Quo vadis, Domine?

Του Γ. Λακόπουλου

Με οργισμένες  ηρωικές αναφορές στη Δημοκρατία, η ελληνική πλευρά ανακοίνωσε την – προσωρινή – αποχώρησή της από τις διαπραγματεύσεις των Βρυξελλών.

<Μας ζητούν να περικόψουμε συντάξεις και αυτό δεν θα γίνει ποτέ> , είναι η εξήγηση που δίνει η κυβέρνηση.

Πολύ ωραία τοποθέτηση. Αλλά όταν μιλάμε για συντάξεις περισσότερο από το αν τις κόβεις ή όχι , έχει σημασία αν μπορείς να τις πληρώσεις ή όχι.
Εδώ βρίσκεται το προβλημα . Αλλά η κυβέρνηση αδυνατεί να το κατανοήσει από την αρχή της θητείας της.

Συντάξεις και Δημοκρατία.

Όταν ανέλαβε προσπάθησε να επιβάλει στους συνομιλητές της την ιδέα ότι οφείλουν να χρηματοδοτήσουν το προεκλογικό της πρόγραμμα στο όνομα της ….Δημοκρατίας! Τώρα προτάσσει ότι είναι αποφασισμένη να υπερασπιστεί το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα προσφεύγοντας πάλι στη Δημοκρατία.

Σαν τον Φάντη με το ρετσινόλαδο. Αυτό που δεν λέει ότι δεν έχει τους απαιτούμενους πόρους .

<Δεν γίνεται να πληρώνουμε εμείς τις συντάξεις σας> , φέρεται να είπε πρόσφατα ο Ρέντσι στον Αλέξη Τσίπρα- υποδηλώνοντας την απομάκρυνσή του από τον κύκλο των υποστηρικτών της χώρας.

<Τα λεφτά που σας δανείσαμε τα στερήσαμε από τους συνταξιούχους μας> του πέταξε προ καιρού ο Ραχόι– που δεν ήταν έτσι κι αλλιώς υποστηρικτής μας. Το κακό είναι ότι και οι δυο έχουν δίκιο. Χωρίς λεφτά δεν μπορείς να λες : θα περάσει από το πτώμα μου νέα περικοπή των συντάξεων.

Προφανώς και η ελληνική κυβέρνηση έχει το δικό της δίκιο όταν λέει ότι δεν μπορεί να βάλει νέους φόρους και να προχωρήσει σε νέες περικοπές. Αλλά από τη στιγμή που χρειάζεται να λεφτά των άλλων , όχι μόνο για τις συντάξεις , αλλά και για να αποφύγει τη χρεωκοπία δείχνει παράλογο να θεωρεί ότι θα τα πάρει χωρίς όρους.

Στην πραγματικότητα αυτό που δεν θέλει να ομολογήσει είναι πόσο μακριά από την πραγματικότητα ήταν όταν υποσχόταν προεκλογικά λύσεις που δεν θα μπορούσε ποτέ να βρει. Το πάθημα του Παπανδρέου δεν την έγινε μάθημα.

Η εμπειρία δείχνει ότι ο παραλογισμός δεν έλλειψε εξ αρχής από την κυβερνητική ρητορική. Τον ξεκίνησε ο απίστευτος Βαρουφάκης που συνεχίζει απερίσκεπτα να τον τροφοδοτεί με θεωρίες κατά τις οποίες η Ευρωζώνη θα ζημιωθεί κατά ένα τρις ευρώ από την ενδεχόμενη έξοδο της Ελλάδας. Άρα θα προτιμήσουν να –μας- πληρώσουν λιγότερα για να την αποφύγουν.

Το συνεχίζουν οι εργολαβίστικες απόψεις του Φλαμπουράρη και οι αλογόμυγες της  <Αριστερής πλατφόρμας>.  Αέρας κοπανιστός . Κανείς στην Ευρώπη  δεν σκοτίζεται  αν η Ραχηλ Μακρή  θέλει αν χρησιμοποιήσει την ψήφο της στη Βουλή  για προσάναμα.

Αντέχει Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης;

Στοιχεία παράλογου έχει και η ελληνική φιλολογία περί Δημοκρατίας με την έννοια ότι οι αποφάσεις του ελληνικού λαού -έτσι όπως τις εκπροσωπεί και τις ερμηνεύει κυβέρνηση που εξέλεξε – πρέπει να γίνουν σεβαστές από τις άλλες κυβερνήσεις. Μόνο που η Δημοκρατία ισχύει και στις δικές τους χώρες. Και δεν είναι πολύ δημοκρατικό αλλά ούτε και πολύ σοφό να εμφανιστούν στα Κοινοβούλια και την κοινή γνώμη τους ζητώντας έγκριση για νέα δάνεια χωρίς όρους προς την Ελλάδα.

Ούτε να χαρίσουν στους Έλληνες ένα μέρος τους όπως προκύπτει από την επιστροφή της θεωρίας για κούρεμα.

