«Καλά να πάθουμε αφού δεν τους κατακτήσαμε!»

Του Σπύρου Δανέλλη

Μάλλον είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Τα λάθη μας συνεχή! Είχαμε την απρονοησία να αφήσουμε να περάσουν 27 χρόνια, χωρίς να κατακτήσουμε διά των όπλων την ΠΓΔΜ και να ξεμπερδέψουμε έτσι μια και καλή. Νωρίτερα, η χούντα αρκέστηκε στην απαγόρευση της ομιλίας της σλαβομακεδονικής γλώσσας και των «χάλκινων» της Γουμένισσας, αντί να προχωρήσει σε μια… εθνοκάθαρση των «ντόπιων» σλαβόφωνων. Αφού ολόκληρη η Μακεδονία στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου μάς ανήκε και αφού ακόμη και σήμερα «είναι μόνο μία και ελληνική», πώς είναι δυνατόν να βρισκόμαστε σήμερα στη δυσάρεστη θέση να λάβουμε υπόψη –άκουσον, άκουσον!– τις ανάγκες και τα δικαιώματα των γειτόνων μας;

Ας σοβαρευτούμε όμως τώρα. Είναι φως φανάρι πως κάτι τρέχει με την εθνική μας αυτοπεποίθηση. Είναι αλήθεια επίσης πως σήμερα το μεγαλύτερο ποσοστό των Ελλήνων Μακεδόνων, όντας Μικρασιάτες, Θρακιώτες και Πόντιοι μετρούν μόλις 96 χρόνια εγκατάστασης στο ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας, ενώ οι Σλάβοι γείτονές μας μετρούν κοντά 1.400 χρόνια στο δικό τους. Βέβαια, είναι εύκολα εξηγήσιμες κι ακόμη ευκολότερα χειραγωγήσιμες οι ευαισθησίες όλων όσοι έχουμε μεγαλώσει με τις τραγικές μνήμες της προσφυγιάς και των χαμένων πατρίδων.

Κάπως έτσι όμως βρίσκουμε απίστευτα προκλητική την ευχή του Ζόραν Ζάεφ περί διδασκαλίας της «μακεδονικής» γλώσσας στα ελληνικά σχολεία, ενώ θεωρούμε φυσικό να διδάσκεται η ελληνική γλώσσα στα δικά τους, για τους Ελληνες απόγονους του Δημοκρατικού Στρατού που πέρασαν τα σύνορα ηττημένοι το 1949. Επιπροσθέτως, παραβλέπουμε πως η αναφορά του στους «Μακεδόνες του Αιγαίου» ανασκευάστηκε πάραυτα, μετά την παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα, που είναι και ο κατ’ εξοχήν εγγυητής της συμφωνίας.

Σε τελική ανάλυση, όμως, το ζήτημα έγκειται στο πώς θες να δεις το Μακεδονικό στην εξέλιξή του, τη Συμφωνία των Πρεσπών ή τη θέση σου στον κόσμο: με αυτοπεποίθηση και ρεαλισμό ή φοβικά. Και δεν είναι λίγοι οι Ελληνες που δεν επέτρεψαν στον εαυτό τους να δει τον κόσμο μέσα από το πρίσμα του αμυντισμού και της ηττοπάθειας. Οπως μας θύμισε μόλις προχθές ο έγκριτος Πάσχος Μανδραβέλης στην «Καθημερινή», ο Παύλος Μελάς, ο θρυλικός αξιωματικός του Μακεδονικού Αγώνα, στις επιστολές του στη γυναίκα του Ναταλία το 1904 ονόμαζε «μακεδονικά» τη γλώσσα των ντόπιων της δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας. Τα ίδια έγραφε δεκαπέντε χρόνια αργότερα και ο αντικομμουνιστής Στράτης Μυριβήλης, όταν περιέγραφε στο καλύτερο ίσως μυθιστόρημα της ελληνικής γλώσσας, τη «Ζωή εν τάφω», τους ντόπιους Σλαβομακεδόνες. Ελεγε λοιπόν, υπηρετώντας στο μακεδονικό μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πως «…αυτοί εδώ οι χωριάτες, δε θέλουν νάναι μήτε ‘‘Μπουλγκάρ’’, μήτε ‘‘Σρρπ’’, μήτε ‘‘Γκρρτς’’. Μοναχά ‘‘Μακεντόν ορτοντόξ’’».

