Ανδρέας Παπανδρέου, η μη ορατή πλευρά του

Του Μάκη Ανδρονόπουλου

Να λοιπόν που κάποιοι θυμήθηκαν πως σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου (5 Φεβρουαρίου 1919 – 23 Ιουνίου 1996) και πως από τότε πέρασαν εκατό χρόνια. Δικαίως λοιπόν γίνονται τα επετειακά μνημόσυνα γι΄ αυτόν, πρώτον γιατί σημάδεψε την μεταπολεμική ιστορία και δεύτερον, γιατί με την πολιτική του απενοχοποίησε και απελευθέρωσε την αριστερά από την τραγική κουκουέδικη διάστασή της. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν υπήρξα ποτέ Παπανδρεϊκός (αν και από το 1989 ψήφιζα ΠΑΣΟΚ από dna-ϊκή αντιδεξιά ιδιοσυστασία) και ότι στα νιάτα μου με ενοχλούσε ο βοναπαρτισμός του, αλλά και οι πειραματισμοί και τα λάθη στην οικονομική του πολιτική κατά την πρώτη 8ετία του ΠΑΣΟΚ, καθώς και το γεγονός ότι δεν ασχολήθηκε με το κόμμα, με την έννοια να εδραιώσει ένα ήθος και μια αισθητική, με τα γνωστά αποτελέσματα.

Χωρίς αμφιβολία ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ένας κοσμοπολίτης με πολυδιάσταση μόρφωση και ενδιαφέροντα που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει «θυρωρούς» για να κάνει τη δουλειά. Με συγκίνησε ότι βγαίνοντας από το νοσοκομείο ως σκιά του εαυτού του ψέλλισε τη λέξη «αγάπη». Τότε, εκείνη τη στιγμή τον είδα αλλιώς, τον κατανόησα και τον συγχώρησα. Αργότερα, όταν είχα την ευκαιρία ως συνεργάτης του Γιώργου Παπανδρέου να γνωρίσω άμεσα το «κοινωνικό ΠΑΣΟΚ», κατάλαβα ακόμη βαθύτερα τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε ως λαϊκός ηγέτης. Σήμερα το πρωί διάβασα τα δύο κομμάτια που δημοσιεύτηκαν στοslpress.gr και τα οποία μας αποκαλύπτουν πτυχές του ρόλου του Ανδρέα Παπανδρέου που δεν ήταν ορατές δια γυμνού οφθαλμού. Αξίζει να διαβαστούν…

Μ. Ανδρ.

100 χρόνια-Μια ιστορία και ένα σχόλιο για τον Ανδρέα Παπανδρέου

 

Βασίλης Ασημακόπουλος

5 Φεβρουαρίου 2019

Η αποτίμηση της διαδρομής κεντρικών πολιτικών προσώπων, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, συνισταμένη ιστορικών και κοινωνικών δυναμικών της εποχής που δρούν, είναι μια κατάσταση διαρκής. Δεν λαμβάνει χώρα μόνο σε επετειακές ημερομηνίες, οι οποίες στην πραγματικότητα αποτελούν μια απλή αφορμή για ένα θέμα που διαρκώς επανέρχεται, επειδή ακριβώς οι συνθήκες το καθιστούν επίκαιρο. Πρόκειται για ένα δυναμικό πεδίο ιδεολογικο-πολιτικής αντιπαράθεσης.

Ούτε ο μεμονωμένος ερευνητής είναι απαλλαγμένος από θεωρητικές προσλαμβάνουσες ή προϊδεασμούς, πολλώ δε μάλλον οι πολιτικοί σχηματισμοί ή οι οργανικοί διανοούμενοί τους που κινούνται στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού, ο οποίος καθορίζει ιεραρχήσεις, προτεραιότητες, σκοπιμότητες, οπτικές. Γι’ αυτό στις κατά καιρούς αποτιμήσεις, παρατηρούνται τάσεις εξιδανίκευσης, πολεμικής, σφετερισμού, εκλεκτικισμού.

Για τους λόγους αυτούς –και αρκετούς άλλους- έχουν γραφτεί ήδη πολλά για τον Ανδρέα Παπανδρέου, σε διαφορετικά επίπεδα και είδη λόγου, προφανώς αντιθετικά μεταξύ τους και θα γραφτούν ακόμα περισσότερα στο μέλλον. Η συζήτηση ανοίγει και δεν κλείνει, καθώς οι ερμηνείες των ιστορικών διαδικασιών αφορούν το σήμερα και το αύριο. Στο περιορισμένο, εκ των πραγμάτων, πλαίσιο ενός σύντομου άρθρου, θα παραθέσουμε μια σύντομη ιστορία με αφορμή και την επικαιρότητα λόγω του Μακεδονικού, προχωρώντας στο τέλος σε ένα σχόλιο, με αναφορά στην ύστερη πολιτική περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου.

