Ο Κύρκος, το «Μακεδονικό» και η παραποίηση της Ιστορίας

Άρθρο της εφ. “Αυγή”

Πράγματι, ο ΣΥΝ συμμετείχε στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης, πράγματι, ο Κύρκος είχε δηλώσει αμέσως μετά ότι «επρόκειτο για μια τεράστια λαϊκή εκδήλωση που τη χαρακτήρισε η έντονη ευαισθησία απέναντι σε οποιαδήποτε προσπάθεια αμφισβήτησης των συνόρων της ελληνικής Μακεδονίας, πλαστογράφησης της Ιστορίας, υφαρπαγής της ιστορικής κληρονομιάς». Υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι τότε κυκλοφορούσαν εν είδει φέιγ βολάν στην άλλη μεριά των συνόρων χάρτες με το σύνολο της Μακεδονίας και τη Θεσσαλονίκη, και δεύτερον, ότι ελάχιστους μήνες αργότερα ο Κύρκος και ο ΣΥΝ, αντιλαμβανόμενοι τη βαριά διπλωματική ήττα που υπέστη η Ελλάδα, αναγνώρισαν, όπως γράφει ο Κύρκος στο βιβλίο του «Το αδιέξοδο βήμα του εθνικισμού» το 1993, ότι το «βασικό λάθος ήταν η απολυτοποίηση της σημασίας του ονόματος».

Θεωρώντας ότι πρέπει να πει όλη την επώδυνη αλήθεια στον λαό, ο Κύρκος, έχοντας βάλει ως προμετωπίδα στο βιβλίο του τη ρήση του Ταλεϊράνδου «Είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος», έγραφε το μακρινό 1993, που αυτές τις μέρες φαίνεται να ζει ένα είδος ολικής επιστροφής:

“Το όνομα έχει τη σημασία και τη φόρτισή του. Δεν ήταν όμως η ψυχή μας. Για τον απλό λόγο ότι το δικαιούνται και άλλοι. Από τη μεγάλη γεωγραφική περιοχή, που μέσα στους αιώνες αποκαλούνταν Μακεδονία, η Ελλάδα περιέλαβε στα σύνορά της το 53% με τους πολέμους του 1912-1913. Η υπόλοιπη Μακεδονία βρίσκεται στα όρια των Σκοπίων και της Βουλγαρίας. Ψυχή μας είναι η Ιστορία μας και η ομορφιά του λαού μας, η εθνική μας εστία, η δημοκρατική και ανθρωπιστική παρουσία μας παντού, η συμβολή μας στην ειρήνη και τη συνεργασία. Αυτή την αληθινή ψυχή χρόνια τώρα την ταλαιπωρούμε και την τραυματίζουμε!

Στη διαδρομή της εξέλιξης του Σκοπιανού παρουσιάστηκαν δύο ευκαιρίες ώστε να κλείσει το θέμα με τρόπο εθνικά αποδεκτό και έντιμο για όλους. Στη διάρκεια της πορτογαλικής προεδρίας, όταν ο υπουργός Εξωτερικών της χώρας αυτής είχε διατυπώσει την πρόταση που έμεινε γνωστή ως «πακέτο Πινέιρο». Και στην τελική φάση των διαβουλεύσεων με τη μεσολάβηση Βανς στον ΟΗΕ, όπου είχαν προσφύγει τα Σκόπια και όπου έγιναν γνωστά με την προσωρινή ονομασία FYROM.

Την πρώτη ευκαιρία την άφησε ανεκμετάλλευση ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης: Υπολογίζοντας το περιβόητο «πολιτικό κόστος» και φοβούμενος ότι θα κατηγορηθεί για «εθνική μειοδοσία», επέμεινε με ακαμψία στην απολυτοποίηση του ονόματος.

Τη δεύτερη ευκαιρία την άφησε, ώς την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, σε εκκρεμότητα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που αμέσως μετά την άνοδό της στην εξουσία έσπευσε με επιστολή του υπουργού Εξωτερικών Κ. Παπούλια να απενεργοποιήσει τις συνομιλίες στον ΟΗΕ. Σ’ ένα προηγούμενο στάδιο είχαν γίνει αποδεκτά και από τις δύο πλευρές – Αθήνα, Σκόπια- «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης» που τελούσαν υπό την αίρεση μιας κοινής συμφωνίας και στο θέμα του ονόματος”.

