Καραμανλής 2009 – Τσίπρας 2015: Βίοι παράλληλοι

Του Γ. Λακόπουλου

ΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

Τσίπρας από τα παλιά. Η συνέντευξη Τύπου του επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη, ανέδειξε τα  προσωπικά του πλεονεκτήματα του έναντι των αντιπάλων του. Το φυσικό χάρισμα του  να  εκθέτει  απόψεις με πειστικότητα, η άνεση στο χειρισμό του λόγου και οι φλεγματικές αντιδράσεις, εξακολουθούν  να αποτελούν το ισχυρό χαρτί του  κόμματός του και σ’ αυτές τις εκλογές.

Έχοντας απέναντι το ύφος «μαχαλόμαγκα» που υιοθετεί ο βασικός αντίπαλός του και τις σχεδόν δυσλεκτικές παρουσίες άλλων πολιτικών ηγετών, που απλώς παπαγαλίζουν ‘τσιτάτα’ επικοινωνιολόγων, ο Τσίπρας μπαίνει στην τελική φάση  των εκλογών με τα βασικά όπλα του: τον λόγο και τη φρεσκαδούρα της δημόσιας παρουσίας του. Ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ είναι  πάντα ο πιο χαρισματικός πολιτικός της εποχής. 

Από αυτή την άποψη κατά κάποιο τρόπο μοιάζει με τον Κώστα Καραμανλή του 2004: ο ίδιος ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού, αλλά πίσω του υπήρχε ένα κόμμα- βαρίδι. Είχε διαγνώσει που βρίσκεται το πρόβλημα της χώρας και σήκωσε τη σημαία απαγκίστρωσης της πολιτικής από τους ‘νταβατζήδες’, αλλά πολλοί από το κόμμα του γυρόφερναν στις αυλές τους. Κατάλαβε την αξία της  εθνικής χειραφέτησης από τον υπερατλαντικό παράγοντα, αλλά τα στελέχη του δεν κατανόησαν ποτέ την αξία της οικονομικής συνεργασίας μιας δυτικής και κοινοτικής χώρας με τους Κινέζους και τους Ρώσους.

Αντίστοιχα προβλήματα με τον Καραμανλή αντιμετωπίζει ο Τσίπρας. Το κόμμα που είχε και έχει -ή μάλλον που δεν έχει -στη διάθεσή του είναι εξ ίσου προβληματική -ή και χειρότερη- ομάδα  από τη ΝΔ που είχε στη διάθεσή του ο Καραμανλής. Και από αυτή την άποψη ο πρωθυπουργός του 2015 ακυρώνεται σαν τον πρωθυπουργό του 2004: από το ίδιο το κόμμα του.  Όπως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι «Δεξιοί» έβλαψαν τον Καραμανλή ως πολιτικό έτσι και οι ‘Αριστεροί’ απειλούν να καταστρέψουν τον Τσίπρα.

Τηρουμένων των αναλογιών, το 2008 ο Καραμανλής αντιμέτωπος με το δάκτυλο του Παυλίδη με τον Τατούλη και τον Μανώλη  και  τα μπαϊράκια των γαλάζιων συνδικαλιστών που μεγέθυναν οι ντουντούκες της  διαπλοκής,  δεν είχε περιθώρια για μέτρα που θα αναχαίτιζαν την κρίση. Ο Τσίπρας, αντιμέτωπος με το δάκτυλο της Ζωής και το  φέουδο του Λαφαζάνη ή τους σαλεμένους  της Κουμουνδουρου, ξεκίνησε μια διακυβέρνηση χαμένη από χέρι.  

Αποτελεί στοιχείο ωριμότητας και για τους δυο πολιτικούς ότι κατέφυγαν στις εκλογές για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Έτσι κάνουν οι πρωθυπουργοί, ακόμη και αν πρόκειται να φύγουν. Ή  αλλιώς ακόμη και όταν τους επιτρέπει η ηλικία τους να  φύγουν.

Το 2009 η χαρισματική παρουσία του Καραμανλή και ο σαφής προγραμματικός λόγος του στην Έκθεση Θεσσαλονίκης δεν απέτρεψε την ήττα του από τον υποδεέστερο του στον ανοικτό δημοσιά χώρο Γ. Παπανδρέου. Ίσως την επιδείνωσε. Το μιντιακό σύστημα είχε προετοιμάσει το περιβάλλον άλλωστε. Αλλά ο Καραμανλής έχασε πρώτα από το κόμμα του και μετά από τον αντίπαλο του. Ή από τους στοχοποιημένους ολιγάρχες που ήθελε να περιορίσει στο φυσικό χώρο τους και να εκτοπίσει από τα κέντρα των πολιτικών αποφάσεων.

Το  2015 τα επικοινωνιακά χαρίσματα του Τσίπρα αρκούν για να πετύχει απέναντι σε έναν αντίπαλο εξ ίσου υποδεέστερο; Ο Μεϊμαράκης χρησιμοποιεί την ίδια  μέθοδο που χρησιμοποιούσε ο Παπανδρέου  κατά Καραμανλή: μεταφορά του άξονα  της προεκλογικής καμπάνιας στο πρόσωπό του και προσπάθεια να φορτιστεί αρνητικά το όνομά του. Και στις δυο περιπτώσεις  -και παρά τα λάθη των δυο απερχόμενων πρωθυπουργών- τα φυσικά χαρακτηριστικά εκατέρων δεν θα επέτρεπαν να πετύχει αυτή η τακτική αν δεν υπήρχε η απροκάλυπτη μιντιακή στήριξη της. Αλλά και αν η ΝΔ η ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν κόμματα με επάρκεια πολιτικού προσωπικού.

Από αυτή την άποψη όπως το 2009 ο πραγματικός αντίπαλος του Καραμανλή δεν ήταν ο Παπανδρέου, έτσι και σήμερα αυτός που βρίσκεται απέναντι στον Τσίπρα δεν είναι ο Μεϊμαράκης αλλά ένα  ολόκληρο σύστημα που θα χάσει αν ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ επιστρέψει στο Μέγαρο Μαξίμου. Αυτό το σύστημα έχει με το μέρος δύο στοιχεία:

Το ένα είναι η αποτυχημένη επτάμηνη διαπραγμάτευση της κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, σε συνδυασμό με την καθυστερημένη υιοθέτηση της ανάγκης για συμφωνία με τους εταίρους και  αποδοχή του Μνημονίου. Όταν ο Τσίπρας αποφάσισε να κάνει τη στροφή που έπρεπε να κάνει από την πρώτη μέρα, ο δρόμος είχε τελειώσει.

Το δεύτερο είναι η διστακτική -και εν μέρει συναισθηματική-διαχείριση των προσώπων που δεν απομακρύνθηκαν εγκαίρως. Αντίθετα είχαν το χρόνο να βλάψουν τη χώρα, όπως ο Βαρουφάκης με τις παλαβομάρες του στη διαπραγμάτευση. Ή να  βλάψουν το κόμμα όπως η Ζωή και ο Λαφαζάνης με τις ακρότητες  της  ιδεοληψίας ή του μυαλού τους. Ενδεχομένως και άλλοι με την εμφανή ανικανότητα τους να διαχειριστούν μείζονες κρίσεις και  αντί να εξοβελίζονται, επιβραβεύονται.

Το 2009 που ο Καραμανλής είχε δυσκολία να στείλει στο σπίτι τους εκτιθέμενους παράγοντες της κυβέρνησή του, με αποκορύφωμα τον  -ανθρωπίνως κατανοητό αλλά πολιτικά επιζήμιο-  χειρισμό του στη περίφημη Συνέντευξη Τύπου της Θεσσαλονίκης. Κινήθηκε απρόβλεπτα για την εικόνα που είχε ο μέσος πολίτης γι’ αυτόν.

Κατ’ αντίστοιχο τρόπο ο Τσίπρας καλύπτει την διαφημιστική ελεεινολογία Καμμένου απέναντι του, ή πριμοδοτεί την οπισθοδρομική δραστηριότητα Μπαλτά  στην εκπαίδευση και της Χριστοδουλοπούλου στο μεταναστευτικό. Μικρά λάθη με μεγάλες συνέπειες.

Συχνά μερικοί υπουργοί καταπίνουν ολόκληρες τις κυβερνήσεις, ειδικά όταν δεν υπάρχει πάγκος για να τους αντικαταστήσει. Το βλέπουμε ιδίως στην  περίπτωση ΣΥΡΙΖΑ που πάει στις εκλογές  με την πιθανότητα να επιστρέψει με την ίδια κυβερνητική ομάδα, αφού νέα πρόσωπα δεν υπάρχουν στα ψηφοδέλτια.

Εν πάση περιπτώσει, η παρουσία του Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη μπορεί να εκληφθεί ως έναρξη ενός συγκεκριμένου τύπου προεκλογικού αγώνα: δεν θα βασίζεται στη φραστική αντιπαράθεση με τον αντίπαλο, ούτε καν στην αντιδικία για θέσεις και προγράμματα. Θα αφήνει τον ψηφοφόρο να κρίνει ανάμεσα σε δυο μοντέλα πολιτικών. Ο ένας προσπαθεί να εμφανιστεί  ακόμη πιο λαϊκός από όσο είναι για να συγκινήσει τη λούμπεν ψήφο, και ο άλλος  βασίζεται στην ακτινοβολία του λόγου και την εν γένει δημόσια παρουσία του.

Στις ημέρες που απομένουν ως τις κάλπες θα έχουμε λοιπόν το στυλ Τσίπρα απέναντι το στυλ Μεϊμαράκη. Με ποιο από τα δύο ταυτίζεται το εκλογικό σώμα είναι ένα μυστήριο αυτή τη στιγμή.