Μία σύντομη ιστορία

Όπως είναι γνωστό, η ελληνική Δημοκρατία επέβαλε εμπάργκο στη γειτονική της χώρα, στις 16 Φεβρουαρίου 1994. Εκείνο που δεν είναι τόσο γνωστό, έχει να κάνει με τα νομικά ζητήματα και τις πολιτικές προεκτάσεις τους, λόγω της συγκεκριμένης κυβερνητικής επιλογής, η οποία σημειωτέον τελικά αποδείχθηκε τελεσφόρα, καθώς οδήγησε την υπογραφή της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στις 13 Σεπτεμβρίου 1995. Το γειτονικό κράτος είναι περίκλειστο και η Ελλάδα είχε την υποχρέωση από το Διεθνές Δίκαιο να διατηρήσει λιμάνι ανοιχτό.

Επιπλέον, πιθανολογήθηκε ότι θα εγείρονταν ζητήματα που αφορούσαν την απρόσκοπτη κυκλοφορία προϊόντων στο πλαίσιο κοινοτικών δεσμεύσεων για τους όρους διεξαγωγής διαμετακομιστικού εμπορίου εντός ΕΕ, από εταιρείες οι οποίες δραστηριοποιούνταν σε εξαγωγές προϊόντων που εισάγονταν από το γειτονικό κράτος, μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Κάτι που πράγματι συνέβη. Αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες είχαν τη θέση ότι ακριβώς λόγω των συγκεκριμένων δεσμεύσεων της χώρας, έπρεπε να αφεθεί ανοιχτό το λιμάνι της Θεσσαλονίκης.

Ως αποτέλεσμα αυτών, η επιβολή εμπάργκο με διατήρηση ανοιχτού του λιμένα της Θεσσαλονίκης θα υπονόμευε ή και θα ακύρωνε τη συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή. Το θέμα έφτασε στον τότε πρωθυπουργό. Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, ο Ανδρέας Παπανδρέου αμέσως μόλις του ετέθη το ζήτημα, διατύπωσε το ερώτημα αν υπήρχε δέσμευση για το ποιο λιμάνι έπρεπε να παραμείνει ανοιχτό. Του απάντησαν ότι η νομική υποχρέωση ήταν το λιμάνι να βρίσκεται στον ηπειρωτικό κορμό της χώρας. Τότε ο Αντρέας Παπανδρέου έδωσε εντολή να παραμείνει ανοιχτό για το γειτονικό κράτος το λιμάνι της Καλαμάτας.

Μια γαλλική μεταφορική εταιρεία διαμαρτυρήθηκε, κινητοποιώντας ουσιαστικά την τότε γαλλική κυβέρνηση και η Κομισιόν προσέφυγε κατά της ελληνικής Δημοκρατίας για παραβίαση της κοινοτικής νομοθεσίας και ιδίως των όρων διεξαγωγής του διαμετακομιστικού εμπορίου, καθώς αυξανόταν υπέρμετρα το μεταφορικό κόστος. Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δικαίωσε τότε την ελληνική Δημοκρατία (C-120/94). Έτσι πιθανόν να εξηγείται η επιμονή ιδίως του τότε προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, Ζακ Σιράκ, για άρση του εμπάργκο έναν χρόνο μετά την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπως προκύπτει από τη σχετική επισήμανση του Ανδρέα Παπανδρέου στη συνέντευξη τύπου, μετά το πέρας της Συνόδου Κορυφής στις Κάννες, τον Ιούνιο του 1995.

Και ένα σχόλιο

Ο Αντρέας Παπανδρέου ακόμα και κατά την περίοδο 1991-1995 παρέμεινε φορέας στοιχείων μιας εγχώριας-αυτόχθονης στρατηγικής, έστω σε υποχώρηση και εντός των πλαισίων του κυρίαρχου συστήματος του διεθνοποιημένου καπιταλισμού. Κατάφερε να συμπυκνώσει τη δοσμένη διεθνοπολιτική εξέλιξη του μεταδιπολικού κόσμου αλλά και συμπεράσματα της κυβερνητικής εμπειρίας της δεκαετίας του ’80, όπως αποτυπώνεται στη ρητά εκπεφρασμένη γραμμή της μη ρήξης αλλά παράλληλα και της σαφώς δηλωμένης επιφυλακτικότητάς του για την αντιδημοκρατική και αντικοινωνική εξέλιξη της ΕΕ.