Αυτά έγραφε ο Λεωνίδας Κύρκος στον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου του, στις αρχές του 1994. Και θύμιζε ότι τότε ο πρώην πρωθυπουργός Γ. Ράλλης είχε δηλώσει πως πρέπει η κυβέρνηση «να κάνει αποδεκτό το σχέδιο Βανς, εφόσον στην ουσία ικανοποιεί τις βασικές επιδιώξεις μας». Υποστήριζε δε αυτό που ισχύει και σήμερα, σαν να μην πέρασε μια μέρα από το 1994: «Αφήνοντας πίσω της τον ‘συνοικιακό καβγά’ με τα Σκόπια, (η Ελλάδα) μπορεί να ριχτεί στην περιπέτεια μιας νέας βαλκανικής αρχιτεκτονικής στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής εποποιίας και να κερδίσει ίσως το χαμένο έδαφος».

Υπάρχει εθνική στρατηγική;

Το ερώτημα που έθετε ο Λεωνίδας Κύρκος στο επίμετρο του βιβλίου του για το αν υπάρχει εθνική στρατηγική, όπως και η απάντηση που έδινε θα πρέπει να απασχολήσουν και σήμερα το πολιτικό σύστημα της χώρας:

“Όλη αυτή η ιστορία δημιούργησε μεγάλα ερωτηματικά για την επάρκεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής: άραγε αυτοί που έχουν την ευθύνη για τη χάραξη και εφαρμογή της γραμμής στο υπηρεσιακό επίπεδο δεν έβλεπαν σε τι καταστροφικό για το κύρος της χώρας μας δρόμο βάδιζαν και οι δύο διαδοχικές κυβερνήσεις;

Είμαι βέβαιος ότι θα έρθει η στιγμή που ο λαός μας, σε απόσταση πια από την εθνικιστική παραζάλη, θα συνειδητοποιήσει σε πόσο λαθεμένους δρόμους οδήγησαν τα δύο κόμματα τη δική του δίψα για επιβεβαίωση και ανάταση. Και θα ζητήσει ευθύνες. Πέραν όμως από τις επιλογές της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών, οι άλλοι υπηρεσιακοί παράγοντες τι έπραξαν; Είναι δυνατόν εκείνοι που από τη θέση τους μπορούσαν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον να αντιληφθούν το διεθνές κλίμα, τις σημερινές τάσεις της διεθνούς ζωής, τους διεθνείς συσχετισμούς να μην είχαν επίγνωση της πρωτοφανούς διπλωματικής ήττας στην οποία με μαθηματική ακρίβεια οδηγούσε η ‘λάθος γραμμή’;

Αλλά το ερώτημα γίνεται ακόμη πιο εφιαλτικό: υπάρχει εθνική στρατηγική; Σ’ έναν ραγδαία μεταβαλλόμενο κόσμο, η Ελλάδα ξέρει τι θέλει και τι μπορεί;

Η σκοπιανή περιπέτεια έχει να μας διδάξει πολλά – αν θέλει κανείς να επωφεληθεί. Το πρώτο από αυτά είναι πως σύγχρονα προβλήματα, μικρότερα ή μεγαλύτερα, δεν αντιμετωπίζονται με εκρήξεις του θυμικού, με εθνικιστικές εξάψεις ή πλειοδοσίες σε ρητορεία. Διανύουμε μια εξαιρετικά λεπτή φάση της διεθνούς ζωής στην οποία ισορροπίες διαμορφώνονται και ανατρέπονται ταχύτατα. Επιβάλλεται έτσι να υπάρχει μια πλήρης γνώση του διεθνούς περιβάλλοντος, ένας σχεδιασμός βάθους ικανός να αντιμετωπίσει και τα απρόβλεπτα, μια ικανότητα σύνθεσης όλων των παραγόντων -οικονομικοκοινωνική ανάπτυξη, αμυντική επάρκεια, πολιτισμική άνθηση, εθνική συνοχή, ευρηματική εξωτερική πολιτική προσανατολισμένη σταθερά στους άξονες της συνεργασίας και της ειρήνης- που να ασφαλίζει παράλληλα ότι η Ελλάδα δεν θα περιέλθει ποτέ σε απομόνωση και δεν θα βρεθεί ποτέ μόνη”.

Ο μεγάλος αποπροσανατολισμός

Εξαιρετικά επίκαιρη είναι και η ακόλουθη επισήμανση του Λεωνίδα Κύρκου, παρά τις τεκτονικές αλλαγές που έχουν γίνει στο μεσοδιάστημα των 25 χρόνων από τότε που την έκανε στο πολιτικό σύστημα της χώρας: “Εκτός από τις αρνητικές επιπτώσεις στις διεθνείς σχέσεις και τη διεθνή θέση της χώρας, το Σκοπιανό λειτούργησε άκρως αρνητικά και στην εσωτερική μας ζωή: Περιέσπασε την προσοχή από τα μεγάλα προβλήματα που συγκλονίζουν την ελληνική κοινωνία· από την αποτελμάτωση και την παρακμή σε όλους τους τομείς· από τη βαθιά κρίση του πολιτικού μας συστήματος, που αποτελεί την κύρια τροχοπέδη σε κάθε προσπάθεια ανάτασης. Το Σκοπιανό ανέδειξε την παθολογία της πολιτικής μας ζωής: τη ροπή σε δημαγωγία, σε ανεδαφική ρητορεία, την άκρατη κομματοκρατία, την περιφρόνηση προς τον σκεπτόμενο κόσμο. Την υποκατάσταση ενός γενναίου πολιτικού λόγου που οδηγεί σε διαστάσεις Ιστορίας από συνθήματα που υποθάλπουν τον φανατισμό, την κάθετη πόλωση, τη διχοτομία ανάμεσα σε ‘δικούς μας’ και ‘άλλους’, ανάμεσα σε υπερπατριώτες και μειοδότες, με στόχο την άνοδο στην εξουσία για την κομματική νομή της. Τα αληθινά εθνικά αισθήματα του λαού μας παγιδεύτηκαν σε εθνικιστική κατεύθυνση για να αξιοποιηθούν για καθαρά κομματικούς λόγους. Οι ηγεσίες όμως και της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ και της Πολιτικής Άνοιξης, που χειραγωγούσαν τα αισθήματα αυτά, υποτιμούσαν ίσως τον κίνδυνο να ανταμώσει η εθνικιστική έξαψη -το αίσθημα μιας ‘εθνικής ταπείνωσης’- με την οργή από την ανεργία, τη φτώχεια και την κοινωνική αδικία – και να δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο εκρηκτικό μείγμα.

Οι αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στην καλλιέργεια του σωβινιστικού μίσους κατά γειτονικών λαών, όπως και απέναντι σε ρατσιστικά φαινόμενα πάσης μορφής, έχουν χαλαρώσει. Φαινόμενα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο τους τελευταίους μήνες, με κορύφωμα τις σατανιστικές αθλιότητες, μαρτυρούν μια κοινωνία σε κρίση. Και βέβαια δεν είναι άσχετα με την υποχώρηση μιας κουλτούρας κοινωνικής αλληλεγγύης και με την ανάδυση, δίπλα στον ‘θρίαμβο’ του εγωιστικού ατομοκεντρισμού, της υποκουλτούρας όλων των μορφών και της επιστροφής στον μεσαιωνικό μυστικισμό, στις δεισιδαιμονίες, στη θρησκοληψία, την υποβάθμιση της κριτικής σκέψης.

Το Σκοπιανό είναι από την πλευρά αυτή η κορυφή του παγόβουνου της κρίσης ταυτότητας του ελληνισμού στη σημερινή μεταβατική εποχή. Και από αυτή την άποψη μπορεί να συμβάλει ώστε να κατανοηθεί συνολικότερα το ελληνικό πρόβλημα και η θέση της Ελλάδας στον σύγχρονο κόσμο. Είναι παρήγορο που έστω και αργά πυκνώνουν οι φωνές που αντιμάχονται την εθνικιστική έξαψη (…). Γιατί δείχνουν τον δυναμισμό που κρύβει μέσα η ελληνική κοινωνία. Τώρα που οι μύθοι και οι αυταπάτες διαλύονται και οι άνθρωποι που ηγήθηκαν στη νέα Μακεδονική εκστρατεία παίρνουν τις διαστάσεις τους: μικροί μπροστά στο μέγεθος των προκλήσεων και της ιστορικής ευκαιρίας που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα ώστε να διαδραματίσει έναν έξοχο ρόλο ειρήνης και δημιουργίας”.

«Α»