Η επανίδρυση του Χαλιφάτου

Του Σωκράτη Αργύρη

«Ο Αλλάχ είναι ο στόχος μας, Το Κοράνι είναι το Σύνταγμα, Ο Προφήτης είναι ο ηγέτης μας, Τζιχάντ είναι ο δρόμος μας, Θάνατος για χάρη του Αλλάχ είναι η επιθυμία μας.»
– Μουσουλμανική Αδελφότητα

Ο Χασάν αλ-Μπάννα ίδρυσε την Μουσουλμανική Αδελφότητα στην πόλη Ισμαηλία το Μάρτιο του 1928, μαζί με έξι εργάτες της Εταιρείας της Διώρυγας του Σουέζ. Η Εταιρεία της Διώρυγας του Σουέζ βοήθησε τον Μπάνα να χτίσει ένα τζαμί στην Ισμαηλία, που θα χρησίμευε ως έδρα της Αδελφότητας.

Αρχικά ξεκίνησε ως ένα παν-ισλαμικό θρησκευτικό και κοινωνικό κίνημα, ενώ αργότερα απέκτησε και πολιτικούς στόχους, κυρίως για τον τερματισμό της αγγλικής κατοχής της Αιγύπτου.

Στόχος του ήταν η ίδρυση Χαλιφάτου* μετά την κατάργηση του οθωμανικού Χαλιφάτου από τον Κεμάλ Ατατούρκ το 1924. Μάλιστα απένειμε στον «Εβραίο» «προδότη» Ατατούρκ πολλαπλά πρώτα βραβεία στον διαγωνισμό «Γνωρίστε τους Εχθρούς της Θρησκείας σας».

Η Μουσουλμανική Αδελφότητα είχε κατ’ εκτίμηση δύο εκατομμύρια μέλη στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η τεράστια επιρροή της ήταν σαφής, με περισσότερα από 2.000 παραρτήματα σε όλη τη χώρα και 2.000 κοινωνίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς και κοινωνικές υπηρεσίες. Λειτουργούσε κλινικές υγείας, αθλητικούς συλλόγους, σχολεία και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, τζαμιά και ισλαμικά κέντρα, και είχε παρουσία 10.000 εθελοντών στρατιωτών στην Παλαιστίνη. Οι ιδέες της έχουν κερδίσει οπαδούς σε όλο τον αραβικό κόσμο και ακόμα επηρεάζει άλλες ισλαμικές ομάδες με το «μοντέλο του πολιτικού ακτιβισμού σε συνδυασμό με το ισλαμικό φιλανθρωπικό έργο».

Η Ομοσπονδία Ισλαμικών Οργανώσεων στην Ευρώπη (FIOE) έχει έδρα στις Βρυξέλλες και αναλαμβάνει ρόλο συντονισμού τετρακοσίων και πλέον μουσουλμανικών οργανώσεων που έχουν έδρα στα διάφορα κράτη μέλη της ΕΕ, αποτελώντας εκ των πραγμάτων τη μεγαλύτερη ισλαμική ομοσπονδία στην Ευρώπη. Χάρη στη σημασία της, η FIOE έχει καταστεί πλέον εταίρος πολιτικού διαλόγου της ΕΕ. Η FIOE αρνείται ανέκαθεν οποιαδήποτε επαφή με τα μεσανατολικά ισλαμικά κινήματα και ειδικότερα, με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους. Ωστόσο, έγκριτοι αναλυτές των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών και αμερικανικών ερευνητικών κέντρων απέδειξαν ότι η FIOE, παρά την απουσία ενός «νόμιμου» συνδέσμου με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, διατηρεί σαφείς ιδεολογικούς δεσμούς με την εν λόγω οργάνωση, σε σημείο που να θεωρείται από κάθε άποψη ο ευρωπαϊκός κλάδος των Αδελφών Μουσουλμάνων. Ο ιδεολογικός αυτός δεσμός μεταξύ των δύο οργανώσεων επιβεβαιώθηκε και από έναν προηγούμενο ηγέτη των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου, ο οποίος δήλωσε ρητά ότι η FIOE αντιπροσωπεύει ουσιαστικά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Ευρώπη.

