Το άδειο ποτήρι του ΣΥΡΙΖΑ και η αισθητική της αναδημιουργίας: νέο κόμμα με παλιές ιδέες ζητά ηγέτη με σκοπό την επανίδρυση

Του Νίκου Λακόπουλου

Καθώς πλησιάζουν οι εκλογές για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το ερώτημα πόσα και ποια κόμματα θα βγουν από το συνέδριο πλανάται πάνω από ένα κόμμα που το ποσοστό που πήρε στις τελευταίες εκλογές μπορεί να μην υπάρχει πλέον.

Βέβαια αν δούμε το ποτήρι μισογεμάτο η Έφη Αχτσιόγλου, φαβορί στις εκλογές, θα είναι πολύ σύντομα αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και θα βρεθεί -αν ξεπεράσει το σκόπελο των ευρωεκλογών- απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Με ένα 27% στις ευρωεκλογές, όχι παράλογο, το νέο κόμμα -σύμφωνα με ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να διεκδικήσει την πρώτη θέση και να έχουμε σε τέσερα χρόνια την πρώτη γυναίκα πρωθυπουργό.

Αν δούμε το ποτήρι μισοάδειο βέβαια και το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ είναι κάτω από 10% -που μπορεί να είναι ήδη- μάλλον το κόμμα θα πρέπει να αναζητήσει νέο αρχηγό.

Το πρόβλημα για την Έφη Αχτσιόγλου -αν εκλεγεί- είναι η κυριαρχία της σε ένα κόμμα με φυγόκεντρες δυνάμεις άγνωστο με πόσες συγκρούσεις σε ένα κόμμα που με εξαίρεση τον Αλέξη Τσίπρα απέβαλε εύκολα τους αρχηγούς του.

Η Μαρία Δαμανάκη δεν τα κατάφερε και βρέθηκε τελικά σε άλλο κόμμα, ενώ αγνοείται η τύχη του Αλέκου Αλαβάνου που όταν περιέγραφε μια Μεγάλη Αριστερά δεν φανταζόταν πως αυτή θα γινόταν, αλλά από ένα νέο ηγέτη που επέλεξε ο ίδιος για υποψήφιο δήμαρχο Αθήνας αρχικά.

Τι θα κάνουν όσοι λένε σήμερα πως οι εκλογές “δεν είναι καλλιστεία” αν η νέα πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι η Έφη Αχτσιόγλου που δεν γεμίζει το μάτι σε βαριά πολιτικοποιημένα μουστάκια που μάλλον θεωρούν την πολιτική και την αριστερά ανδρική υπόθεση;

Προς το παρόν η Έφη Αχτσιόγλου, μια νέα και ωραία γυναίκα, έχει ως πλεονέκτημα αυτό που οι κακοκούτσουνοι κι “αριστεράδες” σύντροφοί της θεωρούν μειονέκτημα.

Η απόφασή της να διεκδικήσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ -πιθανόν του νέου ΣΥΡΙΖΑ- έκανε ήδη τον ανταγωνιστή της Ευκλείδη Τσακαλώτο, αλλά και τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μοιάζουν με παππούδες.

Πριν από όλα όμως θα πρέπει να διατηρήσει το κόμμα της ενωμένο, να το ανανεώσει και να το διευρύνει. Αν δεν το πετύχει μπορεί να είναι απλά μια ακόμα γυναίκα που ανέλαβε την ηγεσία ενός κόμματος για ένα μικρό διάστημα ή για ένα πολύ μικρό διάστημα.

Ο Αλέξης Τσίπρας όταν εμφανίστηκε στην πολιτική ζωή ως ένας πολύ νεαρός αρχηγός κόμματος με μαλλί “καρφάκια”και δημοτικότητα που έχασε μετά και δεν είχε περισσότερα προσόντα.

Πιο πολύ από τις αντιμνημονιακές κορώνες και τα go home Μerkel μέτρησε το νεανικό στυλ της πολιτικής χωρίς γραβάτα αφού όπως αποδείχτηκε ο ταλαντούχος νεαρός κέρδισε τις εκλογές όχι γιατί θάσκιζε τα μνημόνια, αλλά όταν οι ψηφοφόροι βεβαιώθηκαν ότι δεν θα το κάνει.

Ξανακέρδισε άλλωστε τις εκλογές αφού αποδέχτηκε ένα μνημόνιο και δεν τις έχασε γι΄αυτό, αλλά για το -μη- έργο της κυβερνητικής θητείας του και συνετρίβη όταν πήρε από το 32% την εντολή να αλλάξει το κόμμα, αλλά δεν το έκανε.

Μέσα στην ίδια δεκαετία ο Αλέξης έγινε Τσίπρας και σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις ένα ποσοστό γύρω στο 67% έβρισκε την αντιπολίτευση αντιπαθητική -ένα ποσοστό που μεγάλωσε μπροστά στην κάλπη.

