελικά ορκιστεί Αντιπρόεδρος, θα είναι η πρώτη γυναίκα και μάλιστα η πρώτη άνθρωπος αφρικανικής – ασιατικής καταγωγής, που θα βρεθεί σε τόσο υψηλό πολιτειακό αξίωμα στις ΗΠΑ. Η κάλυψη των ΜΜΕ στην Αμερική αλλά και διεθνώς, φάνηκε να εστιάζει περισσότερο στην ενθουσιώδη και πανηγυρική ομιλία της Harris, και στα όσα αυτή συμβολίζει και σηματοδοτεί, παρά στην σαφώς πιο ήπιων τόνων ομιλία Biden, που λειτούργησε και ως μια έκκληση για ενότητα στον Αμερικανικό λαό.

Στα εσωτερικά των δύο κομμάτων, σε ετοιμότητα φαίνεται να βρίσκονται οι διάφορες εσωκομματικές τάσεις και των δύο πλευρών. Το τμήμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που στηρίζει τον Πρόεδρο Trump σε όλες του τις αποφάσεις, δεν μοιάζει καθόλου ντροπαλό στο να εκφράσει την οργή του με τους πιο μετριοπαθείς ρεπουμπλικανούς που διατηρούν τη σιωπή τους σε αυτήν την κατάσταση, η οποία θεωρούν ότι αδικεί την προσπάθεια του ίδιου του Κόμματος. Διατηρούν αποστάσεις από το περιβάλλον Trump, ακόμη και αξιωματούχοι του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που μέχρι τις εκλογές τον υποστήριζαν σθεναρά δημοσίως, γεγονός που αποδεικνύει ότι η εξουσία της προεδρείας λειτουργεί και ως συγκολλητική ουσία ανάμεσα σε προϋπάρχοντα ιδεολογικά ή και συμφεροντολογικά χάσματα.

Ο 45ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, δεν έχει στο πλευρό του για τη μάχη που δίνει, ούτε τον προκάτοχο από το Κόμμα του στην προεδρεία, George Bush Jr. αλλά ούτε και τον προηγούμενο υποψήφιο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την προεδρεία Mitt Romney, ο οποίος παραδέχθηκε και δημοσίως ότι ψήφισε μεν, αλλά όχι τον Donald Trump, του οποίου τη διαδικασία παραπομπής και καθαίρεσης είχε υπερψηφίσει στις αρχές της χρονιάς (ο μόνος Ρεπουμπλικανός Γερουσιαστής που ψήφισε “εκτός γραμμής”).  Όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι ο Trump, συγκέντρωσε πάνω από 70 εκατομμύρια ψήφους, περισσότερες δηλαδή από ότι είχε λάβει το 2016, και περισσότερες από οποιονδήποτε άλλον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο για την προεδρεία στην Ιστορία των ΗΠΑ. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο απερχόμενος όπως φαίνεται Πρόεδρος, έλαβε το μεγαλύτερο ποσοστό μη-λευκής ψήφου που έχει λάβει Ρεπουμπλικανός υποψήφιος από τη δεκαετία του ΄60, αυξάνοντας τα ποσοστά του σε όλες τις φυλετικές ομάδες εκτός αυτής των λευκών ανδρών, καθιστά πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί το αφήγημα ότι υπήρξε καθολική απόρριψη των πολιτικών Trump, ότι έμεινε στην κοινή συνείδηση ως ένας απλός ρατσιστής, ή ότι απέτυχε παντελώς σαν Πρόεδρος.

Από την άλλη, η πιο προοδευτική – ριζοσπαστική πτέρυγα του Δημοκρατικού Κόμματος, θεωρεί σε μεγάλο βαθμό ότι έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη νίκη του Joe Biden, καθώς ο κύριος εκπρόσωπος αυτού του ιδεολογικού ρεύματος, ο Γερουσιαστής Bernie Sanders, δούλεψε σκληρά για τη συσπείρωση της βάσης του κόμματος, αλλά και των ανεξάρτητων προοδευτικών πολιτών που κινούνται πολιτικά εκτός κόμματος. Αυτήν την καθοριστικής σημασίας στήριξη φαίνεται τώρα να θέλουν να εξαργυρώσουν με τη συμμετοχή προσώπων αυτής της “συνιστώσας” σε καίριες κυβερνητικές θέσεις, ενώ ισχυρή “εκπροσώπηση” στη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος, αναμένεται να έχουν και πρόσωπα του ευρύτερου περιβάλλοντος Obama, ο οποίος επίσης στήριξε ιδιαίτερα την εκστρατεία Biden – Harris προεκλογικά.