Το γεγονός ότι το πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα των Αδελφών Μουσουλμάνων προβλέπει ρητά τον εξισλαμισμό της κοινωνίας και της κυβέρνησης των κρατών στα οποία δραστηριοποιείται η οργάνωση, μήπως η Κομισιόν πρέπει να επανεξετάσει τις σχέσεις διαλόγου που διατηρούν τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα με την FIOE. Ειδικότερα, η Κομισιόν θα πρέπει να διερευνήσει σε βάθος τις δραστηριότητες της FIOE, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι οι εν λόγω δραστηριότητες δεν αποβλέπουν στον περιορισμό των κοινωνικών, πολιτικών και θρησκευτικών ελευθεριών της ευρωπαϊκής κοινωνίας.

Εδώ θα θέλαμε να κάναμε μία παρένθεση σχετικά με τους Μουτζαχεντίν, δηλαδή τους πνευματικούς μουσουλμάνους πολεμιστές, που προέρχονται από τον 19ο αιώνα όταν ορισμένοι ηγέτες φυλών στο Αφγανιστάν πολέμησαν εναντίον των Βρετανών που επιχειρούσαν να σταματήσουν τις επιδρομές ισλαμιστών στην Ινδία.

Το κίνημα των Μουτζαχεντίν ξεκίνησε το 1829 όταν ένας θρησκευτικός κινηματίας, ο Σαγίντ Αχμέντ Μπαρέλβι, πήγε στο χωριό Σιτάνα και άρχισε να κηρύττει πόλεμο εναντίον των «απίστων» στην περιοχή που οριοθετούσε τα βορειοδυτικά σύνορα της Βρετανικής Ινδίας. Αν και πέθανε στη μάχη, η αίρεση που δημιούργησε επέζησε και οι Μουτζαχεντίν απέκτησαν περισσότερη δύναμη και κοινωνικό κύρος.

Κατά τη διάρκεια της Ινδικής ανταρσίας του 1857, οι Μουτζαχεντίν αποδέχτηκαν Σεπόγους, δηλαδή Ινδούς που υπηρετούσαν στον στρατό κατοχής των Άγγλων [η ονομασία αυτή είναι πολύ παλαιά και προέρχεται από την περσική λέξη «σιπάχι» που σημαίνει στρατιώτης] που διέφυγαν και τους ενέταξαν στις τάξεις τους.

Μετά την αιματηρή καταστολή της εξέγερσης, τα δεσμά της αποικιοκρατίας έγιναν ακόμη πιο ασφυκτικά στην Ινδία. Όμως κάποιοι από τους μουσουλμάνους Ινδούς θέλησαν να απαντήσουν, προτάσσοντας μία φονταμενταλιστική εκδοχή του Ισλάμ.
«Ήταν πεπεισμένοι ότι μόνο ένα ιστορικά ανόθευτο Ισλάμ μπορεί να οδηγήσει στη σωτηρία», λέει ο Μιλάντ Καρίμι, υποδιευθυντής του Κέντρου Ισλαμικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο του Μύνστερ: «Απέρριψαν κάθε εξωστρέφεια, κάθε απόπειρα διαλόγου με άλλες θρησκείες, εστιάζοντας αποκλειστικά στην ορθή και ανόθευτη διδασκαλία, όπως εκείνοι την αντιλαμβάνονταν. Σε αυτόν τον ιδεολογικό πυρήνα ανέτρεξαν οι Ταλιμπάν για να τον διατηρήσουν μέχρι σήμερα».

Ο Καρίμι εκτιμά ότι η ιδεολογική προέλευση των Ταλιμπάν έχει αναφορές στον αποκαλούμενο δεοβαντισμό, που πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα στην επικράτεια των Βρετανικών Ινδιών. Οι οπαδοί του έδιναν ιδιαίτερη βαρύτητα στη μόρφωση υπό την έννοια της θρησκευτικής εκπαίδευσης, ισχυριζόμενοι ότι μόνο έτσι οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να αρθρώσουν κατάλληλη απάντηση στην υπεροχή των αποικιοκρατών.

Ο Καρίμι, όμως επισημαίνει και κάτι άλλο: «Υπάρχουν εμφανείς διαφορές μεταξύ των γενεών. Ενώ οι πρώτοι μαχητές Μουτζαχεντίν, που μετανάστευσαν στο Πακιστάν, διατηρούσαν ακόμη δεσμούς με το Αφγανιστάν, την ιστορία του και τη σχετικά ανεκτική θρησκευτική του παράδοση, οι νεότερες γενιές έχασαν αυτή την επαφή και οδηγήθηκαν σε έναν ακόμη πιο έντονο εξτρεμισμό, ο οποίος αποτελεί και το σημερινό ιδεολογικό υπόβαθρο των Ταλιμπάν».

Πρόσφατα, μετά το τελευταίο κτύπημα στη Μόσχα του Ισλαμικού Κράτους, άνοιξε πάλι η συζήτηση για τις απειλές του και στη Δύση, δηλαδή την εξτρεμιστική ομάδα που είχε κατορθώσει να ανακηρύξει χαλιφάτο σε πολλά μέρη τού Ιράκ και της Συρίας.

Η τότε ίδρυσή του κάνει σύγχρονους ισλαμιστές να σκέπτονται για την επανίδρυση του Χαλιφάτου.

Αναφέρονται στους Οθωμανούς, όμως, οι περισσότεροι από αυτούς είναι πολύ πιο επικεντρωμένοι στην προσπάθεια να αναδημιουργήσουν τα αρχικά Χαλιφάτα: Για παράδειγμα, η εποχή των τεσσάρων Ορθώς Καθοδηγούμενων Χαλίφηδων, οι οποίοι κυβέρνησαν αμέσως μετά τον θάνατο του Μωάμεθ τον 7ο αιώνα, ή το χαλιφάτο των Αββασιδών, το οποίο υπήρξε με την μια ή την άλλη μορφή από τον 9ο ως τον 13ο αιώνα (προτού καταργηθεί επίσημα από τους Μογγόλους). Με το να συγχωνεύσουν στον 19ο αιώνα την Οθωμανική βασιλική οικογένεια με αυτούς τους προ χιλιετίας ή και περισσότερο χαλίφηδες, οι Δυτικές αυθεντίες και οι νοσταλγικοί Μουσουλμάνοι στοχαστές εξίσου, έχουν δημιουργήσει μια αφήγηση περί το χαλιφάτο ως έναν διαρκή θεσμό, στο επίκεντρο του Ισλάμ και της ισλαμικής σκέψης μεταξύ του 7ου και του 20ού αιώνα. Στην πραγματικότητα, το χαλιφάτο είναι μια πολιτική ή θρησκευτική ιδέα της οποίας η συνάφεια έχει αυξομειώσεις ανάλογα με την περίσταση.

Η πιο πρόσφατη ιστορία τού χαλιφάτου υπό τους Οθωμανούς δείχνει γιατί ο θεσμός είναι καλύτερα να εκλαμβάνεται ως πολιτική φαντασίωση –ένας κενός χώρος το ίδιο ομιχλώδης όπως η «δικτατορία τού προλεταριάτου».

Επιπλέον, η ιστορία του οθωμανικού χαλιφάτου αποδεικνύει για όσους ισλαμιστές προσπαθούν να πραγματοποιήσουν σχεδόν οποιαδήποτε εκδοχή αυτής της φαντασίωσης, μπορεί κάλλιστα να αντιμετωπίσουν τις ίδιες αντιφάσεις που βασάνισαν τους Οθωμανούς πριν από έναν αιώνα.

Όλα ξεκίνησαν όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέκτησε την Αίγυπτο και την Αραβική Χερσόνησο το 1517, ο σουλτάνος Σελίμ Α’ διεκδίκησε επίσημα τον τίτλο τού χαλίφη για τον εαυτό του και τους κληρονόμους του.

Αιώνες μετά το γεγονός, οι Οθωμανοί αποφάσισαν ότι έπρεπε να κάνουν την όλη διαδικασία να φαίνεται λίγο πιο σοβαρή, οπότε οι Οθωμανοί ιστορικοί άρχισαν να ισχυρίζονται ότι ο τελικός κληρονόμος τού χαλιφάτου των Αββασιδών, ζώντας εξόριστος στο Κάιρο αιώνες αφότου είχε χάσει τον θρόνο του, είχε οικειοθελώς απονείμει τον τίτλο του στον Σελίμ. Πιο πρακτικά, οι Οθωμανοί ενίσχυσαν την διεκδίκησή τους στην ισλαμική ηγεσία υπηρετώντας ως φύλακες των χατζ [των χατζήδων] και στέλνοντας έναν περίτεχνα διακοσμημένο επίχρυσο μανδύα για να καλύπτει το Κάαμπα, [ο «κύβος» ή «οίκος τού Θεού», το πιο ιερό σύμβολο των Μουσουλμάνων στην Μέκκα] κάθε χρόνο.

