Οι συντάξεις και η εθνική “κόκκινη γραμμή”

Του Ν. Λακόπουλου

Νίκος Οι πρώτοι που πήραν συντάξεις στο νεοελληνικό κράτος ήταν οι αγωνιστές του ’21. Όσοι δεν καρατομήθηκαν το 1834. Τότε που, από τους πέντε χιλιάδες αγωνιστές που περιφέρονταν πεινασμένοι, πολλοί «άτακτοι» εξεγέρθηκαν στο Ναύπλιο. Πολλοί αγωνιστές, όταν τους ζήτησαν να παραδώσουν τα όπλα, τα ’σπασαν. Κι άλλοι εκτελέστηκαν στις δύο καρμανιόλες που έστησε ο Όθωνας στο Ναύπλιο και στο Μεσολόγγι.

Από τους τότε αγωνιστές πολλοί ξαναπήραν τα βουνά ως ληστές. Κι άλλοι πήραν συντάξεις ή έστω μια… άδεια επαιτείας, όπως ο περίφημος Νικηταράς ο Τουρκοφάγος. Τα παιδιά του Κολοκοτρώνη -στρατηγού πλέον και βασιλόφρονος- και του Μιαούλη έγιναν πρωθυπουργοί.

Ένα μέρος από τα πρώτα δάνεια του νέου κράτους, που έπρεπε να θρέψει μια τεράστια αυλή και τέσσερις χιλιάδες Βαυαρούς στρατιώτες, πήγαν σε τέτοιες συντάξεις και άλλες παροχές, όταν θεμελιώθηκε η έννοια του «ημετέρου». Και της σύνταξης. Της τιμητικής, της αγωνιστικής, της πρόωρης.

Η συνέλευση της Τροιζήνας είχε μεριμνήσει το 1827 για τις χήρες και τα ορφανά των αγωνιστών. Ο κόμης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης που ανέστειλε το Σύνταγμα και κυβερνούσε με μια γραμματεία, χωρίς βουλή κι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες, έβαλε τα αδέλφια του στις θέσεις των αρχιναυάρχου και αρχιστρατήγου.

Ο Μακρυγιάννης λέει πως στο σπίτι του Πετρόμπεγη «ψωμί δεν είχανε να φάνε. Σιχάθηκα τέτοια λευτεριά. Αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Κυβερνήτη και να πεθάνουν». Πιθανόν η εθνική μας ιστορία να ήταν διαφορετική αν ο δικτάτορας Κυβερνήτης, αντί για φυλακές, έδινε στους Μαυρομιχαλαίους μια καλή σύνταξη.

Οι συντάξεις και το κράτος συνδέθηκαν εξ αρχής με την ευνοιοκρατία και τον νεποτισμό πολύ πριν πάρει σάρκα και υπόσταση το «βασίλειο» με ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο -χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας- στο Λονδίνο. Εκεί δεν αποφασίστηκε η εθνική ανεξαρτησία, αλλά το ότι… δεν θα ξαναγίνει επανάσταση στην Ελλάδα.

Ο κρατικός κορβανάς και οι συντάξεις ήταν -μαζί με τις καρμανιόλες- τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Φυλακές για τους αντιπάλους, συντάξεις κι άλλες παροχές στους «ημετέρους». Οι πραγματικοί αγωνιστές, αν δεν είχαν πεθάνει στη διάρκεια της Επανάστασης, όπως ο Ανδρούτσος και ο Καραϊσκάκης, έπρεπε να εξαφανιστούν.

Ο Κολοκοτρώνης γλίτωσε τον θάνατο, αλλά έπρεπε να αποδεχθεί τον Άρμανσπεργκ, τον καταφορτωμένο με παράσημα (καρατζιόνες, όπως λέει ο «βαρώνος» της Αυστρίας Κωνσταντίνος Μπέλιος, από το Λινοτόπι στο «Ημερολόγιό» του). Ο σερ Ρίτσαρντ Τσορτς, ο Ιρλανδός κουακέρος που εμφανίστηκε στην Ελλάδα λίγο πριν από τη δολοφονία του Καραϊσκάκη, θα γίνει γερουσιαστής της ανεξάρτητης ελληνικής πολιτείας.