Η χαρακτηριζόμενη ως αμφιθυμία του αυτή θα συγκεντρώνει μια βασική πολιτική κριτική της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Ταυτόχρονα, παρέμεινε στη γραμμή αντίστασης των λαών απέναντι στον νεοφιλελεύθερο χωροχρόνο ως μορφής ιμπεριαλιστικού ελέγχου της μνήμης, αλλά και της προοπτικής των κυριαρχούμενων εθνών, όπως αποτυπώνεται για τον ελληνικό λαό μέσα από ένα συνδυασμό δυναμικών πολιτικών αλλά και επιτυχούς διαπραγμάτευσης για το Μακεδονικό, επιστροφή στη γραμμή της συμπαράταξης για το Κυπριακό με τον έντονο συμβολισμό του Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου του Ελλάδας-Κύπρου, μέσα από τις πρωτοβουλίες της αναγνώρισης της 19ης Μαίου ως ημέρας μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (ν. 2193/1994), αλλά και της διεκδίκησης των γερμανικών επανορθώσεων με τη ρηματική διακοίνωση της 14ης Νοεμβρίου 1995 στη γερμανική κυβέρνηση.

Με ψήφιση μέτρων αποκατάστασης και ενίσχυσης των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας στον κοινωνικό ανταγωνισμό που είχαν πληγεί από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της περιόδου 1990-1993. Προχώρησε σε μια από τις σημαντικότερες τομές στη λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης και τις σχέσεις πολίτη-πολιτείας (ΑΣΕΠ, ν. 2190/94) και σε προοδευτικές μεταρρυθμίσεις υπέρ των δικαιωμάτων στον τομέα της Δικαιοσύνης (ν. 2172/93), με βασικούς υπουργούς-συνεργάτες στους δύο αυτούς τομείς πρόσωπα όπως ο Αναστάσης Πεπονής και ο Γιώργος Κουβελάκης αντίστοιχα.

Δεν ήταν η κεντρική γραμμή του ΠΑΣΟΚ

Καθοδήγησε την επιτυχή διαχείριση της κρίσης δημοσίου χρέους, προβαίνοντας στη δραματική προειδοποίηση για τη σχέση δημοσίου χρέους και έθνους στο υπουργικό συμβούλιο στις 2 Δεκεμβρίου 1993. Ταυτόχρονα, προχώρησε αποφασιστικά στην κερδοφόρα μάχη της δραχμής απέναντι στις κερδοσκοπικές επιθέσεις που εκδηλώθηκαν με την άρση των περιορισμών στη βραχυχρόνια κίνηση κεφαλαίων τον Μάιο 1994.

Επίσης, φρόντισε για τη διακοπή των ποινικών διώξεων των πολιτικών αντιπάλων την 1η Ιανουαρίου 1995 αλλά και υιοθέτησε πολιτικές σύνθεσης παραδοσιακών και νεωτερικών στοιχείων πολιτισμικής κουλτούρας, όπως διακριτά αποτυπώθηκε από την εμβληματική παρουσία της Μελίνας Μερκούρη και του Θάνου Μικρούτσικου στο υπουργείο Πολιτισμού.

Ήταν μια γραμμή που συνάρθρωνε εθνικές–κοινωνικές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες μέσα σε ένα ευρύτερο σχήμα που καθοριζόταν από την κυρίαρχη τάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των δοσμένων διεθνοπολιτικών συνθηκών. Μια ανολοκλήρωτη προσπάθεια ενεργητικής συμμετοχής στις διαδικασίες και τους θεσμούς καπιταλιστικών ολοκληρώσεων και περιφερειακών ενοποιήσεων. Ένα εγχείρημα που ηττήθηκε.

Δεν ήταν η κεντρική γραμμή του ΠΑΣΟΚ. Μπορεί να επιβίωνε σε ορισμένα μαχόμενα τμήματά του και ιδίως στη σχετική αυτονομία του Ανδρέα Παπανδρέου, στην κεντρική της όμως διάσταση είχε ήδη ηττηθεί στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ από τη δεκαετία του ’80, λόγω της κρατικοποίησής του. Δηλαδή, μετατράπηκε από ένα σχετικά αυτόνομο εθνικο-λαϊκό κίνημα αντιιμπεριαλιστικής-αυτοδιαχειριστικής προοπτικής, σε κρατικό κόμμα φορέα σχέσεων εσωτερίκευσης, νομιμοποίησης και αναπαραγωγής των ιμπεριαλιστικών δομών και σχέσεων εξάρτησης, αρθρωμένων στο εγχώριο μπλοκ εξουσίας.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου φαίνεται ότι είχε πλήρη συνείδηση αυτής της πραγματικότητας. Όπως το είχε διατυπώσει ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης στο τρίτο (1994) και το τέταρτο (1996) συνέδριο, το ΠΑΣΟΚ ήταν ζήτημα ιστορικής προσόδου, προϊόν των αγώνων του ελληνικού λαού από τη δεκαετία του ’30 και μετά μορφοποιήθηκε σε πολιτικό κίνημα από τον Ανδρέα Παπανδρέου, αλλά καταναλώθηκε. Αυτό άλλωστε αποτυπώθηκε και στις δύο μερίδες της γραφειοκρατίας του κόμματος που συγκρούστηκαν στο τέταρτο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ για τη διαδοχή τον Ιούνιο 1996.