Δεν φαίνεται να αποσύρεται φυσικά ούτε η πιο παλιακή, κεντρώα μερίδα εντός του κόμματος: η Hillary Clinton κάθε άλλο παρά αμέτοχη δε φαίνεται να επιθυμεί να είναι, ειδικά σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της νέας εξωτερικής πολιτικής που θα ακολουθήσει η Διοίκηση Biden. Είναι γνωστό ότι και λόγω της θητείας της στο Υπουργείο Εξωτερικών αλλά και τη διεθνή παρουσία του Ιδρύματος Clinton, η πρώην Πρώτη Κυρία έχει πολύ συγκεκριμένη “ματιά” αναφορικά με τον παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ, ένα δόγμα που εστιάζει στη (νεο)φιλελεύθερη σχολή των διεθνών σχέσεων, και προβλέπει έντονη παρουσία της χώρας στη διεθνή διπλωματική και στρατιωτική σκηνή, και σαφώς μεγαλύτερο παρεμβατισμό. Ήδη οι δηλώσεις από το επιτελείο Biden ότι θα δεχθεί συμβουλές αναφορικά με την εξωτερική πολιτική από τον πρώην Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης Bush Jr, το “γεράκι” του πολέμου Dick Cheney, αλλά και η δέσμευση του ίδιου του Biden, ότι οι ΗΠΑ θα ηγηθούν ξανά παγκόσμιως είναι ενδεικτικές.

Ο Joe Biden, αν όντως ορκιστεί στις 20 Ιανουαρίου 2021, θα είναι ο γηραιότερος νεοεκλεχθείς Πρόεδρος των ΗΠΑ, ξεπερνώντας το αντίστοιχο ρεκόρ του προκατόχου του, Donald Trump. Παρά το μεγάλο της ηλίκιας του, που αρκετές φορές προεκλογικά στάθηκε βραχνάς για την καμπάνια των Δημοκρατικών, κατάφερε να συγκεντρώσει περί των 75 εκατομμύρια ψήφων, περισσότερο από κάθε άλλο Πρόεδρο ή υποψήφιο Πρόεδρο στο παρελθόν. Επιβεβαιώνεται ουσιαστικά, ότι η μεγάλη και ουσιώδης συσπείρωση δεν απαιτεί απαραίτητα έναν χαρισματικό ηγέτη, αλλά τη σύγκλιση σημαντικών πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δυνάμεων, που με αποφασιστικό τρόπο κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση.

Το εκλογικό θρίλερ όμως δεν εξαντλείται φέτος στις προεδρικές εκλογές: μάθαμε νωρίς το βράδυ των εκλογών, ότι οι Δημοκρατικοί θα διατηρήσουν τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων, παρά το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικάνοι κατάφεραν να μειώσουν τη διαφορά ισχύος μεταξύ των δύο κομμάτων, ενώ μάλιστα η Nancy Pelosi, φαίνεται ότι εκτός σημαντικού απροόπτου, θα επανεκλεγεί ως Πρόεδρος της Βουλής.

Η εικόνα όμως, δεν είναι ίδια και στη Γερουσία, όπου οι Ρεπουμπλικάνοι δίνουν μάχη για να διατηρήσουν την πλειοψηφία τους. Αυτή τη στιγμή, έχουν κατοχυρώσει τις 48 από τις 100 έδρες, με τους Δημοκρατικούς να κρατάνε τις 46, ενώ υπάρχουν και 2 ανεξάρτητοι Γερουσιαστές. Φαίνεται με βάση τα τωρινά ποσοστά ενσωμάτωσης, ότι άλλες 2 έδρες σε Alaska και North Carolina θα μείνουν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, φτάνοντας την ισορροπία δυνάμεων στο 50-46-2. Τότε, θα απομένει για τις τελευταίες 2 έδρες, να λάβει χώρα και η ειδική εκλογή στην πολιτεία της Georgia, που θα καθορίσει εάν το Ρεπουμπλικανικο Κόμμα θα έχει στη φαρέτρα του ένα ισχυρό όπλο απέναντι στην προεδρεία Biden (μαζί με τη συντηρητική πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο), καθώς η Γερουσία διαδραματίζει μείζονα ρόλο σε διαδικασίες όπως ο ορισμός του Υπουργικού Συμβουλίου ή των Ανώτατων Δικαστών, την ομοσπονδιακή νομοθεσία αλλά και την άσκηση ελέγχου στην εκτελεστική λειτουργία, ή αν θα καταλήξει απλώς να “παίζει άμυνα”, ελέγχοντας ακριβώς το μισό νομοθετικό σώμα της Γερουσίας, κάνοντας εφικτό στον Δημοκρατικό Λευκό Οίκο και τη Δημοκρατική Βουλή, να περνούν νομοθετήματα και ψηφίσματα της ατζέντας τους.

Το μόνο σίγουρο σε ένα περιβάλλον αστάθειας, φαίνεται να είναι η ίδια η αβεβαιότητα, και το ότι η μετάβαση στη νέα πολιτική περίοδο στις ΗΠΑ και τον κόσμο, δε θα κυλήσει ομαλά και αβίαστα, και η σύγκρουση του εν ενεργεία Προέδρου, όχι μόνο με τον ανακηρυγμένο νικητή, αλλά και με τη διαδικασία μετάβασης της εξουσίας αυτή καθ’ αυτή φαντάζει προδεδικασμένη. Και η τελευταία επιλογή του να αντικαταστήσει τον Υπουργό Άμυνας, μόνο τυχαία δε μπορεί να θεωρηθεί, 2μιση μήνες πριν την ορκωμοσία του (νέου;) Προέδρου.