Το 1861 ψηφίζεται ο νόμος «Περί συντάξεως των πολιτικών υπαλλήλων», που καθιερώνει και το δικαίωμα αναπηρικής σύνταξης. Όπως θα αποδειχθεί τα επόμενα εκατό χρόνια, τη σύνταξη αυτή που δεν χρειάζεται να γεράσεις να την πάρεις, την παίρνουν συχνά και υγιείς, τυφλοί οδηγοί ταξί και άλλες κατηγορίες «ημετέρων». Η κυβέρνηση μπορεί πλέον να εξαγοράζει διά νόμου διάφορες κατηγορίες πολιτών με διορισμούς και συντάξεις. «Αλλά εάν από έτους εις έτος προβαίνομεν εις απονομήν συντάξεων μετά τοιαύτης καλπαζούσης ταχύτητος, πού θα ευρεθεί το Κράτος ύστερα από ολίγα έτη και πόθεν θα πληρώνονται οι συνταξιούχοι;», αναρωτιέται μια εφημερίδα στις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι νέοι πόλεμοι φέρνουν νέους αγωνιστές, νέους αναπήρους και νέους «ημετέρους». Το 1926 ο βουλευτής Ευταξίας, ο μέντορας του εθνάρχη Καραμανλή και πρωθυπουργός του δικτάτορα Πάγκαλου, λέει πως το σύστημα δεν θα αντέξει. «Σήμερον κατήντησε να λαμβάνουσιν σύνταξιν όλοι σχεδόν οι Έλληνες. Εάν το 1922 επληρώνομεν συντάξεις 22 εκατομμυρίων, σήμερον πληρώνομεν 500, με κίνδυνον να φθάσωμεν τα 700 εάν παραταθή αυτή η κατάστασις».

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι ο πρώτος που επιχείρησε να ενοποιήσει τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά βρήκε απέναντί του τα συνδικάτα. Τα ταμεία θα φτάσουν τα διακόσια πενήντα, με ειδικό καθεστώς το καθένα για τα μέλη του. Τα κόμματα πεθαίνουν. Όπως και οι ηγέτες τους,  που πεθαίνουν πολύ συχνά στην εξορία. Τα συνδικάτα όχι. Δεν πεθαίνουν. Και δεν έχει σημασία αν είναι «αριστερά» ή «δεξιά». Πάνω από όλα, τα συνδικάτα είναι συντεχνίες που βάζουν την τάξη πάνω από το «έθνος».

Ήδη από το 1909, όταν ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος και η Επανάσταση θα φέρουν τον Βενιζέλο για να σώσει το καθεστώς, είναι εθνικό μυστικό ότι πολλοί από όσους έπαιρναν συντάξεις τιμητικές-αναπηρικές δεν ήταν δα και όλοι ανάπηροι. Ήταν φίλοι της κυβέρνησης, που θα ’χαναν τη θέση τους όταν ανέβαινε η επόμενη κυβέρνηση των “άλλων”.

Η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ένα μέτρο «δημοκρατικό» που πήρε ο Βενιζέλος, είναι μια αγχόνη στο λαιμό του λαού, όταν το έθνος ταυτίζεται με το κράτος κι αυτό με το κυβερνητικό κόμμα. Αυτή είναι μια από τις βασικές αιτίες της εκάστοτε χρεοκοπίας.