Έχει, ίσως, σημασία να επισημανθεί ότι και η συλλογική γραφειοκρατία του κόμματος, με όλες τις αδυναμίες της, την κρίσιμη στιγμή βρέθηκε χωρίς το σημείο ισορροπίας, όπως είχε ιστορικά διαμορφωθεί ως φορέας αστικοποίησης του κόμματος σε μια φάση μετάβασής του. Η φυσική απώλεια του Γιώργου Γεννηματά υπήρξε στο πλαίσιο των διαμορφωμένων σχέσεων σημαντική.

Μεταξύ υπεριμπεριαλισμού και εθνικο-λαϊκής κυριαρχίας

Συνοψίζοντας, ο Ανδρέας Παπανδρέου στην ύστερη φάση του έδρασε στην ιστορική περίοδο της κυρίαρχης αντίθεσης των ημερών μας, μεταξύ υπεριμπεριαλισμού και εθνικο-λαϊκής κυριαρχίας. Και πήρε σαφή θέση. Με τα θετικά και αρνητικά του, το πολιτικό-πολιτισμικό του αποτύπωμα δεν ήταν ενός πολιτικού που αδιαφορούσε για την άποψη της δημοκρατικής πλειοψηφίας. Δεν θεωρούσε το έθνος μια κατασκευή, μια ψευδή συνείδηση ή την εθνική-λαϊκή ενότητα μια απάτη.

Δεν είχε μια συνδικαλιστική αντίληψη για το κοινωνικό ζήτημα, δεν συμπεριφερόταν με ελιτισμό, δεν σκορπούσε θλίψη στο λαϊκό σώμα, δεν το περιφρονούσε, απεναντίας προσπαθούσε να το εξυψώσει. Δεν είχε δορυφορική σχέση με τον ξένο παράγοντα, δεν αναζητούσε τα χαμόγελα, τα χάδια και τον καλό λόγο από τους εκπροσώπους του. Αγωνιζόταν για μια ισότιμη πολιτικά σχέση της χώρας στις διεθνείς συμμαχίες. Γι’ αυτό και δεν υπήρξε ο εκλεκτός των ευρωατλαντικών μηχανισμών.

Υπήρξε εκφραστής της τάσης κοινωνικού εξισωτισμού, εκδημοκρατισμού και εθνικής ανεξαρτησίας στην ενότητά τους, παλιότερα του αγώνα να οργανωθεί η εκμετάλλευση των αξιών χρήσης από τους ίδιους τους ελεύθερους-ανεξάρτητους παραγωγούς σε μια κοινωνία αυτοδιαχείρισης σύμφωνα με έναν ορισμό του πολιτισμού ενός φίλου του Ανδρέα Παπανδρέου του Αιγύπτιου Σαμίρ Αμίν στο πολύ ενδιαφέρον κείμενό του «Εγκώμιο στον Σοσιαλισμό», σε έναν εθνικό κοινωνικό σχηματισμό κυρίαρχο-κυριαρχούμενο όπως ο ελληνικός, με διάσπαρτη μικροϊδιοκτητική κοινωνική δομή.

Δεν ήταν ιδεολογικός μεταπράτης του εκσυγχρονισμού, ούτε υποστηρικτής του άτεγκτου στρουκτουραλισμού και του θεωρητικού αντιανθρωπισμού. Δεν θεωρούσε την Ελλάδα ιμπεριαλιστική δύναμη, αλλά υφιστάμενη τον ιμπεριαλισμό. Η διεθνιστική-αντιιμπεριαλιστική του αλληλεγγύη στους αγωνιζόμενους λαούς ήταν συγκεκριμένη, έμπρακτη και δεν χαρακτηριζόταν από το δόγμα «όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά».