Ειδικά σε μια περίοδο που η < ελληνική περίπτωση>  έχει κουράσει τους πάντες στην Ευρώπη.   Και έχει δίκιο ο – ανθέλληνας – Γκάμπριελ όταν λεει οτι η διαπραγματευτική τακτική της χώρας είναι πλεον αστεία.

Μπορεί στην Ελλάδα κάποιοι αφελείς-  και κάποιοι τυχάρπαστοι -να πλασάρουν με στόμφο ότι < δεν θα μας επιβάλουν αυτοί πολιτική>, αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ακούγεται ολο και πιο ηχηρά < να τελειώνουμε με την Ελλάδα>.

Αυτό μας φέρνει στην ουσία αυτής της  διαπραγμάτευσης- όπως ήταν από την αρχή. Αντέχει Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης, ή και Ευρωπαϊκή ένωσης; Αντέχει χωρίς να κοινοτικά δάνεια, τα κοινοτικά κονδύλια, την κοινοτική πολιτική υποστήριξη; Αν υπάρχουν κάποιοι στην κυβέρνηση που το πιστεύουν, η πολύ περισσότερο επιδιώξουν, είναι για δέσιμο.

Η αυτονόητη λογική απάντηση σ αυτό ερώτημα δείχνει και το μόνο δρόμο οπή έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση – κάθε ελληνική κυβέρνηση. Είναι σκληρός και δύσκολος, αλλά ο άλλος είναι ακαριαία θανατηφόρος. Και ας διοχετεύουν διάφοροι ανεγκέφαλοι σε αναλυτές ξένων εφημερίδων ότι τη έξοδος από το Ευρώ΄ συμφέρει την Ελλάδα και …. καταστρέφει την Μέρκελ και τον Ολάντ- τι άλλο θα ακούσουμε. Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς γιατί αβαντάρει αυτές τις θεωρίες ο βρετανικός τύπος.

Εχθροί και φίλοι.

Η κυβέρνηση – μεταξύ μας ποια κυβέρνηση, αυτή με τις πέντε γραμμές; – και για να ακριβολογούμε ο Αλέξης Τσίπρας ως φορέας της λαϊκής εντολής έχει μόνο μια διέξοδο, έτσι οπως τα κατάφεραν οι βαρουφάκηδές του: να εξαντλήσει ο ίδιος κάθε όριο διαπραγμάτευσης, για να εξασφαλίσει την καλύτερη δυνατή στήριξη από τους εταίρους, έχοντας υπόψη του ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς όρους.

Αν θέλει να εξομοιώνεται με τον Καμένο , μπορεί να το κάνει, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου αριστερό.

Να συνειδητοποιήσει ότι η αποστολή της κυβέρνησής του δεν είναι να εφαρμόσει το προεκλογικό της πρόγραμμα και άλλες σαπουνόφουσκες, αλλά να καταστρώσει σχέδιο εξόδου της χώρας από τη κρίση. Αυτά δεν ταυτίζονται γιατι απλούστατα η  έξοδος δεν μπορεί να γίνει με παροχές .

Θα χρειαστούν νέες θυσίες και η δουλειά της κυβέρνησής του – ως αριστερής κυβέρνησης – είναι να τις κατανείμει στον πληθυσμό δίκαιο τρόπο.
Η σωτηρία κατ’ αρχήν και η έξοδος από την κρίση στη συνέχεια, δεν αρχίζουν και τελειώνουν στα παζάρια για την τρέχουσα δημοσιονομική πολιτική και την αξίωση για διευθέτηση του χρέους . Ακομη και αν γίνουν αυτά πάλι το ελληνικό προβλημα θα υφίσταται.

Προκύπτουν με αλλαγές, μεταρρυθμίσεις και ανάπτυξη και αυτό δεν μπορει να συμβεί χωρις  μεγάλες ξένες επενδύσεις. Δεν αρκούν τα δάνεια και τα κοινοτικά κονδυλια.

Αυτό δεν φαίνεται κάτι να απασχολεί ορισμένους υπουργούς, όταν δεν κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να μην υπάρξει

Ας μην κοβόμαστε λοιπόν πισω από μεγάλα λόγια και νευρικές αντιδράσεις που κάνουν χειρότερη την κατάσταση. Ο μεγαλύτερος αντίπαλος της κυβέρνησης είναι ο εαυτός της. Και ο μεγαλύτερος σύμμαχος της Ελλάδας είναι η Ευρώπη.

Αν δεν το αντιλαμβάνονται αυτό στο μέγαρο Μαξίμου τότε δεν ξέρουν που πάνε και που θα βρεθούν.
Αν υπάρχει υπάρχει ένα ερώτημα που θα ήθελε να κάνει  κάθε Πέτρος – και  κάθε πέτρα- της χώρας προς τον Πρωθυπουργό είναι : Quo vadis, Domine?