Ποιους απογοήτευσε ο Τσίπρας και γιατί…

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

  Ο θόρυβος που σηκώθηκε μετά την «αυτοκριτική» του Αλέξη Τσίπρα  -για τις τηλεοπτικές άδειες και το σκάνδαλο Νοβάρτις- έχει περισσότερα κενά από όσα   οι αναφορές που έκανε σ’ αυτά τα δυο θέματα. Κάποιες εκ των υστέρων διευκρινίσεις που του αποδίδονται, με έγκυρη υπογραφή, σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα, περιέπλεξαν ακόμη περισσότερο τα πράγματα.

Να αρχίσουμε από τις τηλεοπτικές άδειες: Τι ακριβώς σημαίνει η διατύπωση του πρώην Πρωθυπουργού «η πρόθεσή μας ήταν να δημιουργήσουμε ένα ευνομούμενο πλαίσιο και καταλήξαμε μέσα από την απόφαση του ΣτΕ να έχουμε τα ίδια και τα χειρότερα»;

Σε τι δεν ήταν «ευνομούμενο» το πλαίσιο, ποια είναι τα «χειροτέρα»  και  πού κολλάει η απόφαση του ΣτΕ με τις «προθέσεις» του; Το «πλαίσιο» μια χαρά ήταν -με εξαίρεση το περιορισμό των αδειών σε τέσσερις, που δεν θεωρείται όμως κρίσιμο ζήτημα. Οι δύο διαγωνισμοί υπήρξαν τεχνικά άψογοι- ενώ το δημόσιο και στους δυο είχε οικονομικό όφελος.  

Οι ενστάσεις ότι στον πρώτο «μαντρώθηκαν» οι ενδιαφερόμενοι να καταθέσουν προσφορές δεν αφορά την ουσία.  Ακόμη και αυτές οι προϋποθΈσεις, Ήταν ίσες για όλους. 

Η ακύρωση από το ΣτΕ  προήλθε από κυβερνητική γκάφα, μετά την ντρίπλα που έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρνούμενος να στείλει εκπρόσωπο στο Ραδιοτηλεοπτικό Συμβούλιο -οπότε δε μπορούσε να προκηρύξει το διαγωνισμό, όπως του ανέθετε ο νόμος. 

Αυτό που ακύρωσε το ΣτΕ δεν ήταν η διαγωνιστική διαδικασία, αλλά ο φορέας διοργάνωσής της. Η κυβέρνηση Τσίπρα έπεσε στη παγίδα και μετέφερε, αντισυνταγματικά, την αρμοδιότητα στον εαυτό της! Η ακύρωση γι’ αυτό τον λόγο ήταν αναμενομένη- παρότι η απόφαση ελήφθη σχεδόν οριακά. 

Αυτό που δεν έκανε καλά το «σύστημα ΣΥΡΙΖΑ» στις τηλεοπτικές άδειες δεν αφορούσε τις νομικές αστοχίες. Ήταν ότι ο υπουργός που είχε την αρμοδιότητα και την εποπτεία των διαγωνισμών, ώθησε σε διεκδίκηση άδειας τον Χρήστο Καλογρίτσα. Και όταν προέκυψε η αδυναμία του να καλύψει το οικονομικό τίμημα ο ίδιος -ο υπουργός -ζήτησε από τον μετέχοντα στο διαγωνισμό -τον Βαγγέλη Μαρινάκη-  να δώσει είκοσι εκατομμύρια ευρώ στον « άφραγκο» διεκδικητή. Απίστευτο.

Αυτό ήταν το πολιτικό προβλημα για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Από την αυτοκριτική Τσίπρα, δεν μάθαμε ποιος παρακίνησε τον Καλογρίτσα και ποιος έστειλε τον Νίκο Παππά στον Μαρινάκη να ζητήσει λεφτά, για τον επίδοξο καναλάρχη.  Όπως τέθηκε το θέμα, ο Νίκος Παππάς μένει εκτεθειμένος και ακάλυπτος, αλλά για τους λάθος λόγους.  

Όταν ερωτάται σήμερα για τη σχέση του με τον πρώην αρχηγό του απαντά  «μην μου πατάς τον κάλο»-υποδηλώντας ότι δεν έκανε τίποτε με πρωτοβουλία του. Αλλά αυτό, δεν αφορά το «πλαίσιο» ανάθεσης των συχνοτήτων, που ισχύει πάντα…

Στο σκάνδαλο Νοβάρτις τα πράγματα είναι χειρότερα. «Είχαμε ένα μεγάλο σκάνδαλο, η πρόθεση μας να μην παρέμβουμε έδινε την εντύπωση ότι βάζαμε στο ίδιο τσουβάλι ανθρώπους που ενδεχομένως είχαν εμπλοκή, με ανθρώπους που δεν είχαν – υπήρξαν λάθη στους χειρισμούς μας», είπε ο πρώην Πρωθυπουργός.   

Για να δούμε το θέμα από την αρχή. Το σκάνδαλο αναδείχθηκε και άρχισε η δικαστική διερεύνησή του  επί των ημερών της κυβέρνησης Σαμαρά και οι πληροφορίες για εμπλοκή πολιτικών προσώπων  υπήρχαν από τότε.  Όποιος θέλει μπορεί να ανατρέξει στα ρεπορτάζ της δημοσιογράφου Γιάννας Παπαδάκου -στο «Βήμα» που εργάζονταν τότε, στο Documento του Κ. Βαξεβάνη και άλλων, που έκαναν ουσιώδεις αποκαλύψεις.

Αυτό που συνέβη επι των ημερών Τσίπρα ήταν ότι η νέα επικεφαλής της Εισαγγελίας Διαφθοράς  Ελένη Τουλουπάκη, υποχρεώθηκε -από τον νόμο περί ευθύνης  υπουργών,- να στείλει στη Βουλή -«αμελλητί» και χωρίς αξιολόγηση των στοιχείων- τα ονόματα δέκα πολιτικών που αναφέρθηκαν στην έρευνα, από επώνυμους μάρτυρες που ήταν σε θέση να γνωρίζουν -τους οποίους η Πολιτεία έθεσε υπό προστασία.

Αρμόδια δικαστικά όργανα δικαίωσαν την Τουλουπάκη αργότερα. Αλλά οι αθλιότητες που είχαν μεσολαβήσει εναντίον της -από πολιτικούς, κόμματα και ΜΜΕ- αμαύρωσαν την εικόνα της Δικαιοσύνης.

Χωρίς την υποχρέωσή της να ενημερώσει τη Βουλή, πριν ολοκληρώσει την έρευνα τα πράγματα θα έπαιρναν το φυσιολογικό δρόμο τους: αν τα απαιτούμενα στοιχεία «έδεναν» τις καταγγελίες  θα ασκούσε διώξεις, αλλιώς θα έθετε τις υποθέσεις στο αρχείο. Είναι αδιανόητος ο ισχυρισμός ότι… δεν έπρεπε να ερευνηθούν οι δέκα, επειδή ήταν πολιτικοί. Άλλωστε η κοινοποίηση των ονομάτων έγινε από τη Βουλή, όχι από την εισαγγελέα.

 Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε ότι η απιστία έχει παραγραφεί. Αλλά η δωροδοκία- επειδή δεν μπορεί να ενταχθεί στην άσκηση των υπουργικών καθηκόντων -έπρεπε να ερευνηθεί και ο φάκελοι επέστρεψαν στη Δικαιοσύνη. Ως εδώ καλά.

Το πρόβλημα ήταν ότι η κυβέρνηση αντί να κρατήσει αποστάσεις μιλούσε για «το μεγαλύτερο σκάνδαλο». Έτσι έδωσε πάτημα στους ερευνώμενους, να  διαπράξουν απρέπειες απέναντι στην εισαγγελέα, που έκανε τη δουλειά της και την ίδια την έρευνα. Αντί θα τεθούν στη διάθεση της  Δικαιοσύνης, μιλούσαν για «κουκουλοφόρους», «συμμορία» και «σκευωρία».  Σα να ήταν υπεράνω του νόμου οι πολιτικοί.

Αδιανόητα πράγματα για ευνομούμενη χώρα. Να ωρύονται στα κανάλια και ότι θα… βάλουν φυλακή την δικαστική λειτουργό που ερεύνησε υπαρκτές καταγγελίες, όπως όφειλε.

Η Τουλουπάκη δεν φοβήθηκε. Σε συνθήκες τρομοκράτησής της, προχώρησε την έρευνα όσο ήταν δυνατόν,  αρχειοθέτησε εφτά υποθέσεις, άσκησε δίωξη σε μια και δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει άλλες δυο- που είχαν εξέλιξη διόλου τιμητική για κράτος δικαίου.

Η εκδικητική μανία της κυβέρνησης Μητσοτακη την έστειλε στο Ειδικό Δικαστήριο, όπου αθωώθηκε πανηγυρικά,  ενώ οι Κ. Βαξεβάνης, Γιάννα Παπαδάκου και  Αλ. Τράκας-που ειχαν πρωτοστατήσει στις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο- έφτασαν ως την πόρτα του Δικαστηρίου με διώξεις σκοπιμότητας οπυ κατέρρευσαν.

Η εισαγγελέας Τουλουπάκη, και οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι- και όσοι ακόμη αναζήτησαν την αλήθεια -έχουν λόγους να ενίστανται για όσα είπε ο πρώην Πρωθυπουργός στο συνέδριο της Καθημερινής- μετριάζοντας το εύρος του σκανδάλου.  Χωρίς να καλύψει όσους έκαναν τη δουλειά τους, ή το καθήκον τους, μοίρασε αναρμοδίως απαλλαγές. Είτε για το αδίκημα της απιστίας -που δεν ερευνήθηκε ούτε κρίθηκε, λόγω παραγραφή,- είτε για τη δωροληψία που «αρχειοθετήθηκε σε περιβάλλον πολιτικής και μιντιακής πίεσης, αλλά και ενδοδικαστικών μεθοδεύσεων

Ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παρασκευόπουλος σχολίασε επί της τοποθέτησης του Τσίπρα  για διαχείριση που  τοποθέτησε «στο ίδιο τσουβάλι άνθρωποι που ενδεχομένως είχαν εμπλοκή, με ανθρώπους που δεν είχαν»:

-«Ούτε ο Αλ. Τσίπρας, ούτε η τότε κοινοβουλευτική πλειοψηφία επιτρεπόταν να κάνουν επιλογή υπόπτων: Ενώπιόν τους, ατομική κρίση των εμπλεκομένων, είτε λόγω παραγραφής είτε λόγω αναρμοδιότητας της Βουλής κατά το άρθρο 86, δεν έλαβε χώρα ποτέ. Προς τί λοιπόν η αυτοκριτική και η «απολογία»;

Το ερώτημα είναι απλό: πώς μπορούσε να γνωρίζει η κυβέρνηση τότε και ο επικεφαλής της σήμερα ποιος ήταν ένοχος και ποιος αθώος; Με κριτήριο μπορούσε να κάνει… επιλογή ποιοι θα ερευνούν και ποιοι όχι; Πού κολλάει η αναζήτηση συμμάχων που έγιναν εχθροί – σε μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά τη Δικαιοσύνη;

Η αναφορά του Τσίπρα, χωρίς να περιλαμβάνει την καταδίκη της μαζικής αθλιότητας κατά της Τουλουπάκη και  των δημοσιογράφων που επιχειρήσουν να φωτίσουν της αλήθεια τους αδικεί.  Η εισαγγελέας έκανε το καθήκον της -και της αξίζει έπαινος για την αντίσταση της στον πόλεμο που εξαπολύθηκε εναντίον της και της κόστισε την συνέχιση της σταδιοδρομία της- και οι δημοσιογράφοι έκαναν τη δουλειά τους.

 Σε αντίθεση με άλλους δικαστικούς λειτουργούς, δημοσιογράφους και πολιτικούς, που  εμφανίσθηκαν να στερούνε από την αρμόδια Εισαγγελία το δικαίωμα να ερευνά καταγγελίες -σα να  είχαν  το ακαταδίωκτο.

Αυτό που δεν έλαβε υπόψη ο Αλέξης Τσίπρας στην αυτοκριτική – δίκην αυτομαστίγωσης-είναι ότι για το σκάνδαλο ουδείς έχει απαλλαγεί. Για τον απλούστατο λόγο ότι η απιστία ουδέποτε κρίθηκε, ως παραγραφείσα, και για τη δωροδοκία ουδείς “αθωώθηκε”, γιατί ουδείς κατηγορήθηκε: νόμιμη δικαστική  έρευνα  διενεργήθηκε. Και ας μην κρυβόμαστε: δεν ολοκληρώθηκε ποτέ με ομαλότητα και σεβασμό στη Δικαιοσύνη.  

Ούτε από την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνησή τους- αλλά ούτε από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ που, δια του τότε επικεφαλής του διαχωρίζει σήμερα εκ των υστέρων πιθανούς εμπλεκόμενους και μη χωρίς να τους κατονομάζει -ούτε τους μεν, ούτε τους δε.  

Αν μιλήσουμε για στοχοποιήσεις, υπήρξαν αλλά δεν αφορούν πολιτικούς. Αλλοίμονο αν θεωρείται  στοχοποίηση η δικαστική και δημοσιογραφική έρευνα.  Στόχοι έγιναν η Τουλουπάκη και όσοι  δημοσιογράφοι αναζήτησαν την αλήθεια-με κόστος για τους ίδιους.  Ότι για αυτούς δεν είπε  κουβέντα στην αυτοκριτική του ο πρώην Πρωθυπουργός, προκαλεί  δικαιολογημένη  απογοήτευση…