Διανοούμενος της πολιτικής πράξης

Υπήρξε ένας λαϊκιστής –με τη θετική έννοια του όρου- διανοούμενος της πολιτικής πράξης, μια νεοελληνική εκδοχή του ρωσικού ναροντνικιστικού φαινομένου, της ενότητας εθνικού-κοινωνικού. Ένας νεομαρξιστής του θεωρητικού ρεύματος μητρόπολη-περιφέρεια κατά την πιο γόνιμη αναλυτικά περίοδό του, αφετηριακά μεγαλωμένος στην ατμόσφαιρα της αριστερής πτέρυγας του βενιζελισμού -με σύντομο πέρασμα από το τροτσκιστικό ρεύμα στα μαθητικά/φοιτητικά του χρόνια-, ενός από τα πλέον προοδευτικά-δημοκρατικά πολιτικά ρεύματα στην Ελλάδα του 20ου αιώνα.

Η τέχνη της πολιτικής αφήγησης στον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν συνάρθρωση του εθνικού-λαϊκού στοιχείου με τη γνωστή έννοια που δίνει στον όρο ο Λακλάου, σε μια σοσιαλιστική προοπτική γειωμένη στις ανάγκες και την ιστορική διαδρομή του λαού και του τόπου και όχι εναγώνια διαχείριση της πολιτικής επικοινωνίας. Το πολιτικό του σχέδιο στον χρόνο που ήταν ο ίδιος ενεργός ηττήθηκε ως προς τους στόχους που έθεσε, αλλά και ως εξέλιξη του κομματικού σχηματισμού που ίδρυσε και καθοδήγησε.

Με βασική ευθύνη και του ιδίου, καθώς όπως ανέφερε και ο σημαντικότερος ίσως Έλληνας πολιτικός του περασμένου αιώνα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μετά την τραγική επιλογή και αποτυχία του Κινήματος του 1935 αποχωρώντας από την Ελλάδα: «οι μεγάλοι μάστοροι κάνουν και μεγάλα λάθη».

Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι παρούσες συνθήκες είναι περισσότερο ώριμες και διανοητικά πιο ελεύθερες για ένα αντίστοιχο πολιτικό σχέδιο –αν κρατούσαμε τα θετικά στοιχεία της κληρονομιάς- όπως του αφετηριακού ΠΑΣΟΚ, προσαρμοσμένο στο σήμερα και ανταγωνιστικό στη θεσμοποιημένη αποικιοποίηση της χώρας. Ας κλείσουμε με αυτήν την αισιόδοξη ματιά, εφόσον παραμένουμε στο έδαφος όχι μόνον της ερμηνείας, μα και της αλλαγής του κόσμου από τη μεριά των κυριαρχούμενων κοινωνικών τάξεων.

Αποτροπή με απειλή γενικευμένης σύρραξης το δόγμα του Ανδρέα

Βαγγέλης Γεωργίου

31 Ιανουαρίου 2019

7526

Δύο από τους ισχυρότερους άνδρες της άμυνας των ΗΠΑ στέκονται πάνω από έναν χάρτη της Ανατολικής Μεσογείου. Τον Φεβρουάριο του 1985, στην Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου, ο υπουργός Άμυνας Caspar Weinberger δείχνει στον στρατηγό John Vessey έναν εξαιρετικά «απλοποιημένο» χάρτη της περιοχής δίχως να υπάρχουν τα νησιά του Αιγαίου. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα έμπαιναν στον κόπο να δείξουν και τον ιδιοκτήτη τους. Η αμφισβήτηση της ελληνικότητας των νήσων ήταν φανερή. Ωστόσο, στην Αθήνα τα αντανακλαστικά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα λειτουργούσαν πολύ διαφορετικά απ’ ότι στο παρελθόν. Μέσα από αδημοσίευτα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών, φαίνεται Τούρκοι και Αμερικανοί αντιμετώπισαν μια άλλου είδους ελληνική ηγεσία.

Οι Δυτικοί είχαν ηρεμήσει μετά την επανένταξη της Ελλάδος στο ΝΑΤΟ το 1980. Η αμφιλεγόμενη δέσμευση του Έλληνα υπουργού Εθνικής Άμυνας Ευάγγελου Αβέρωφ ότι «το Αιγαίο, στο οποίο έχουμε μερικές διαφορές με την Τουρκία, πρέπει να μας ενώνει [Έλληνες και Τούρκους] και όχι να μας χωρίζει» είχε χαρίσει ένα ωραίο χαμόγελο στον Γ.Γ. ΝΑΤΟ. Ήταν η εποχή που οι ελληνικές κυβερνήσεις φρόντιζαν «να δημιουργηθεί κατάλληλα στην τουρκική πλευρά η ελπίδα ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή μπορεί να συζητήσωμε (..) οποιαδήποτε χάραξη οριοθετικής γραμμής» (Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο Γεγονότα & Κείμενα, τ.11).

Αυτή η ελληνική «γενναιοδωρία» όμως τερματίστηκε απότομα με την αλλαγή της κυβέρνησης το 1981 και την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Δεν είχαν περάσει δύο μήνες μετά τις ελληνικές εκλογές και τον Δεκέμβριο του 1981 μέσα στην αίθουσα που συνεδρίαζε η πανίσχυρη Επιτροπή Αμυντικού Σχεδιασμού (DPC) του ΝΑΤΟ ακούστηκε η πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού «να δεσμευτεί η Συμμαχία να παρεμβαίνει όταν ένα μέλος της δέχεται την επιθετικότητα από ένα άλλο».

Η Τουρκία φυσικά άσκησε ένα ηχηρό βέτο και ο Παπανδρέου έντεχνα έθεσε έτσι την Τουρκία στον ρόλο του επιτιθέμενου. Εκείνη την εποχή άρχισε να τίθεται σε εφαρμογή από την Αθήνα μια νέα υψηλή στρατηγική εξαιρετικά διαφορετική από αυτή που υιοθετούσαν οι μέχρι τότε ελληνικές κυβερνήσεις. Η Αθήνα έβλεπε πως το ΝΑΤΟ υιοθετούσε ουσιαστικά τις θέσεις της Άγκυρας σε ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο (επιχειρησιακές ζώνες) υποκύπτοντας στις πιέσεις της.

Η πονηριά των νατοϊκών

Με ένα ταξίδι τους στην Αθήνα, ο ανώτατος στρατιωτικός διοικητής του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, ο πονηρός στρατηγός Bernard Rogers και ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Peter Carington πρότειναν τα όρια του νέου αεροπορικού στρατηγείου της Λάρισας να συμπίπτουν με τα ελληνικά μόνο σε περίοδο ειρήνης αλλά σε πολεμική περίοδο να «εξετασθεί η δυνατότητα μελέτης από τους στρατιωτικούς άλλων ρυθμίσεων με βάση στρατιωτικά κριτήρια»(!).

Μία τέτοια πρόταση όμως σήμαινε ότι σε περίπτωση στρατιωτικών ασκήσεων θα αμφισβητούντο τα ελληνικά όρια και θα αντικαθίσταντο από «άλλες ρυθμίσεις». Οι Έλληνες επιτελείς αντιλαμβανόταν πως μια τέτοια επιλεκτική «μεταβολή των ρυθμίσεων θα έθετε τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου υπό την αεροπορική κάλυψη άλλης δυνάμεως πλην της Ελλάδος».

Υπήρχε όμως και το εξίσου σοβαρό ζήτημα «περί δήθεν αποστρατικοποιημένου καθεστώτος της Λήμνου». Ενώ η Ελλάδα αξίωνε να συμμετάσχουν στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ οι εγκατεστημένες στη Λήμνο ελληνικές δυνάμεις, οι Τούρκοι ασκούσαν βέτο σε μια τέτοια πρόταση. Με άλλα λόγια οι Τούρκοι κατάφεραν να εδραιώσουν μέσω του ΝΑΤΟ την θέση ότι εφόσον η Λήμνος θεωρείται αποστρατικοποιημένη, δεν θα ήταν δυνατόν να γίνει αποδεκτό από το ΝΑΤΟ η συμμετοχή ελληνικών στρατευμάτων που είναι παράνομα εγκατεστημένα στην εν λόγω περιοχή.

Στο συρτάρι του Παπανδρέου

Και όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η Λήμνος όχι μόνο συμπεριλαμβανόταν από τη Συμμαχία στους αμυντικούς της σχεδιασμούς αλλά εντάσσονταν και στα σχέδια των ΗΠΑ (contingency plan) για απόβαση δυνάμεων τους προς υπεράσπιση των Στενών σε περίπτωση πολέμου. Συνεπώς για την Αθήνα όλο αυτό φάνταζε σαν ξεκάθαρος εμπαιγμός. Ήταν μια πολιτική κίνηση της στρατιωτική Συμμαχίας που αμφισβητούσε ανοιχτά την ελληνική κυριαρχία, καθώς ορθωνόταν εν όψει ο θεσμικός κίνδυνος για αναγνώριση του δήθεν αποστρατικοποιημένου καθεστώτος.

Τότε λοιπόν, ο Παπανδρέου, οργισμένος πλην προετοιμασμένος, έβγαλε από το συρτάρι του ένα ενδιαφέρον έγγραφο και το παρέδωσε στην Υπουργική Σύνοδο του ΝΑΤΟ(DPC): Ήταν η επιστολή που είχε στείλει στις 6 Μαΐου του 1936 ο Τούρκος Πρέσβης Roussen Esref στην Αθήνα προς τον τότε πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά στην οποία σημειωνόταν ότι «Οι διατάξεις που αφορούν τις νήσους Λήμνο και Σαμοθράκη, οι οποίες ανήκουν στη γειτονική μας και φιλική χώρα Ελλάδα και είχαν αποστρατικοποιηθεί κατ’ εφαρμογήν της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923, επίσης καταργήθηκαν με τη νέα Σύμβαση του Montreux και αυτό μας ευχαριστεί ιδιαίτερα». Με την επιστολή εκείνη, οι Τούρκοι μάλιστα δεν στάθηκαν μόνο εκεί, αλλά πρότειναν και τον επανεξοπλισμό και των υπολοίπων νήσων του ανατολικού Αιγαίου, σε ύστερο χρόνο.

Ο Παπανδρέου εξέθεσε την πραγματικά δραστήρια τουρκική διπλωματία. Και αν σε αυτή την επικίνδυνη συνθήκη προστεθεί και η αμφισβήτηση της υφαλοκρηπίδας των νησιών αυτών εκ μέρους της Τουρκίας «στην ουσία αποτελεί ένα πρώτο βήμα για την αμφισβήτηση αυτής ταύτης της ελληνικότητάς τους, πράγμα το οποίο όπως είναι φυσικό σε καμία περίπτωση και από καμία ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό».

Συμπερασματικά, εφόσον δεν θα συμπεριλαμβανόταν η Λήμνος στην σχεδίαση και εκτέλεση των ασκήσεων και εφόσον παραβιάζονταν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο ο Παπανδρέου αποφάσισε ότι «η Ελλάδα δεν θα συμμετέχει ούτε στις επιχειρησιακές, ούτε στις επι χάρτου ασκήσεις, οπουδήποτε κ αν διεξάγονται αυτές». Ο Έλληνας πρωθυπουργός απάντησε με δικό του αντιβέτο για τις τουρκικές δυνάμεις που θα διαθέτονταν στο ΝΑΤΟ. Η Αθήνα κατάφερε έτσι όλοι οι μηχανισμοί της Συμμαχίας στην ανατολική Μεσόγειο να μπλοκαριστούν χαρίζοντας ένα επικίνδυνο μούδιασμα σε όλο τον νοτιανατολικό αμυντικό βραχίονα της Δύσης.

Εκνευρισμός δίχως τιμωρία

Ο βοηθός υπουργός Εθνικής Άμυνας Richard Perle, ο άνθρωπος που αργότερα θα πρωταγωνιστούσε στον πόλεμο του Ιράκ του Μπους του νεώτερου, είχε ανησυχήσει τόσο από τις κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας ώστε το 1985 θα δήλωνε ενώπιον της Υποεπιτροπής Ευρώπης-Μέσης Ανατολής στο Κογκρέσο πως «η κατάσταση χειροτέρευσε τα τελευταία δύο χρόνια. Η Ελλάδα συμμετείχε σε τρία μόνο από τα 13 στρατιωτικά γυμνάσια του ΝΑΤΟ».

Ο ίδιος δήλωνε πως με την αποχή των Ελλήνων, η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ καθίστατο πλέον ευπαθής καθώς οι Τούρκοι διέθεταν πεπαλαιωμένο στρατιωτικό υλικό. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 οι Τούρκοι παραδέχονταν μέσω του υπουργού Εξωτερικών Ιχσάν Τσαγλαγιαγκίλ «ότι η ελληνική πολεμική αεροπορία είναι χίλιες φορές ισχυρότερη από την Τουρκική».

Την ίδια στιγμή, στο Κογκρέσο ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών Richard Burt υπενθύμιζε ότι η Ελλάδα ήταν μια από τις χώρες που ήλεγχαν τις θαλάσσιες και αέριες οδούς της ανατολικής Μεσογείου καθώς και την πρόσβαση στην Μέση Ανατολή. Χωρίς τη συμμαχία κλειδί της Ελλάδας, επεσήμανε ο Burt, η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα διχοτομούνταν (split). Ο Παπανδρέου δημιουργούσε έξυπνα αναστολές στον Λευκό Οίκο, για δυναμικότερη απάντηση, φροντίζοντας να λειτουργεί απρόσκοπτα η DECA ενώ η Ελλάδα διατηρούσε το status του εκλεκτού αγοραστή αμερικανικών όπλων.

Ο Richard Burt όχι μόνο κάλεσε τους Αμερικανούς βουλευτές να μην λάβουν τιμωρητικά μέτρα έναντι της ελληνικής κυβέρνησης «χάρις στα κοινά συμφέροντα μεταξύ ελληνικού και αμερικανικού λαού» αλλά πρότεινε να γίνει αποδεκτό το αίτημα της κυβέρνησης για χορήγηση βοήθειας μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων στην Ελλάδα.

140.000 επίλεκτοι Τούρκοι απέναντι

Από τις αρχές του 1985 η ελληνική κυβέρνηση είχε φροντίσει μέσω διαρροών να κάνει αισθητή την νέα στρατηγική προσέγγιση των σχέσεων της με το ΝΑΤΟ, την Τουρκία και τις ΗΠΑ. Υποτίθεται ότι η Συμμαχία θα κάλυπτε την Ελλάδα από οποιαδήποτε εξωνατοϊκή απειλή αλλά οι Έλληνες διαμαρτύρονταν πως η Συμμαχία «αφήνει τα ανατολικά της σύνορα απροστάτευτα όχι από ενδεχόμενη αλλά από τρέχουσα/υπάρχουσα και άμεση απειλή τη οποία δημιουργήθηκε και δημόσια από την Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ».

Η ελληνική κυβέρνηση στάθμισε την αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας πάνω σε δύο παράγοντες: τις προθέσεις και τις δυνατότητες του γείτονα. Για παράδειγμα, από βορρά η Ελλάδα δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο. Η Βουλγαρία είχε επιδείξει υποδειγματική συμπεριφορά γείτονα ενώ και οι ένοπλες δυνάμεις της δεν «αποτελούσαν σοβαρό κίνδυνο για τις ελληνικές». Οι κυβερνήσεις Καραμανλή μάλιστα είχαν φροντίσει να εκμεταλλευτούν ακόμα και τα οχυρά της παρωχημένης Γραμμής Μεταξά για να διασφαλίσουν την βόρεια ηρεμία.

Αντίθετα, οι δυνατότητες και προθέσεις της Τουρκίας παρουσιάζονταν ιδιαίτερα απειλητικές (particularly menacing). Ήταν χαρακτηριστικό ότι οι Έλληνες κατέθεταν στους Δυτικούς συμμάχους ότι ενώ οι τουρκικές δυνάμεις στα σύνορα με την ΕΣΣΔ έχουν ένα βαθμό ετοιμότητας περίπου 50% ο Τουρκικός Στρατός Θράκης αντίθετα ίσως έφτανε ακόμα και το 100%.

140.000 επίλεκτοι Τούρκοι βρίσκονταν απέναντι από τα ελληνικά νησιά επανδρώνοντας μία Μεραρχία Πεζοναυτών, μια Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και όλους τους Αλεξιπτωτιστές που διέθετε ο τουρκικός Στρατός. Όλες αυτές οι δυνάμεις υποστηρίζονταν από μία αρμάδα 127 αποβατικών σκαφών. Και φυσικά «δικαιολογούμαστε να είμαστε σίγουροι ότι αυτά τα σκάφη δεν σκοπεύουν να αποβιβαστούν στην ΕΣΣΔ» έλεγε σαρκαστικά το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, στο πηδάλιο του οποίου καθόταν τότε ο Γιάννης Καψής.

Αν και η Ελλάδα υιοθέτησε ένα αμυντικό δόγμα που ήταν σύμφωνο με το άρθρο 3 του ΝΑΤΟ και το άρθρο 51 του ΟΗΕ περί δικαιώματος ατομικής αυτοάμυνας σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης, το απαύγασμα της νέας αμυντικής φιλοσοφίας της κυβέρνησης Παπανδρέου εντοπιζόταν στο μότο πως «μια επίθεση κατά ελληνικού εδάφους δεν θα οδηγήσει στην επιβολή συμβιβαστικών, μεσολαβητικών και πολιτικών λύσεων αλλά σε γενίκευση της σύρραξης μέχρι να αποκρουσθεί η εισβολή».

Βέβαια εάν «η Ελλάδα ένιωθε ασφάλεια ότι η Συμμαχία θα καλύψει τα ανατολικά της σύνορα τότε η εικόνα του Αιγαίου θα ήταν διαφορετική». Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις του χειρισμού της κρίσης των Ιμίων, δέκα χρόνια αργότερα, δεν είναι συμπτωματική απλά… δεν υπάρχει.

makisandronopoulos.blogspot.com