Αλλά κι ο συντηρητικότατος Ευάγγελος Αβέρωφ το 1959 όταν απαντούσε σε κάποιον βουλευτή για την ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας στη Γιουγκοσλαβία, στο πλαίσιο συζητήσεων στη Βουλή για μια σειρά ελληνο-γιουγκοσλαβικών συμφωνιών, είπε αφοπλιστικά: «Η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια έχει και γραμματικήν και συντακτικόν… Κατά ποίαν λογικήν θα ηθέλατε η ελληνική κυβέρνησις να είπη εις την γιουγκοσλαβικήν (κυβέρνηση), για μίαν γλώσσαν την οποίαν το σύνταγμα έχει μεταξύ των επισήμων γλωσσών, να είπη ότι εγώ θέλω να την καταργήσετε; Είναι ωσάν να είπωμεν ότι πρέπει να καταργηθή το Σύνταγμά της». Αλλά και κανένας Ελληνας δεν ενοχλήθηκε ή ένιωσε εθνικά απειλούμενος όταν στη διάσκεψη του ΟΗΕ, που έγινε μάλιστα στην Αθήνα το 1977, αναγνωρίστηκε και καταγράφηκε η μακεδονική γλώσσα στους καταλόγους του Οργανισμού.

Και πραγματικά εντυπωσιάζει το πόσο μειώνεται η εθνική μας αυτοπεποίθηση, όσο πλησιάζουμε τα 200 χρόνια από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους: για κάποιον περίεργο ψυχολογικό λόγο αυτά τα δύο είναι αντιστρόφως ανάλογα. Και αυτό παρότι σήμερα, είμαστε μια χώρα σε πολύ μεγάλο βαθμό εθνικά, γλωσσικά και θρησκευτικά ομοιογενής, που επιπροσθέτως προστατεύεται για πολλές δεκαετίες από τις πιο ισχυρές συμμαχίες του πλανήτη, όπως η Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Πράγματα που προφανώς δεν ίσχυαν στον ίδιο βαθμό όταν έγραφαν, πολιτεύονταν ή πολεμούσαν όλοι οι παραπάνω.

Πολλοί σήμερα φαίνεται να ξεχνούν πως αν δεν έχεις και δεν πασχίζεις να δημιουργήσεις αλύτρωτους, δεν πρέπει να φοβάσαι τον αλυτρωτισμό. Ολα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις. Οι προφάσεις όμως θέλω να ελπίζω ότι δεν ισχύουν και για τους συντρόφους μου στο Ποτάμι. Θέλω να ελπίζω επίσης πως κανείς μας δεν θα πέσει στην παγίδα μιας καθημερινά κλιμακούμενης «υστερίας», που οικοδομείται από κομματικά επιτελεία και τον στρατευμένο Τύπο για τη Συμφωνία των Πρεσπών.

Οσοι σήμερα, χρησιμοθηρικά και απολύτως υποκριτικά, ψάχνουν να βρουν αφορμές για να ανακαλύψουν ανύπαρκτους εθνικούς κινδύνους, θα το βρουν αύριο –ούτε καν μεθαύριο– μπροστά τους. Ας προστατεύσουν λοιπόν τη σοβαρότητά τους όλοι εκείνοι που ομνύουν στον ορθό λόγο και στον φιλελευθερισμό. Για τον ευρύτερο χώρο μας δε, είναι θέμα αυτοσεβασμού, συνέπειας και σοβαρότητας.

* Σπύρος Δανέλλης, Βουλευτής Ηρακλείου με το Ποτάμι και κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