Γιατί έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την παραίτηση Τσίπρα θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα αν έχασε τις εκλογές επειδή ήταν ή επειδή δεν ήταν αρκετά αριστερός και ριζοσπαστικός.

Η απώλεια δυνάμεων και από τα δεξιά και από τα αριστερά δείχνει πως τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ -ένα αντιμνημονιακό κόμμα που υπέγραψε ένα μνημόνιο από το οποίο καμαρώνει ότι βγήκε- έχασε τις εκλογές γιατί ήταν ένα κόμμα λίγο αριστερό, λίγο κεντρώο με δεξιές ανταύγειες.

Ένα κόμμα που πήρε την κυβέρνηση με δεξιά δεκανίκια, αλλά δεν έγινε λαϊκό κόμμα με «πόρτα» στις τοπικές οργανώσεις για να μην μολυνθεί από τους όσους θα αλοίωναν την «αριστερή» φυσιογνωμία του.

Το αποτέλεσμα ήταν να χάσει ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του που δεν το θεωρούσαν πια αριστερό και ένα άλλο που το θεωρούσαν εμμονικά αριστερό.

Η νέα ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να μιλήσει μια νέα γλώσσα και προφανώς η αισθητική του/της αρχηγού είναι μέρος αυτής της γλώσσας σε μια εποχή που δεν έχει σημασία τι λες, αλλά τι φοράς όταν το λες.

«Οι πολίτες προσήλθαν στην κάλπη, για να εκφράσουν την πολιτική δυσαρέσκεια και την αποδοκιμασία τους προς τον ΣΥΡΙΖΑ, τιμωρώντας τον για την ιδεολογική, προγραμματική και οργανωτική του ανεπάρκεια» γράφει ο Δημήτρης Τεμπονέρας στην επιστολή του στην Κεντρική Επιτροπή.

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ήθελαν να τιμωρήσουν και προσωπικά τον Αλέξη Τσίπρα που πολλοί από αυτούς τον λάτρεψαν, αλλά τους διέψευσε, αν δεν τους πρόδωσε όπως θεώρησαν πολλοί από αυτούς.

“Να επανεφεύρουμε τον ΣΥΡΙΖΑ

Ο Αλέξης Τσίπρας έφερε νέα στοιχεία στην πολιτική της Αριστεράς, οδήγησε ένα κόμμα του 3,3% σε ποσοστά ασύλληπτα για ένα κόμμα της Αριστεράς, αλλά ένα ποσοστό από το 35% ή το 32% δεν οφείλεται στον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά σε πολίτες που ήθελαν ένα νέο κόμμα κι έπεσαν πάνω στην αισθητική του Πολάκη.

‘Να ανανεώσουμε τολμηρά το έμψυχο δυναμικό, να βάλουμε τέλος σε νοοτροπίες που μας κόστισαν. Πρέπει να εφεύρουμε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ που θα διαβάσει τις νέες προκλήσεις της εποχής και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες” έχει πει ο Αλέξης Τσίπρας παραμερίζοντας για να έλθει το «νέο κύμα».

Πρόκειται για μια ειλικρινή ομολογία ότι δεν τα κατάφερε να εφεύρει ο ίδιος ένα νέο ΣΥΡΙΖΑ και η παραίτησή του για ένα νέο κύμα πιθανόν να ανέβασε την δημοτικότητά του και να ξανάγινε Αλέξης.

Προφανώς δεν αποχώρησε από την πολιτική, απλά παραμέρισε βάζοντας το κόμμα του μπροστά σε ένα σοκ που μπορεί να είναι δημιουργικό ή καταστροφικό.

Δεν μπορεί να χτιστεί ένα κόμμα με υλικά κατεδάφισης, ούτε χωράνε όλοι σε ένα νέο κόμμα που πρέπει να αποβάλλει παλιές νοοτροπίες καθώς ένα νήμα συνδέει τα μουστάκια όσων απεχθάνονται τα “καλλιστεία” με ιδέες για επανακρατικοποιήσεις, κρατικά πανεπιστήμια και τον τρόπο λειτουργίας του κόμματος.

Η ήττα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πρώτα πρώτα ιδεολογική και η οργανωτική επισκευή δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα που δεν είναι θέμα ηγεσίας: αν ο Αλέξης Τσίπρας με 97% αποδοχή δεν κατάφερε να φτιάξει ένα σύγχρονο ανοιχτό κόμμα, πώς θα μπορέσει ένας νέος αρχηγός που ετοιμάζονται ήδη να κατασπαράξουν;

Ένα νέο κόμμα δεν μπορεί να είναι προϊόν επισκευής και το πρόβλημα του αρχηγού -που συνήθως είναι αναλώσιμος- είναι μικρότερο από την σύνδεσή του με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας.