ΔΟΛ: Eπιτάφιος Θρήνος (τελευταίο)

Του Γ. Λακόπουλου

Καθώς η λέξη «χυδαιότητα»  χρησιμοποιείται στο δημόσιο λόγο, ας την υιοθετήσουμε για να πούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο χυδαίο από το να λες ότι τον ΔΟΛ τον έκλεισε  ο … ΣΥΡΙΖΑ και οι τράπεζες. Είναι χυδαίο γιατί είναι ψευδές και έχει δυο επιδιώξεις -εξ ίσου απεχθείς.

Η μια είναι να συγκαλύψει τις ευθύνες όσων οδήγησαν το μαγαζί στο φαλιμέντο: ήτοι όσων έπαιρναν τα δάνεια ασκώντας πίεση δια των μέσων που διέθεταν –όχι νομίμως κάποια από αυτά-  και όσων έδιωξαν τους αναγνώστες των  εφημερίδων του ΔΟΛ προβάλλοντας  ιδέες, κόμματα και πρόσωπα  που δεν είχαν σχέση με τη μακρά παράδοσή τους στη δημοκρατική παράταξη.

Η άλλη είναι πιο χυδαία γιατί προσπαθεί να τσουβαλιάσει τους εργαζόμενους και ειδικά τους δημοσιογράφους στην ίδια πλευρά και να τους προβάλει ως ….αντίπαλους του ΣΥΡΙΖΑ. Να υποβάλει την ιδέα ότι είναι όλοι ίδιοι. Ή ακόμη χειρότερα, ότι οι σιωπηλοί είναι ίδιοι με τις περσόνες…

Παλιό το κόλπο χρησιμοποιήθηκε και άλλες φορές το παρελθόν, αλλά  το αποτέλεσμα ήταν αυτό που βλέπουμε. Εφημερίδες με όλο και μειουμένους αναγνώστες και …συντάκτες. Η αιτία για τη διαρκή έκπτωση  δεν κρύβεται.

Από τη μια είναι η αίσθηση παντοδυναμίας και αιωνιότητας που διέκρινε όσoυς έπαιρναν τις αποφάσεις ή τους επηρέαζαν.  Και από την άλλη η -πραγματικά χυδαία- αλαζονεία των «γελωτοποιών του βασιλέως» που σταδιοδρόμησαν «βρίζοντας το κοινό».  Α, και όσων απέκτησαν χρήμα ή δόξα κατ’ απονομήν.

Η αλήθεια είναι ότι ο ΔΟΛ έφτασε στο σημερινό κατάντημα για δυο λόγους,  τόσο ορατούς ώστε μόνο όσοι έχουν λερωμένη τη φωλιά τους  έναντι της κοινής γνώμης και της  εκδοτικής διαδρομής του Συγκροτήματος δεν βλέπουν…

Πρώτα επειδή η εσωτερική διαχείριση ήταν κακή και σε κάποιες περιπτώσεις είχε περισσότερο ως επιδίωξη τον πλουτισμό ορισμένων παρά την επιχειρηματική υγεία του συστήματος. Στην κακοδιαχείριση εντάσσεται και η αντιμετώπιση του προσωπικού, που έδιωξε τις καλύτερες πένες,  ευνόησε κολλητούς και παραβίασε τον πανάρχαιο κανόνα για τη σχέση ρεπόρτερς και  «μαρμαράδων».

Δεύτερον, γιατί άλλαξε πολιτική γραμμή και πολιτική παράταξη και αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις  ήταν κραυγαλέο και προκλητικό σε βαθμό που οι παλαιοί αναγνώστες του δεν ήθελαν να πιάσουν τις εφημερίδες στα χέρια τους.  Σ’ αυτό εντάσσεται και η προπετής απόπειρα χειραγώγησης όσων εξακολουθούσαν να αγοράζουν τις εφημερίδες  μόνο για την αρτιότητα της δουλειάς κάποιων συντακτών.  Όποιος  θέλει λιβανιστήρια για τον Σαμαρά και τον  Κυριάκο – ή  κανιβαλισμό του Τσίπρα  και της δημοκρατικής παράταξης, ή των αξιών της- αγοράζει τις εφημερίδες της Δεξιάς.

Τα υπολοιπα είναι κουραφέξαλα, αποπροσανατολισμοί και προφάσεις εν αμαρτίαις όσων έκαναν την ασυδοσία δικαίωμα, την αλαζονεία  προσωπικό ύφος,  την ιδιοτέλεια επιδίωξη και την παραβίαση της ουσίας της δημοσιογραφίας κακόγουστη παρλάτα υπερ της ΙΧ δημοσιογραφίας του συρμού- με το πρόσχημα «κρίνουμε  αντικειμενικά όσους κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες – είτε είναι  φτωχοί, είτε πλούσιοι..»

Δεν είναι χυδαίο να προσπαθείς να μετατρέψεις ακόμη και το κλείσιμο μιας εφημερίδας από τα συγκεκριμένα λάθη -και τις συνέπειες που υφίσταται το προσωπικό της- σε  αντικυβερνητική  προπαγάνδα;  Δείχνει ότι δεν σέβεσαι τίποτε…

Στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία οι εφημερίδες είναι αποκλειστικά υπεύθυνες για την τύχη τους.  Όπως  έλεγε ο παλιός Ψυχάρης, οι εφημερίδες ψηφίζονται κάθε μέρα. 

Μια κοινωνία με νοήμονες πολίτες δεν μπορεί καταπιεί «αποκαλύψεις» ότι ο Τσίπρας, ο Παυλόπουλος και ο Καραμανλής, συνωμοτούν για να  φέρουν τη δραχμή, να  καταργήσουν την αστική Δημοκρατία και να εγκαταστήσουν ολοκληρωτισμό – ίσως και να ανακηρύξουν αυτόνομο κράτος στη Βόρεια Ελλάδα. Η  ίδια κοινωνία άλλωστε  δεν θα έσπευδε να αγκαλιάσει μια  εφημερίδα μετά από όσα ακούστηκαν για τις … διώξεις που υφίσταται  λόγω της προσήλωσής της στην ενημέρωση;

Σε κανένα τραπεζικό σύστημα στον κόσμο η «παράδοση» και η «ιστορική διαδρομή», η «υπεράσπιση των αστικών αξιών» δεν είναι τραπεζικό κριτήριο, ούτε αποπληρώνει δάνεια. Όταν χρωστάς , πρέπει να πληρώσεις. Αν χρωστάς γιατί  χρυσοπλήρωνες κάποιους, τόσο το χειρότερο για σένα. Άλλωστε στην περίπτωση του ΜΕGΑ -που τέμνεται  με τον ΔΟΛ-  οι  μέτοχοι ομολόγησαν πως έφτασε στο κλείσιμο.

Σε κανένα πολιτικό σύστημα χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσης δεν μπορεί μια κυβέρνηση να κλείσει εφημερίδες. Ειδικά στην Ελλάδα. Να στηρίζουν εφημερίδες  παλιότερα, με θαλασσοδάνεια, μπορούσαν. Να αναζητούν οι  εφημερίδες τις σχέσεις τους με τις κυβερνήσεις  από τη πίσω πόρτα  και αυτό το μπορούσαν -ο ΔΟΛ, άλλωστε, είναι ειλικρινής σ’ αυτό.

Σήμερα  καμιά η κυβέρνηση όμως δεν μπορεί να οδηγήσει στον αφανισμό έναν εκδοτικό οργανισμό. Ούτε και να τον σώσει με …τροπολογίες της Φώφης και κρατικά λεφτά. Αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης το ξέρει. Oι κεκράκτες του όχι; .

Τις εφημερίδες τις κλείνουν οι αναγνώστες. Και συνήθως τις κλείνουν γιατί είναι κακές  εφημερίδες, ή καταλήγουν τέτοιες , γιατί δεν πιάνουν τα λεφτά τους ως προϊόν, ή γιατί δεν αντέχουν-οι αναγνώστες-  αυτά που γράφουν κι αυτούς που τα γράφουν. Προφανώς κάτι καταλαβαίνουν…