Πρόκειται για μια ενιαία χρεοκοπία που απλώς αναστέλλεται με νέα δάνεια σε ένα κράτος που γεννήθηκε χρεωμένο. Αποτελεί παράδοξο και ίσως παγκόσμια καινοτομία, αλλά ο βασικός βραχίονας του ελληνικού κράτους, ο ελληνικός στρατός -με υπέρογκες δαπάνες- συγκροτήθηκε αφού ο πόλεμος είχε τελειώσει! Όσοι υπηρετήσαμε στα… σύνορα περιμένοντας έναν εχθρό που ποτέ δεν ήλθε, αλλά και όσοι υπηρέτησαν στα στρατόπεδα που παραδόξως αυτή η χώρα είχε στο εσωτερικό της, ξέρουν πως ο ένδοξος ελληνικός στρατός που απορροφά το μεγαλύτερο μέρος δαπανών του κρατικού Προϋπολογισμού δεν χρειάστηκε να δώσει -ευτυχώς- καμιά μάχη. Είχε αποστολή να φυλάει το εσωτερικό της χώρας.

Η αίσθηση της απειλής, αρχικά από Βορρά κι σήμερα «εξ ανατολών», μπορεί να δικαιολογεί τα υπέρογκα εξοπλιστικά προγράμματα -και τις μίζες!- που βαρύνουν τον Προϋπολογισμό και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το ελληνικό χρέος.

Ο ελληνικός στρατός μετά τον Εμφύλιο στελεχώνεται αρχικά μόνον από «εθνικόφρονες». Οι κομμουνιστές και συνοδοιπόροι βρίσκονται στις φυλακές και στην εξορία και δεν έχουν δικαίωμα να μπουν στο Δημόσιο. Τις συντάξεις που δικαιούνται στην Ελλάδα οι εκάστοτε «αγωνιστές» θα τις πάρουν συνεργάτες των Γερμανών. Ένας από αυτούς, ο «Φον Γιοσμάς» -από το Ξενοφών- που συμμετείχε στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963, ήταν ένας από τους δωσίλογους που ως πρόεδρος του «Συνδέσμου Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος», με έμβλημα τον… γερμανικό σιδηρού σταυρό, έδινε δάνεια – μια μορφή εφάπαξ συνταξιοδότησης.

Ένα μεγάλο μέρος από τα δάνεια, το νεοελληνικό κράτος το δαπάνησε για τις ίδιες τις ανάγκες του με τη μορφή μισθών, δανείων και συντάξεων. Το 1835 η Ελλάδα χρωστούσε υπερτριπλάσια χρήματα από όσα είχε πάρει από το 1824 για να σιτίσει όσους πήραν μέρος στους εμφύλιους πολέμους στη διάρκεια της Επανάστασης. Ή όσους στελέχωσαν -μαζί με τον βαυαρικό στρατό και την Αυλή του Όθωνα- το «Δημόσιο».

Οι «Τρεις Αγχόνες», οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις,  υποχρέωσαν το νεογέννητο κράτος να δανεισθεί για να συντηρήσει τον στρατό του Όθωνα. Κι όταν το 1843 -με την Επανάσταση- ζήτησαν τα χρήματά τους, ο Όθωνας έκανε ό,τι ακριβώς έκαναν και οι τελευταίες ελληνικές κυβερνήσεις. Μείωσε τους μισθούς, απέλυσε υπαλλήλους και σταμάτησε τα έργα.

Από την εποχή της δικτατορίας Μεταξά το Κράτος-Δημόσιο ταυτίζεται με τον «εθνικόφρονα» που αμείβεται για τις υπηρεσίες του. Το κράτος δαπανά πολλά χρήματα από την αμερικανική βοήθεια και νέα δάνεια για να συντηρήσει -με μισθούς, συντάξεις, δάνεια και άλλα βοηθήματα- ένα «στρατό» από παρακρατικούς, ασφαλίτες, φίλους της κυβέρνησης, που πληρώνονται για να χύσουν το «προδοτικό αίμα των κομμουνιστών». Ο λαός υποχρεώνεται να πληρώσει ο ίδιος το σχοινί με το οποίο θα τον κρεμάσουν.

