Η χώρα χρειάζεται Δημοσιονομική Αλλαγή

Του Νίκου Χριστοδουλάκη

Ένα κόμμα – όπως το ΚΙΝΑΛ – με μακρές ιστορικές καταβολές και πολύχρονη συμμετοχή στην διακυβέρνηση τις προηγούμενες δεκαετίες, άλλη ατζέντα δεν μπορεί να έχει παρά μόνο τις νέες ανάγκες και προτεραιότητες της χώρας τα επόμενα χρόνια. Τρεις είναι οι μεγάλες προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας:

(α) Πώς θα ξανακάνουμε την Ελλάδα ισότιμο κράτος στην Ευρωζώνη και ισχυρό παράγοντα στην γεωπολιτική περιοχή της Νότιας Ευρώπης και της Μεσογείου. Στην διάρκεια των τριών Μνημονίων, η δημοσιονομική κατάρρευση μετέτρεψε την χώρα σε αστάθμητο παράγοντα και απειλή της Ευρωζώνης, εκμηδένισε τις πρωτοβουλίες της στην Ευρώπη, και άνοιξε την όρεξη σε ακραίες επιβουλές της Τουρκίας, προς το παρόν μόνο φραστικές.

(β) Πώς θα αντιστρέψουμε την φθίνουσα δημογραφική πορεία της χώρας, γιατί, αν συνεχίσουμε να μικραίνουμε, μοιραία θα έρθει και η ώρα που θα μικρύνουμε γεωγραφικά. Και επειδή σε δύο χρόνια γιορτάζουμε τους δύο αιώνες Παλιγγενεσίας καλό θα είναι, εκτός από τα άσματα στις παρελάσεις, να έχουμε και κάποια σοβαρή απάντηση στο πρόβλημα.

(γ) Ακόμα όμως και αν καταλήξουμε σε μια ορθή στρατηγική, για να εφαρμοστεί με επιτυχία πρέπει να δούμε πώς θα ανασυντάξουμε την οικονομία ώστε να μην ξαναζήσουμε το φάσμα χρεοκοπίας του 2009 και να μην υποστούμε νέα Μνημόνια με μείωση μισθών, ύφεση και απολύσεις. Η πρόσφατη οδυνηρή περιπέτεια της Αργεντινής μας υπενθυμίζει ότι μια κακή περίοδος ποτέ δεν τελειώνει μόνη της, αν δεν αλλάξουν μόνιμα οι αιτίες που την πυροδοτούν, αλλιώς θα επανέρχεται σε κάθε αναταραχή.

 Για να δούμε ποιους τελικά υπερασπιζόμαστε, ας καταλάβουμε ότι για καθένα που έχει αλλά δεν πληρώνει το δάνειο του, το πληρώνει όποιος σήμερα φορολογείται κανονικά και επίσης όποιος εργαζόμενος ζητήσει αύριο στεγαστικό και η τράπεζα του το αρνηθεί γιατί έχει βαλτώσει στα απλήρωτα.

Η Ελλάδα είναι σήμερα εγκλωβισμένη από την μια μεριά στα θηριώδη πρωτογενή πλεονάσματα που αποτελούν το τίμημα για την τυχοδιωκτική πολιτική του 2015 και από την άλλη σε ένα διαρκές έλλειμμα ανάπτυξης που κάθε χρόνο οδηγεί σε διάψευση τις όποιες αισιόδοξες εκτιμήσεις.

Είναι τόσο μεγάλη πλέον η ασφυξία της ελληνικής οικονομίας που ακόμα και όσοι από την κυβέρνηση ή την αντιπολίτευση ήταν υπέρμαχοι των υπέρογκων πλεονασμάτων, άρχισαν να εκδηλώνουν κάποια σημάδια αναθεώρησης, μέχρι τώρα όμως με λάθος προσέγγιση.

Η μεν κυβέρνηση ακολουθεί το δόγμα της υπεραπόδοσης εσόδων ώστε να πάρουν μεν οι πιστωτές την λεόντεια μερίδα αλλά να μείνει και κάτι για να μοιραστεί παραμονές εκλογών. Όμως η μικρή τόνωση της κατανάλωσης δεν αρκεί να φέρει την ανάπτυξη, γιατί οι επενδύσεις αναβάλλονται και μεγάλη δραστηριότητα των πολιτών αφιερώνεται στην διεκδίκηση επιδομάτων και χαριστικών ρυθμίσεων.

Από την άλλη μεριά η ΝΔ λέει ότι θα μειώσει το πρωτογενές για να χρηματοδοτήσει φοροαπαλλαγές. Προσδοκεί έτσι ότι με κάποιο αυτόματο τρόπο θα πυροδοτηθεί η ανάπτυξη, για την οποία άλλο συγκεκριμένο σχέδιο δεν φαίνεται να διαθέτει. Όμως μόνη της η μείωση του φορολογικού συντελεστή επαγγελματιών και επιχειρήσεων δεν θα φέρει υποχρεωτικά και ισχυρή ανάπτυξη, ενώ θα υπάρχει πάντα κίνδυνος κατάρρευσης εσόδων, όπως έγινε το 2006 επίσης με κυβέρνηση ΝΔ.

Η μόνη αναπτυξιακή επιλογή που πρέπει να υιοθετήσουμε είναι οι μεν στόχοι του πρωτογενούς να τεθούν στα εκάστοτε μέσα επίπεδα της Ευρωζώνης, δηλαδή περίπου 1,50% του ΑΕΠ και ο απομένων δημοσιονομικός χώρος 2% του ΑΕΠ να χρηματοδοτεί παραγωγικές επενδύσεις, υποδομές και στήριξη εξαγωγών που θα φέρουν απασχόληση και θα μειώσουν το διογκούμενο πάλι εξωτερικό έλλειμμα. Μόνο σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανάκαμψης, μια προσεκτική μείωση φορολογίας θα αυξήσει την απασχόληση χωρίς να χαθούν κρατικά έσοδα και οι εισφορές θα μπορούν να μειωθούν χωρίς να απειληθεί εκ νέου το ασφαλιστικό σύστημα.

Με μία τέτοια πολιτική θα απαντήσουμε στα μετα-Μνημονιακά διλήμματα: Ούτε διαρκής λιτότητα όπως διακηρύσσει η ευρωπαϊκή και ελληνική συντήρηση, τάχα για να αποφύγουμε μια χειρότερη με νέα Μνημόνια. Αλλά ούτε και πλημμύρα παροχών και επιδομάτων για να δελεάζουμε οπαδούς και ψηφοφόρους όπως βλέπουμε να εξαπλώνεται ραγδαία το τελευταίο εξάμηνο. Ούτε η μία ούτε η άλλη επιλογή θα φέρει ανάπτυξη και διαρκή απασχόληση. Και η μία και η άλλη θα στερήσουν από την Ελλάδα την δυνατότητα να χτίσει ξανά το μέλλον της με αυτοπεποίθηση και μεγαλύτερη προσοχή και ευθύνη από ό,τι έκανε – και κάναμε – στο παρελθόν.

Δυστυχώς όμως ούτε το ΚΙΝΑΛ είναι απαλλαγμένο από πειρασμούς, όπως πρόσφατα έδειξε η στάση του στο νομοσχέδιο για τα Κόκκινα Δάνεια. Ενώ η κυβέρνηση υπό την πίεση της τρόϊκας επιχειρούσε ένα δειλό έστω εξορθολογισμό, το ΚΙΝΑΛ αντί να φροντίσει μόνο για την ανακούφιση των πραγματικά φτωχών, υπερέβαλε σε ζήλο για να προστατεύσει τους έχοντες κακοπληρωτές, που έχουν βγάλει τα λεφτά τους έξω και εδώ προσπαθούν να αρπάξουν το σπίτι χωρίς να πληρώσουν. Δεν πρέπει εμείς να τους καλύπτουμε μήπως και τους δελεάσουμε ως ψηφοφόρους. Για να δούμε ποιους τελικά υπερασπιζόμαστε, ας καταλάβουμε ότι για καθένα που έχει αλλά δεν πληρώνει το δάνειο του, το πληρώνει όποιος σήμερα φορολογείται κανονικά και επίσης όποιος εργαζόμενος ζητήσει αύριο στεγαστικό και η τράπεζα του το αρνηθεί γιατί έχει βαλτώσει στα απλήρωτα.

Δημοσιονομική αλλαγή

Μόνο η πολιτική της δημοσιονομικής αλλαγής – από τα πλεονάσματα τιμωρίας στις επενδύσεις – υπηρετεί την χώρα και τις μεγάλες εθνικές προτεραιότητες: Γιατί φέρνει ανάπτυξη και απασχόληση, προσελκύοντας ξανά πίσω όσους έχουν μετοικήσει σε άλλες χώρες για να δουλέψουν.

Γιατί μειώνει την επιβάρυνση του χρέους και διευκολύνει να πάρουμε ξανά τον εθνικό έλεγχο του Υπερταμείου. Γιατί κάνει την Ελλάδα επενδυτικό κέντρο και ισχυροποιεί τον ρόλο της στα Βαλκάνια κα την Ανατολική Μεσόγειο.

Γιατί με ισχυρή ανάπτυξη και την κατάλληλη πολιτική ενσωμάτωσης η χώρα μπορεί να προσελκύσει καταρτισμένους οικονομικούς μετανάστες, να τους εντάξει στην κοινωνία και να αντιμετωπίσει την δημογραφική παρακμή. Όχι ως ψηφοφόρους ευκαιρίας όπως είδαμε να επιχειρείται, αλλά ως κανονικούς – έλληνες πλέον – πολίτες φορολογούμενους, στρατεύσιμους και νομοταγείς.

Μαζί με την αναβάθμιση των θεσμών, την επανάκτηση της αίσθησης δημόσιας ασφάλειας και την εμψύχωση της της διοίκησης, η πολιτική αυτή πρέπει να αποτελέσει τον βασικό άξονα πολιτικής ΜΕΤΑ τις εκλογές. Το ερώτημα βέβεαι είναι ποιος τελικά θα τα υλοποιήσει αυτά, αφού το ΚΙΝΑΛ δεν θα είναι αρκετά μεγάλο για να κληθεί από μόνο του να κυβερνήσει;

Έτσι ερχόμαστε αναπόφευκτα στο ακανθώδες θέμα είτε λέγεται συνεργασία ή διάλογος, είτε γέφυρα ή ανεμόσκαλα μετεώρων, ανάλογα πώς βολεύει τον καθένα. Πολλή αμηχανία και ένταση υπάρχει για αυτό το θέμα και δεν θα έπρεπε. Αρκεί το ΚΙΝΑΛ να ξεκαθαρίσει άπαξ και δια παντός ορισμένα απλά πράγματα:

  1. Συνεργασία κομμάτων που άλλα είναι εντός και άλλα εκτός κυβέρνησης πριν τις εκλογές ΔΕΝ υπάρχει. Υπάρχει μόνο προσχώρηση και παράδοση του μικρότερου στον μεγαλύτερο. Ευκαιρία κεντροαριστερής κυβερνητικής συμμαχίας υπήρξε μόνο τον Σεπτέμβριο 2015, αλλά η προοπτική αυτή θυσιάστηκε στην ποδιά μιας Δεξιάς Ομάδας με τα γραφικά και επικίνδυνα επακόλουθα.

  1. Κανένα τρίτο κόμμα στην μεταπολεμική Ευρώπη δεν αποκάλυψε ποτέ πριν τις εκλογές την στρατηγική που θα ακολουθήσει μετά. Γιαυτό επιβιώνουν εκλογικά και συχνά ενισχύονται, όπως παλιότερα οι Φιλελεύθεροι και τώρα οι Πράσινοι στην Γερμανία. Μοναδική εξαίρεση απετέλεσε η ΔΗΜΑΡ το 2012 που προεκλογικά εξηγούσε τι δεν θα κάνει, μετά άλλαξε και όταν τελικά το έκανε εξαερώθηκε.

  1. Για ένα μικρότερο κόμμα οι συμμαχίες ωφελούν μόνο όταν είναι αμφίπλευρες, όχι μονόπλευρες. Έτσι λοιπόν μετά τις εκλογές, το πιο πιθανό είναι ότι ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ θα βρεθούν μαζί: είτε και οι δύο στην αντιπολίτευση απέναντι στην ΝΔ, είτε και οι δύο σε μια ευρεία συγκυβέρνηση μαζί της. Τότε θα έχει νόημα ο ουσιαστικός διάλογος και η πιθανή συνεργασία τους, με όρους βέβαια που καμμία σχέση δεν θα έχουν με τις σημερινές συμπεριφορές, τις διχαστικές πρακτικές και τους αδέξιους ηγεμονισμούς.

Για να το πετύχουμε όμως αυτό, χρειάζονται ξεκάθαρες πολιτικές θέσεις σε κεντρικά ζητήματα και όχι άλλη δημαγωγική πλειοδοσίας. Με τις θέσεις και την εμπειρία το ΚΙΝΑΛ θα αποδείξει στους πολίτες ότι αξίζει να είναι ισχυρό τρίτο κόμμα για να υπηρετήσει την χώρα σε μια κρίσιμη στιγμή, χωρίς άλλο ένα γύρο ιδεολογικής ματαιοδοξίας, χωρίς άλλο ένα κύκλο με αυταπάτες και πισωγυρίσματα.

*ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ 2ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΙΝΑΛ