Η αγωγή Τσίπρα κατά δημοσιογράφων για τη «βίλα στο Σούνιο», οι υποχρεώσεις των ΜΜΕ και τα δικαιώματα πολιτών και πολιτικών

Του Γ. Λακόπουλου

Να ξεκινήσουμε με έναν γενικό κανόνα: σε ένα δημοσιογραφικό κείμενο υπάρχουν δυο ειδών στοιχεία: απόψεις και πραγματικά περιστατικά.

 Οι απόψεις είναι δικαίωμα του δημοσιογράφου.  Στα πραγματικά περιστατικά όμως πρέπει να είναι απολύτως ακριβής.

Από εκεί και πέρα υπάρχουν δυο «κώδικες»  στους οποίους υπόκεινται οι πάντες σε μια δημοκρατική χώρα.  Μεταξύ τους και οι δημοσιογράφοι.

Πρώτο, η νομοθεσία που προστατεύει την τιμή και την υπόληψη των πολιτών. Ουδείς είναι υπεράνω των νόμων. Και όπως δεν ισχύει το «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» δεν νοείται και « νόμος είναι το δίκιο του δημοσιογράφου».

Παρένθεση: Μόνο οι ερευνηθέντες για το σκάνδαλο Νοβάρτις ισχυρίσθηκαν ότι μια εισαγγελέας της Ελληνικης Δημοκρατίας δεν μπορούσε να τους ερευνήσει- από τη στιγμή που υπήρχαν επώνυμες αναφορές και ενδείξεις για εμπλοκή τους στο σκάνδαλο- και της επιτέθηκαν με διατυπώσεις που θα έπρεπε να τους έχουν στείλει στο σκαμνί. Κλείνει η παρένθεση.

Ο άλλος κώδικας είναι οι Αρχές Δεοντολογίας στην άσκηση  του δημοσιογραφικού επαγγέλματος.

Για όποιον δημοσιογράφο δεν τις θυμάται – ή τους… αγνοεί -είναι αναρτημένες στην ιστοσελίδα της ΕΣΗΕΑ: (https://www.esiea.gr/arxes-deontologias/arxes-deontologias-dimosiografikoy/«.

 Περιλαμβάνει οκτώ μόλις άρθρα. Στο τελευταίο  αναφέρεται το εξής: « Οι υποχρεώσεις των δημοσιογράφων, που απορρέουν από αυτόν τον Κώδικα, δεν συνιστούν περιορισμό της ελευθερίας της έκφρασης»

Πιο απλούστερα δεν θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Οποιος  ασκεί δημοσιογραφία  γνωρίζει ότι ελέγχεται πειθαρχικά από το επαγγελματικό του σωματείο και ποινικά, ή αστικά, από την νομοθεσία της χώρας, όταν θίγει προσωπικά κάποιον.

Όποιος έχει καλύτερη ιδέα να την καταθέσει.

Αυτά δεν συνιστούν ούτε περιορισμό  δικαιωμάτων, ούτε « φίμωση» και «πλήγμα στην ελευθερία του τύπου».

 Η ελευθερία δεν είναι ασυδοσία, ιδίως όσων εμφανίζονται ως εκπρόσωποι της «τέταρτης εξουσίας». Η κατάχρηση οποιαδήποτε εξουσίας, δεν χωράει στη Δημοκρατία.

Πολιτικοί και δημοσιογράφοι

Οι δημοσιογράφοι επικαλούνται συχνά ότι «οι πολιτικοί δεν πρέπει να καταφεύγουν στα δικαστήρια».

Στην πράξη το εννοούν και για τους πολίτες. Ενίοτε όσοι καταφύγουν θα βρουν απέναντί τους το πλεονέκτημα  του δημοσιογράφου  να τον διασύρει -χωρίς να παρανομεί τυπικά. 

Αυτό αποθαρρύνει συχνά όσους έχουν αδικηθεί από δημοσιεύματα να ζητήσουν την αποκατάσταση τους. Φοβούνται να τα βάλουν με τις υπέρτερες δυνατότητες ενός ΜΜΕ.

