Όταν οι δημοσιογράφοι σώζουν τη δημοσιογραφία – και αυτή τους απομακρύνει: Η περίπτωση Μαρίλης Μαργωμένου

Του Γ. Λακόπουλου

 Μιλώντας, πάλι, σε πρώτο πρόσωπο θα ότι για χρόνια δεν έχανα ποτέ κείμενο που είχε την υπογραφή  της Μαρίλη Μαργωμένου.

Ήλθε στο « Βήμα»   μέσω του Ψυχάρη. Ηταν το πιο ταλαντούχο πρόσωπο που πέρασε την πόρτα της  εφημερίδας, στις τρεις δεκαετίες που ήμουν εκεί.

Σεμνή και ευγενής, ντυμένη απλά, λιγόλογη, σχεδόν «αντικοινωνική», αλλά με νεύρο και ταλέντο που έκανε μαγικό  το «χειρόγραφο»  της και διαμόρφωνε το δικό της στυλ. 

Πάνω από όλα είχε τσαγανό – όσοι λίγοι στο σύγχρονο ρεπορτάζ. Σαν  έκφραση του «αντικομφορμισμού» της 

Κάποια στιγμή την «άρπαξε» από το «Βήμα» ο Παπαχελάς για την «Καθημερινή» .

Δεν  ξέρω τι στράβωσε και είναι εκτός δημοσιογραφιίας πλέον.

Το υπαινίσσεται : κάποιοι πήγαν να την βάλουν σε καλούπια και δεν μάσησε. Αν κατάλαβα καλά όσο ορίζουν τη σημερινή δημοσιογραφία την απομάκρυναν.

 Προφανώς τα σημερινά ΜΜΕ δεν σηκώνουν «αγρίμια» σαν την Μαργωμένου. Δημοσιογράφους με καθαρή ματιά στα πράγματα και ρεπόρτερς με πηγαία αίσθηση της υποχρέωσης για -κοπιώδη-αναζήτηση της αλήθειας.

Δεν συμβιβάσθηκε, αποσύρθηκε και δίνει στη δημοσιότητα το πρώτο της βιβλίο: «Το θηρίο βγήκε βόλτα», από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

 Δεν πρόλαβα να το διαβάσω, αλλά διάβασα μια  καταπληκτική συνέντευξη στον Γιάννη  Πανταζόπουλο στη LiFO.

Μεταφέρω κάποια  αποσπάσματα που δείχνουν ότι δεν πάνε όλα χαμένα στη δημοσιογραφία- ιδίως όταν την περιγράφουν όπως πρέπει να είναι , όσοι την άσκησαν έτσι.

«Έβαζα στο μυαλό μου κάτι απίθανο και πήγαινα και το ‘κανα. Ήταν.. σαν να ζεις πολλές ζωές σε μία: σαν να μπαίνεις σε ένα ορυχείο χρυσού στα έγκατα της γης, να γνωρίζεις τον Ρίτσαρντ Μπράνσον, να τρέχεις σε αυτοσχέδιους αγώνες ταχύτητας στα Λιμανάκια, να σου δείχνει ο Καρλ Λιούις πώς τινάζει το πόδι του στον βατήρα της εκκίνησης, να νιώθεις τη γη να τρέμει, ενώ εκτοξεύεται μπροστά σου ένας δορυφόρος στο Διάστημα, να παίρνεις τηλέφωνο τον Γούντι Άλεν και να σε βρίζει, να κοιμάσαι σε ένα ιγκλού στον Όλυμπο ανάμεσα σε επτά καταδρομείς.

«Μια σουρεαλιστική bucket list, χωρίς καν να χρειαστεί να πεθάνεις στο τέλος.

«Δεν υπάρχει αρχισυντάκτης στο σύμπαν που να του πεις πως θα βρεις Έλληνες που γλίτωσαν από πλοία που βυθίστηκαν και αεροπλάνα που έπεσαν και θα σου εξηγήσουν τι είναι αυτό στον χαρακτήρα τους που τους έσωσε την κρίσιμη στιγμή κι αυτός να σου απαντήσει: «Μπα, κάνε μου καλύτερα τα αποθέματα νερού της ΕΥΔΑΠ». Ή, τέλος πάντων, τότε δεν υπήρχε».

«Στη δημοσιογραφία, όπως είναι σήμερα, δεν μου αρέσει ούτε που ψάχνει ξεπέτες για να γεμίσει κουτάκια, ούτε που δεν τη νοιάζει ποιος γράφει γι’ αυτήν, αρκεί να της γεμίζει τις σελίδες και να ζει με ψίχουλα, ούτε που ευτέλισε το κοινό της, δωρίζοντάς του σκουπίδια στο σελοφάν του κυριακάτικου, ούτε που εκμαύλισε τους αναγνώστες της, χαϊδεύοντας τρυφερά τα μισόκουφα, πλέον, αυτιά τους“.

«Είναι εύκολο να ρίχνουμε το ανάθεμα στα social media, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως οι εφημερίδες φτήνυναν. Καλά κείμενα μόνο σε μερικά portals βρίσκει πια κανείς, σε κάτι κιβωτούς γραφιάδων σαν τη LiFO, επανδρωμένες με τους τελευταίους της ράτσας μας, που αρνούνται να κατεβάσουν τα μολύβια. 

«Τα social media, αν τα δει κανείς δημοσιογραφικά, είναι ένα διαρκές χάσιμο, ένας χυλός που σε μπουχτίζει, και πάντως δεν σου μαθαίνει τίποτα. Αυτή η περίφημη «δημοσιογραφία των πολιτών» είναι ευτελισμός της δουλειάς μας. Ένα πληκτρολόγιο και μια κάμερα στο κινητό δεν σε κάνουν δημοσιογράφο, θαμώνα καφενείου σε κάνει».

 Τι κρίμα που δεν υπάρχουν στα ελληνικά ΜΜΕ πολλές Μαρίλες Μαργωμένου.

Ή που δεν υπάρχει επαγγελματικό δικαστήριο να δικάζει όσους τις ωθούν έξω από τον κλάδο.