Η πρόταση δυσπιστίας και το μέτωπο της αντιπολίτευσης

Κατατίθεται σήμερα Τρίτη η πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, μετά το δημοσίευμα περί αλλοίωσης στοιχείων στην τραγωδία των Τεμπών καθώς η πρωτοβουλία έτυχε άμεσης και κοινής αποδοχής από τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, που ζητούν να μπει “τέλος στη συγκάλυψη” και να χυθεί άπλετο φως στην τραγωδία.

Στο κάλεσμα του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη, για πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης υπήρξε γρήγορη και μαζική ανταπόκριση, αρχής γενομένης από τη Νέα Αριστερά, ενώ το το ΚΚΕ ανακοίνωσε πως «δεν αναγνωρίζουμε στο ΠΑΣΟΚ και τον κύριο Ανδρουλάκη κανένα πραγματικό και ουσιαστικό αντιπολιτευτικό ρόλο απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, καθώς είναι εκείνο το κόμμα που όλα αυτά τα χρόνια έχει στηρίξει όσο λίγοι την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη και μάλιστα σε κρίσιμα ζητήματα».

Ωστόσο, εφόσον κατατεθεί πρόταση δυσπιστίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, ξεκαθάρισε πως θα τη στηρίξει με το δικό του σκεπτικό.

Στην πρόταση δυσπιστίας, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, εκτός από τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της Νέας Αριστεράς και της Πλεύσης Ελευθερίας, θα έχει και αυτή της Ελληνικής Λύσης, που επίσης τόνισε ότι θα στηρίξει. Ως εκ τούτου υπερκαλύπτεται ο αριθμός των 50 αναγκαίων ψήφων και η συζήτηση θα ξεκινήσει άμεσα, πιθανότατα και την Τρίτη.

Με τον όρο «πρόταση δυσπιστίας» καλείται η πρόταση που καταθέτει κάποιο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης στη Βουλή των Ελλήνων, με σκοπό το Σώμα να άρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση ή από μέλος της.

Σύμφωνα με τον κανονισμό της Βουλής: Η Bουλή μπορεί με απόφασή της να απoσύρει την εμπιστοσύνη της από την Κυβέρνηση ή από μέλος της ύστερα από πρόταση δυσπιστίας. H πρόταση δυσπιστίας πρέπει να υπογράφεται από τo ένα έκτο (1/6) τουλάχιστον των Βουλευτών και να περιλαμβάνει σαφώς τα θέματα για τα oπoία θα διεξαχθεί η συζήτηση.

H πρόταση δυσπιστίας υπoβάλλεται στον Πρόεδρο σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής.

Μετά την κατάθεση η Βουλή διακόπτει τις εργασίες της για δύο ημέρες εκτός αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως η συζήτηση. Με αυτή την επιφύλαξη, η συζήτηση για την πρόταση αρχίζει δύο ημέρες μετά την υποβολή της και τελειώνει το αργότερο στις 24.00 της τρίτης ημέρας με ονομαστική ψηφοφορία. Η συζήτηση αρχίζει με ομιλία δύο βουλευτών από όσους υπογράφουν την αίτηση και διεξάγεται με ομιλίες κατ’ αναλογία της δύναμης των κομμάτων.

Προκειμένου να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας εναντίον της κυβέρνησης εν συνόλω ή κατά κάποιου μέλους, θα πρέπει να έχει υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151 βουλευτές).