Η εποχή της χούντας είναι ο θρίαμβος των «αναπήρων», που μαζί με περιπτεράδες και οδηγούς ταξί έχουν αναλάβει να απορροφήσουν τα κοινοτικά κονδύλια με «εθνικά» κριτήρια. Η κυβέρνηση Καραμανλή το 1979 με ένα προεδρικό διάταγμα θα ανανεώσει τη σχέση της με το βαθύ κράτος, όταν θεμελιώνει σύνταξη στις χήρες, αλλά και στις άγαμες κόρες και αδελφές των στρατιωτικών. (Δικαίωμα στρατιωτικής σύνταξης έχουν ακόμα και οι μάγειροι του στρατού, αλλά και οι άγαμες κόρες μετά τα δεκαοχτώ -ισόβια- αν αποδείξουν αναπηρία 50%).

Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία είναι η εποχή των συντάξεων των αγωνιστών της «Εθνικής Αντίστασης». Η πράξη αυτή δικαίωσης και αναγνώρισης είναι τόσο σημαντική για τη δημοκρατία, που κανένας δεν παρατηρεί πως ακόμα και σήμερα -εβδομήντα χρόνια μετά τον πόλεμο- το ελληνικό κράτος πληρώνει συντάξεις σε πρόσωπα που ίσως δεν είχαν γεννηθεί τότε. Το μεγάλο μέρος των δανείων και των ευρωπαϊκών «πακέτων» δεν θα επενδυθεί για την ανάπτυξη της οικονομίας. Θα επενδυθεί για τους ανεξήγητους θριάμβους του κόμματος στις εκλογές.
Ο Μαυρογιαλούρος του ελληνικού κινηματογράφου δεν ήταν δεξιός. Ήταν αριστερός. Η ταύτιση συνδικαλιστών με το κράτος κόστισε στο δημόσιο ταμείο πολλά δις, αλλά βοήθησε στην «κοινωνική συνοχή», την ειρήνη και τη δημοκρατία. Κανένας δεν θυμάται πια τα αντι-ιμπεριαλιστικά συνθήματα του ΠΑΣΟΚ. Ξεχάστηκαν με τα πρώτα πακέτα Ντελόρ.  Όπως πολλοί είχαν ξεχάσει μετά τον Εμφύλιο, όταν ήρθε η αμερικάνικη βοήθεια, για ποιο λόγο ακριβώς έγινε ο Εμφύλιος, η Αντίσταση ή η Επανάσταση του ’21.

Έχουνε περάσει πολλά χρόνια από τότε που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης περιέγραφε στους «Χαλασοχώρηδες» πώς τα κόμματα του προπερασμένου αιώνα εξαγόραζαν ψήφους με τσαρούχια και γεύματα και λίγες δραχμές. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπόσχεται στον καθένα χωριστά, αλλά σε όλους.

Η μάχη που δίνει για να μην καταργηθούν οι πρόωρες συντάξεις είναι εθνική. Και στο βάθος της εθνικής ανεξαρτησίας, ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ, όπως λέει κι ο Γιάνης -με ένα ν- μας περιμένει. Το Σχέδιο Μέρκελ. Με τη βεβαιότητα πως φταίνε για όλα οι «ξένοι» δανειστές και τοκογλύφοι αλλά εταίροι.
Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την εθνική ελληνική στρατηγική. Έχουν καταλάβει όλοι, όμως, πως οι συντάξεις είναι «κόκκινη γραμμή». Δεν έχουμε αντίρρηση να δώσουμε ένα νησί ως βάση στους πρώην «φονιάδες των λαών» αλλά συμμάχους μας Αμερικάνους. Δεν μας ενοχλεί η συμμαχία με τους ιμπεριαλιστές, που πρόδωσαν την Κύπρο. Άλλωστε κανένας δεν θυμάται πια πού βρίσκεται η Κύπρος. Θα τα δώσουμε όλα, πατριώτες, στον αγώνα αυτόν. Λιμάνια, αεροδρόμια, τα πάντα. Αρκεί να μην μας πειράξουν τις συντάξεις.

Αυτή είναι η νέα εθνική γραμμή. Η «κόκκινη γραμμή»: Οι πρόωρες συντάξεις!