Συνέντευξη Τσίπρα: Δύο ώρες, έτσι, χωρίς πρόγραμμα

Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας στο βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, Αθήνα, Πέμπτη 30 Ιουλίου 2015. (Φωτό: ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ).

Του Γ. Λακόπουλου

 

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Μετά την ΕΡΤ, στο ‘Κόκκινο’. Οι συνεντεύξεις του Πρωθυπουργού σε οικείο περιβάλλον  αποδεικνύονται η προσφιλής του μέθοδος. Η ουσία όμως δεν αλλάζει: παρά τον  εξαίρετο λόγο του μπορεί  να διακρίνει κανείς  αντιφάσεις, μισές αλήθειες και επιλεκτικές αναφορές. Έτσι οι απαντήσεις μένουν ελλιπείς και οι απορίες  για τη στρατηγική του παραμένουν…

Η τελευταία συνέντευξη έδειξε ότι ο Πρωθυπουργός επιμένει να υιοθετεί  ύφος που παραπέμπει στο ανέκδοτο με εκείνον που σκότωσε τους γονείς του και  μετά επικαλείται  ως ελαφρυντικό την ορφάνια του. Δηλαδή, χρησιμοποιεί ως δικαιολογίες αυτά που ό ίδιος προκάλεσε.

Υπάρχει και άλλος Τσίπρας;

Αν συγκρίνει κανείς όσα λέει τώρα με όσα έλεγε για  μήνες μετά την εκλογή του, θα διαπιστώσει ότι δεν  παραδέχεται  ότι υπήρξαν  ούτε καν όσα είναι  καταγεγραμμένα: οι  ‘κόκκινες  γραμμές’, η ‘λαϊκή εντολή να  υποχωρήσουμε’ κλπ. Ακόμη και ότι δεν είπε προεκλογικά  ότι θα σκίσει μνημόνιο, ισχυρίστηκε.  Σαν να  υπήρχε ένας άλλος  Τσίπρας και ένας  άλλος ΣΥΡΙΖΑ που υπόσχονται ότι αμέσως μετά τις εκλογές: Μνημόνιο τέλος.

Με βάση όσα ακούστηκαν και σ’ αυτή τη συνέντευξη, η εικόνα του Πρωθυπουργού  είναι η εξής:

– Πιεζόμενος – και προκειμένου να μη  χρεοκοπήσει η χώρα  –δέχθηκε  τους όρους των εταίρων για την συνέχιση της χρηματοδότησης προς την Ελλάδα. Αυτό τον έφερε αντιμέτωπο με τη σκληρή πτέρυγα του κόμματός του που απειλεί είτε να τον ανατρέψει είτε να τον εγκαταλείψει, αλλά ο ίδιος επιλέγει τον  ευρωπαϊκό δρόμο  και  συγκρούεται  μαζί τους. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Ποιος είναι ο λαϊκιστής

Ότι στη  δραματική σύνοδο  Κορυφής της 12 Ιουλίου ο Πρωθυπουργός πήρε τη σωστή απόφαση τελικά δεν υπάρχει αμφιβολία. Αλλά ως εκεί  έφτασε με  υπαιτιότητα της δικής του κυβέρνησης. Ο ίδιος άλλωστε παραδέχθηκε ότι  θα ήταν καλύτερα να έχει ολοκληρώσει τη διαπραγμάτευση τον Φεβρουάριο. Και ο ίδιος άλλαξε υπουργό Οικονομικών στην πιο κρίσιμη φάση της διαπραγμάτευσης.

Από εκεί και πέρα, όταν καταγγέλλει τον «λαϊκισμό» των εταίρων και χρησιμοποιεί αναφορές  στον Λένιν για να θεμελιώσει τη θέση του  για τη στρατηγική  μιας  ευρωπαϊκής  κυβέρνησης το 2015, κάπου μας μπερδεύει.

Όπως μας μπερδεύει λέγοντας ότι «η Ελλάδα έγινε  πρωτοσέλιδο παγκοσμίως με θετικούς   όρους», όταν και οι πέτρες ξέρουν ότι  από αυτά τα πρωτοσέλιδα προκύπτει ότι η χώρα περιήλθε σε πλήρη αναξιοπιστία  και η  κατάστασή της σήμερα είναι πολύ χειρότερη από ότι την παρέλαβε από την αποτυχημένη κυβέρνηση Σαμαρά.

Επιπλέον, όταν διακρίνει ότι «τα  πράγματα είναι αναστρέψιμα τα πράγματα στη οικονομία», μας μπερδεύει περισσότερο. Είναι αναστρέψιμα με την  εφαρμογή του προγράμματος που συμφώνησε με τους εταίρους; Τότε γιατί το καταγγέλλει; Γιατί δηλώνει ότι δεν έχει την  ιδιοκτησία του και θα αγωνιστεί για να το ανατρέψει; έχει κάποιο άλλο πρόγραμμα και ποιο είναι αυτό;

Εκεί όμως που μένουμε άναυδοι είναι ότι ενώ κάνει μια συμφωνία με τους εταίρους της χώρας, -με την οποία λέει ότι απέτρεψε τη χρεοκοπία της-,  όταν ερωτάται  αν οι εταίροι «μπαίνουν σαν γκάνγκστερς στη χώρα», απαντάει : «δεν υπάρχει  αμφιβολία γι αυτό». Με  γκάνγκστερς συμφώνησε;

Σε κάποια σημεία της συνέντευξής του ο Αλέξης Τσίπρας έδειχνε να απολογείται στην εσωκομματική του αντιπολίτευση  και να προσπαθεί να τους πείσει ότι  είναι και αυτός αριστερός, αλλά είναι υποχρεωμένος να κάνει ένα βήμα πίσω. Ότι οι διαφορές μαζί τους είναι διαφορές τακτικής, όχι  στρατηγικής. Αλλά, αν είναι έτσι, ποια είναι η στρατηγική;

Ερωτώμενος για τη λύση που θα προτιμούσε, η απάντηση δεν ήταν: να δουλέψουμε σκληρά, να βρούμε επενδυτές, να εξασφαλίσουμε τη βοήθεια των εταίρων.  Ήταν «να  δημιουργήσουμε … κίνημα αλληλεγγύης»! Δηλαδή  η κυβέρνηση που εκπροσωπεί  τη χώρα στις διεργασίες με τους εταίρους, να ταχθεί εναντίον των εταίρων σε συνεργασία με όσους εκπροσωπούν τα «κινήματα» τους ή τον εαυτό τους.

Αν ο Πρωθυπουργός κλείνει το μάτι στο εσωκομματικό μέτωπο υπονοώντας ότι «απλώς μια στάση κάνουμε και θα συνεχίσουμε προς το στόχο» πρέπει να ορίσει και ποιος είναι ο στόχος; Να βγούμε από την Ευρώπη ή να μείνουμε;

Αν είναι το δεύτερο, τι νόημα έχει να το λέει στον Λαφαζάνη; Αν είναι να μείνει, τότε προς τι οι εξηγήσεις στον Λαφαζάνη;

Τι εννοεί όταν λέει ότι μπορεί να συζητήσει  σοβαρά με τους αντιευρωπαϊστές του ΣΥΡΙΖΑ, «το θέμα της δραχμής και το θέμα της ευρωπαϊκού προσανατολισμού»; Αν τα συζητάει δεν σημαίνει ότι γι’ αυτόν δεν είναι δεδομένα και αδιαπραγμάτευτα, αλλά μια προσωρινή και αναγκαστική επιλογή; Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί δεν τα συζητούσε προεκλογικά  ώστε να πάει στις εκλογές με καθαρή γραμμή και να ξέρει τι θα κάνει μετεκλογικά;

Όταν λέει ότι από τη μια θα εφαρμόσει το Μνημόνιο -με το οποίο δεν συμφωνεί- και από την  άλλη ότι «θα είμαστε στους  κοινωνικούς αγώνες» στο πλευρό των  εργαζομένων,πως ακριβώς θα γίνεται; Θα διαδηλώνει εναντίον της κυβέρνησης του για μια  πολιτική την οποία θα  υπόσχεται ταυτόχρονα και να την ανατρέψει και να  την εφαρμόσει;

Αυτό συνιστά εμπαιγμό είτε έναντι των εταίρων, είτε έναντι των εργαζομένων.   Όπως εμπαιγμό συνιστά να λέει ότι τα προηγούμενα μνημόνια  είχαν προσαρμογή κατά 16 μονάδες του ΑΕΠ και το δικό του μόνο 3 μονάδες. Μα αφού την προσαρμογή την έκαναν οι προηγούμενοι!

Η επικαιρότητα ανέδειξε από τη συγκεκριμένη συνέντευξη την επαπειλούμενη σύγκρουση του με την εσωκομματική του αντιπολίτευση, αλλά πάλι το τοπίο στο οποίο θα εξελιχθεί αυτή η σύγκρουση είναι θολό.

Θέλει τα ίδια με τους ακραίους του ΣΥΡΙΖΑ ή απλώς αυτοί βιάζονται ; Και ποια είναι αυτά τα ίδια; Έχει  διαφορετικές θέσεις; Τότε γιατί λέει  ότι καλή λύση για την Αριστερά θα ήταν να «εξασφαλιστεί η χρηματοδότηση» χωρίς μέτρα; Ποιος θα την εξασφάλιζε; Και αν, αντί για φόρους, αρκεί η εισπραξιμότητα των φόρων ποιος τον εμποδίζει να την εξασφαλίσει;  Γιατί δεν εισπράττει τους φόρους;  Δεν θέλει -είπε- η τρόικα, «να πληρώνουν οι πλούσιοι αλλά μόνον οι φτωχοί, αλλά  το αντίθετο λέει: ότι στην Ελλάδα δεν πληρώνουν οι πλούσιοι.

Ο  Πρωθυπουργός είπε ότι με κάποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε να δεχθεί τους  κανόνες της ευρωζώνης. Μα αυτό δεν  είναι  παραχώρηση, είναι δέσμευση για να μείνει μια χώρα στο ευρώ. Πόσο σοβαρό είναι  τα «επιχειρήματα της άλλης πλευράς» να  απορρίπτονται επειδή είναι  της «άλλης πλευράς»;

Υπήρχαν σ’ αυτή τη συνέντευξη και στιγμές αμηχανίας του Αλέξη Τσίπρα -ειδικά όταν επρόκειτο να μιλήσει για το συγκεκριμένο, όπως π.χ. την κατάσταση στις Σκουριές. Ή όταν έλεγε ότι «δεν έγινε ενιαίος  κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ» -σα να ευθύνονται άλλοι, γι΄αυτό. Όταν ρωτούσε «Ποιο είναι το κέντρο των αποφάσεων», ενώ όφειλε να έχει την απάντηση. Και όταν έλεγε ότι η πολυσυλλεκτικότητα είναι ανεκτή στο κόμμα, αλλά όχι και στη Βουλή -ενώ ο ίδιος τη μετέφερε και στην κυβέρνηση.

Με άλλα λόγια ήταν μια συνέντευξη στην οποία  περισσότερη αξία έχουν αυτά που δεν ακούστηκαν, παρά όσα ακούστηκαν. Με πρώτο  το θέμα  Βαρουφάκη – το οποίο αποσιωπήθηκε πλήρως, σα να μην υπάρχει ή σα να μην αφορά τον Πρωθυπουργό. Γενικά είχε κανείς την αίσθηση ότι κάτι προσπάθησε να αποσιωπήσει, με ένα σλάλομ ανάμεσα στις ιδιότητες του  αρχηγού κόμματος, του πρωθυπουργού, του εταίρου, του  αιτούντος δανεισμό, του αριστερού και του υπεύθυνου κυβερνήτη.  Μετατοπίζοντας τα κριτήρια από τη μια περιοχή στην άλλη, από την μια περίοδο στην άλλη και από τη μια  οπτική γωνιά στην άλλη, το μόνο που δεν προέκυπτε  ήταν τι συνέβη ως τώρα και τι θέλει από εδώ και πέρα.  Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα…

Γιατί συνιστά αντίφαση τη μια μέρα να λέει να αντιστοιχίσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ του 4% με τον κοινωνικό του 36% και την άλλη να αναθέτει στο 4% να πάρει -με εσωτερικό δημοψήφισμα- αποφάσεις όχι μόνο για το 36%, αλλά για ολόκληρη την χώρα.