Στην «παράδοση» των πολιτικών να μην προσφεύγουν στη Δικαιοσύνης υπάρχει κυρίως πολιτικός υπολογισμός.  Δικαίωμά τους.

 Όσο κάποιοι πολιτικοί απέχουν από την επίκληση της Δικαιοσύνης ακόμη και όταν συκοφαντούνται, κάποιοι άλλοι θεωρούν ως συκοφαντία τη θεμιτή  και απαραίτητη  κριτική των ΜΜΕ.

Στρέφονται κατά δημοσιογράφων -που  απλώς κάνουν τη δουλειά τους  για την ενημέρωση της κοινής γνώμης- για να τους σταματήσουν.

Σ’ αυτή την λεπτή γραμμή βρίσκεται η ουσία στη σχέση ΜΜΕ ή δημοσιογράφων και πολιτών ή πολιτικών:  τι συνιστά κριτική και τι δυσφήμιση;

Καμιά λογοκρισία

Είναι αυτονόητο ότι στα ΜΜΕ δεν νοείται καμιά λογοκρισία.  Ισχύει ο κανόνας του Καμύ: ο ελεύθερος τύπος μπορεί να είναι καλός ή κακός, αλλά ο υπό έλεγχο είναι μόνο κακός.

Στη σύγχρονη δημοσιογραφία όποιος προβάλλει ανακριβώς τα γεγονότα   κρίνεται αποκλειστικά από όσους τον παρακολουθούν.  

Όσοι δεν πιστεύουν όσα γράφει ας μην τον διαβάζουν. Όπως και αν δεν του αρέσουν. Αλλά στα σύγχρονα συστήματα δικαίου όποιος, στα πλαίσια λειτουργίας των ΜΜΕ,  προβάλει έναν ισχυρισμό προσωπικά για έναν πολίτη -ή πολιτικό-  οφείλει να τον τεκμηριώνει. Ή να αναλαμβάνει την ευθύνη της απόσυρσης.

Αν αναφέρεται σε γεγονός που δεν συνέβη, αρκεί απλώς να το διορθώσει- αν θέλει να θεωρείται έγκυρος. Αν πρόκειται για αβάσιμο χαρακτηρισμό για κάποιον, μπορεί να ζητήσει συγγνώμη και να  κλείσει το θέμα.

 Αν πρόκειται για  προσωπική συκοφάντηση που δεν αναιρείται, αλλά ούτε τεκμηριώνεται, είναι αναπόφευκτο να έχουν το λόγο η Δικαιοσύνη και συχνά τα πειθαρχικά όργανα της ΕΣΗΕΑ.

Δεν νοείται να μένει στον αέρα μια ανακρίβεια ή μια ύβρις σε πρόσωπα. Ούτε μπορεί να λέει κανείς < θα μας κρίνει ο κόσμος , τι δουλειά έχει ο νόμος;>

 Τα  ΜΜΕ και οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ακαταδίωκτο.  Ούτε μπορούν να το προβάλουν ως… υποχρέωση όσων θεωρούν ότι θίγονται.

 Δεν μιλάμε γι’ αυτό που οι πολιτικοί χαρακτηρίζουν «επίθεση» -και μπορεί να είναι. Κάθε ΜΜΕ και κάθε δημοσιογράφος δικαιούται να επιτίθεται σε κάθε πολιτικό και αν δεν του αρέσει με λίγο ξύδι θα του περάσει.

Απλώς η «επίθεση» δεν νοείται να γίνεται με ψεύδη και υβριστικούς χαρακτηρισμούς  επί προσώπων.

 Τι κρίνεται σε ένα δικαστήριο

Να έλθουμε στη συγκεκριμένη υπόθεση  της αγωγής που κατέθεσε ο Αλέξης Τσίπρας για όσα αναφέρθηκαν σε δυο ΜΜΕ, με την υπογραφή δυο δημοσιογράφων, για τη «βίλα στο Σούνιο».

 Από τη στιγμή που οι απαντήσεις που έδωσε δεν έγιναν δεκτές και δεν αναιρέθηκαν οι ισχυρισμοί που θεωρεί ότι τον θίγουν, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι προσφεύγοντας στην -αστική- Δικαιοσύνη άσκησε δικαίωμά του.

Είναι αβάσιμο να θεωρείται ως «δίωξη» κατά της ελευθερίας του τύπου ή να  συνδέεται με άλλες περιπτώσεις  προσφυγών στη Δικαιοσύνη από θέση εξουσίας. Δεν κυβερνάει ώστε του αποδοθεί  προσπάθεια επηρεασμού της Δικαιοσύνης δια της διοίκησης.

Η άσκηση δικαιώματος εν προκειμένω δεν έχει σχέση  με τα κατορθώματα του υπουργού Καμμένου κατά δημοσιογράφων.

 Ούτε βεβαίως με το σημερινό πογκρόμ Μητσοταάκη εναντίον «εχθρικών» δημοσιογράφων – και δεν είναι μόνο η περίπτωση Κ. Βαξεβάνη,  που διώκεται από το…κράτος, επειδή δεν αρέσει στον Πρωθυπουργό.

 Στην ουσία ακόμη και ενώπιον της Δικαιοσύνης η αγωγή Τσίπρα βρίσκεται  στα χέρια των ΜΜΕ και των δυο δημοσιογράφων,  που αξιολόγησαν τις απαντήσεις που έδωσε στα δημοσιεύματά τους.

Αφού δεν πήραν πίσω όσα του καταλόγισαν, επιμένουν ότι οι πληροφορίες τους είναι ακριβείς. Είναι και οι δυο έμπειροι οπότε ξέρουν τι κάνουν.

Προφανώς ξέρουν και ότι δημοσιογραφία χωρίς δικαίωμα του οποιοδήποτε να ασκήσει τα δικαίωμα του απέναντί της δεν νοείται.

Γιατί αυτό υπερασπίζεται η  δημοσιογραφία: το δικαίωμα  να την αμφισβητεί όποιος κρίνει ότι θίγεται.

Σ’ αυτή τη δίκη, λοιπόν, θα κριθούν δυο πράγματα- ουσιώδη και τα δυο για το δημοσιογραφικό επάγγελμα και σε κάθε περίπτωση η έκβασή της θα αποβεί υπέρ της δημοσιογραφίας.

Το πρώτο- αλλά όχι για πρώτη φορά βεβαίως- είναι η διαχωριστική γραμμή  ανάμεσα στην δημοσιογραφική και πολιτική κριτική και τη συκοφάντηση.

Αυτά τα όρια πρωτίστως πρέπει να ορίζονται από τους ίδιους τους δημοσιογράφους, κατά συνείδηση.  Αλλά με επίγνωση του νόμου. Το δικαστήριο είναι η διέξοδος όποιου θεωρεί ότι θίγεται.

Οι αποφάσεις του μπορούν κάλλιστα να λήξουν σε θρίαμβο της δημοσιογραφίας – εφόσον αποδειχθεί η ακρίβεια όσων αναφέρει ένας δημοσιογράφος -και συμβαίνει συχνά.

Αλλά αν η αλήθεια δεν βρίσκεται με το μέρος του δημοσιογράφου, ο θρίαμβος ανήκει στην άλλη πλευρά: την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Η αλήθεια και η ελευθερία είναι ιερές έννοιες στη Δημοκρατία και οι πρώτοι που δεν πρέπει να τις φέρνουν σε σύγκρουση είναι οι δημοσιογράφοι.

Μια αγωγή υπέρ της δημοσιογραφίας

Το δεύτερο που κρίνεται σ’ αυτή τη δίκη είναι ένα νόμισμα με δυο όψεις: στη μια υπάρχουν τα όρια της  δημοσιογραφικής κριτικής και στην άλλη η αξιοπιστία  των ΜΜΕ – ειδικά όταν αναφέρονται  σε θέματα που αφορούν την τιμή και την υπόληψη οποιοδήποτε. Πολύ περισσότερο ενός δημοσίου προσώπου, εν προκειμένω.

Ο δημοσιογράφος μπορεί να είναι αυστηρός και σκληρός χωρίς περιορισμούς, όταν αξιολογεί και κρίνει.  Αλλά οφείλει να τεκμηριώνει όταν   αναφέρει γεγονότα και πραγματικά δεδομένα.

 Αυτή είναι ουσία της συνταγματικής κατοχύρωσης ελευθεροτυπίας: η αναζήτηση της αλήθειας.

Το «κάπου πήγα, κάποιον είδα, κάτι μου είπε» δεν ισχύει. Η επίκληση στην «προστασία των πηγών» γίνεται για να διευκολύνεται η αλήθεια, όχι για να μην έχει σημασία.

Ο  Γιώργος Παπαχρήστος -ένας εκ των δυο δημοσιογράφων της αγωγής Τσίπρα- ανέφερε στα ΝΕΑ το «τεράστιο ζήτημα, της ελευθερίας του Τύπου και των ποικίλων διώξεων που υφίστανται οι λειτουργοί του από τους πολιτικούς».

 Με όλο το σεβασμό στο δικαίωμά του  να υπερασπίζεται τη δουλειά του με όποιον τρόπο νομίζει καλύτερο- ιδίως επειδή είναι υπό δικαστική κριση- δεν θα συμφωνήσω σε έναν ισχυρισμό του:

«Οι  επιλεκτικές επιθέσεις σε μέσα μαζικής ενημέρωσης που ασκούν τον έλεγχο σε αιρετούς αντιπροσώπους, μόνο ως επιθέσεις απέναντι στη δημοκρατία μπορούν να χαρακτηριστούν».

 Η ταύτιση της δημοσιογραφίας με τη Δημοκρατία δεν είναι δεδομένη και δεν ισχύει πάντα. Η κακή δημοσιογραφία  βλάπτει τη Δημοκρατία, αφού έχει βλάψει ήδη τη δημοσιογραφία.

 Ποια ακριβώς  είναι η κακή δημοσιογραφία και ποιος την ορίζει;   Έχουμε ήδη συμφωνήσει: αυτή που παραβιάζει το νόμο σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα των πολιτών και  τους  κανόνες δεοντολογίας της ΕΣΗΕΑ.

 Οι πρώτοι που οφείλουν να προστατεύουν τους δημοσιογράφους από αυτές τις διώξεις είναι οι δημοσιογράφοι.

Μπορούν να το κάνουν μόνο με την αλήθεια και τα τεκμήρια ακριβείας.

Αν δεν το κάνουν είναι υπόλογοι για την ήττα του Τύπου και των Δημοσιογράφων. Και οι πολλές ήττες έχουν κάνει σχεδόν κακόφημο το δημοσιογραφικό επάγγελμα.

Στην αστική δίκη που προκάλεσε η αγωγή του πρώην πρωθυπουργού είτε οι δημοσιογράφοι θα αποδείξουν την ακρίβεια των πληροφοριών τους και θα εκτεθεί στην κοινή γνώμη ως πολιτικός, είτε θα δικαιωθεί και θα εκτεθούν οι ίδιοι και τα μέσα τους.

Οι συνέπειες και στη μια και στην άλλη περίπτωση αφορούν τη δημοσιογραφία  εφόσον δυο μόνο ενδεχόμενα υπάρχουν:

Το ένα είναι να αποδειχθούν οσα  αναφέρθηκαν για τη «βίλα Τσίπρα».

Το άλλο να τα πάρουν πίσω, δίκην συγγνώμης, οι δημοσιογράφοι και τα ΜΜΕ  που τα ανέφεραν.

Και τα δυο θα ωφελήσουν τη δημοσιογραφία.