Για να βάλει ο Οθωμανός σουλτάνος Μωάμεθ Β’ την ανάληψη τού τίτλου σε μια προοπτική, όταν κατέλαβε την βυζαντινή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, 64 χρόνια πριν κατακτήσει ο Σελίμ την Αίγυπτο, διεκδίκησε τον τίτλο τού Καίσαρα της Ρώμης για τους απογόνους του. Όμως, το να είναι Καίσαρας δεν έδινε περισσότερη ισχύ στους Οθωμανούς στα τέλη τού 19ου αιώνα από το να είναι χαλίφης, και τούτο ήταν σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα μιας πολιτικής εκστρατείας εκ μέρους τού σουλτάνου Αμπντουλχαμίντ Β’ να συσπειρώσει αντιαποικιακά συναισθήματα στο οθωμανικό κράτος και να ενισχύσει την δική του εσωτερική νομιμοποίηση. Οι τεχνικές του περιελάμβαναν το να διαβάζεται το όνομά του στις προσευχές της Παρασκευής και να διανέμει Κοράνια σε όλον τον μουσουλμανικό κόσμο από την Αφρική μέχρι την Ινδονησία.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πολλοί Μουσουλμάνοι, αντιμέτωποι με τον θρίαμβο της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας στις δικές τους χώρες, έφτασαν να θαυμάζουν την ιδέα ενός ευσεβούς και ισχυρού ηγέτη όπως ο Οθωμανός σουλτάνος που αψηφά τον δυτικό ιμπεριαλισμό εξ ονόματος ολόκληρου του μουσουλμανικού κόσμου. Βεβαίως, Βρετανοί και Γάλλοι αξιωματούχοι εξέφρασαν αυξανόμενο φόβο για την δυνητική δύναμή του σε μουσουλμανικά αποικιακά θέματα στην Βόρεια Αφρική και την Ινδία. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ήταν πρόθυμος να προσπαθήσει να μοχλεύσει τέτοιους φόβους, ακόμη και ο Αμπντουλχαμίντ είχε τις επιφυλάξεις του σχετικά με το πόσο πραγματική επιρροή επετύγχαναν οι προσπάθειές του σε αυτές τις τόσο απομακρυσμένες περιοχές.

Ένα πράγμα που τον ανησυχούσε ιδιαίτερα ήταν το γεγονός ότι δεν αποδέχονταν όλοι τους ισχυρισμούς του σχετικά με το χαλιφάτο. Ανεξάρτητα από εκείνους που συσπειρώθηκαν γύρω από Αμπντουλχαμίντ λόγω θρησκευτικής αλληλεγγύης, υπήρξαν άλλοι, παρακινημένοι από αραβικό εθνικισμό ή δυσαρέσκεια από την τυραννία του Αμπντουλχαμίντ, που αμφισβήτησαν τα θρησκευτικά θεμέλια της εξουσίας του. Αυτοί οι στοχαστές, συμπεριλαμβανομένου σε ορισμένα σημεία και του Rashid Rida, δικαιολόγησαν την δημιουργία ενός διαφορετικού, αραβικού χαλιφάτου, με το να ισχυριστούν ότι ο Μωάμεθ είπε ότι ο πραγματικός χαλίφης έπρεπε να είναι ένας απόγονος των Κουραϊσιτών, της φυλής τού Προφήτη.

Αλλά σε κάθε περίπτωση, οι βίαιες πολιτικές στις αρχές τού 20ού αιώνα ξεπέρασαν γρήγορα την θεολογία. Παρά τις προσπάθειές του ως υπερασπιστής της πίστης, ο Αμπντουλχαμίντ συνέχισε να χάνει έδαφος και πολιτική δύναμη έναντι των χριστιανικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτό βοήθησε τους κοσμικούς ηγέτες τού κινήματος των Νεότουρκων, όπως ο Ενβέρ Πασά, να παραγκωνίσουν τον σουλτάνο και να πάρουν την εξουσία για τον εαυτό τους, τις παραμονές τού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία τότε απόλαυσε κάποια στρατιωτική επιτυχία και μετά έκανε επιτυχίες ο ίδιος στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο, ο Ενβέρ έγινε πηγή έμπνευσης στον μουσουλμανικό κόσμο. Πράγματι, ο κατάλογος των μωρών που πήραν το όνομά του εκείνη την εποχή περιλαμβάνει τον Ενβέρ Χότζα, τον μελλοντικό ηγέτης της Αλβανίας, και τον Ανουάρ αλ Σαντάτ, τον μελλοντικό ηγέτη της Αιγύπτου, που έγινε όμως θύμα των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Φυσικά, το άστρο τού Ενβέρ ξεθώριασε επίσης, με την οθωμανική ήττα στο τέλος τού Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και τελικά ο Εμβέρ εξοντώθηκε από το κίνημα εκδίκησης των Αρμενίων ως υπαίτιος της γενοκτονίας.

Έτσι ο Ατατούρκ γρήγορα αναδείχθηκε ως ο νέος ηγέτης οδηγώντας μια επιτυχημένη εκστρατεία κατά των γαλλικών, ιταλικών, βρετανικών και ελληνικών στρατιών έξω από την οθωμανική Ανατολία. Γρήγορα, μερικοί από τους ίδιους πολιτικά δεκτικούς Μουσουλμάνους που είχαν υποστηρίξει το αντι-ιμπεριαλιστικό χαλιφάτο τού Αμπντουλχαμίντ θαύμασαν ακόμη περισσότεροι την ένοπλη περιφρόνηση του Ατατούρκ προς την ευρωπαϊκή ισχύ. Στην Παλαιστίνη, για παράδειγμα, οι Μουσουλμάνοι που είχαν κάποτε στραφεί προς τον Οθωμανό χαλίφη για προστασία ενάντια στους σιωνιστές εποίκους και τους Βρετανούς κατακτητές, άρχισαν να επιδοκιμάζουν τον Ατατούρκ.

Ταυτόχρονα, η μείωση της οθωμανικής ισχύος πριν, κατά την διάρκεια και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο προσέδωσε αυξανόμενη αξιοπιστία στην ιδέα ενός νέου, μη-οθωμανού χαλίφη στον αραβικό κόσμο. Αλλά ποτέ δεν ήταν απολύτως σαφές ποιος ακριβώς Άραβας χαλίφης θα μπορούσε να είναι αυτός. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν ο Ατατούρκ κατήργησε επιτέλους τον θεσμό τού χαλιφάτου το 1924, δεν υπήρξε καμιά σαφής ή συνεκτική κατακραυγή από τον μουσουλμανικό κόσμο συνολικά. Πολλοί Μουσουλμάνοι, ιδιαίτερα εκείνοι στην Ινδία για τους οποίους τα πανισλαμικά σύμβολα, όπως ο χαλίφης ήταν ένα σημαντικό μέρος της αντι-αποικιοκρατίας, διαμαρτυρήθηκαν. Μάλιστα αντιπροσωπία τους είχε μεταβεί στη Λωζάνη στηρίζοντας τις θέσεις της τουρκικής διπλωματίας.

Άλλοι ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να ελιχθούν για να διεκδικήσουν τον τίτλο για τον εαυτό τους.

Ο πιο διάσημος ήταν ο Χουσείν ιμπν Αλί, ο κυβερνήτης της Μέκκας, ο οποίος είναι γνωστός στους θαυμαστές τού Λόρενς της Αραβίας για τον ηγετικό ρόλο του στην αραβική εξέγερση. Ως τοπικός ηγέτης με έλεγχο στην Μέκκα και την Μεδίνα -και υποτιθέμενη ευθεία καταγωγή από την φυλή τού προφήτη – ο Χουσεΐν πιστεύεται ότι αφότου οδήγησε τους Οθωμανούς έξω από την Μέση Ανατολή, θα μπορούσε να γίνει ένας Άραβας βασιλιάς, με όλες τις θρησκευτικές και κοσμικές αρμοδιότητες του χαλίφη. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, όταν ο Ατατούρκ εξόρισε τον Οθωμανό σουλτάνο, ο Χουσεΐν τον κάλεσε στην Μέκκα. (Ο εξόριστος μονάρχης σύντομα αποφάσισε ότι προτιμούσε την ιταλική Ριβιέρα).

Αρκετά χρόνια αργότερα, ο γιος τού Χουσεΐν, Abdullah –ο ιδρυτής της ιορδανικής μοναρχίας- θα δηλώσει ότι, με τον τερματισμό τού χαλιφάτου, οι Τούρκοι είχαν «προσφέρει την μεγαλύτερη δυνατή υπηρεσία στους Άραβες», για την οποία ένιωθε ότι έπρεπε να «στείλει ένα ευχαριστήριο τηλεγράφημα στον Μουσταφά Κεμάλ». Φυσικά, τα σχέδια του Χουσεΐν δεν εξελίχθηκαν ακριβώς όπως το περίμενε. Παρά το γεγονός ότι είχε βρετανική υποστήριξη για το σχέδιό του νωρίς στον πόλεμο, ο ίδιος διαβοήτως περιέπεσε σε σύγκρουση με την συμφωνία Sykes-Picot. Οι Γάλλοι οδήγησαν τον γιο του έξω από την Συρία, και πριν περάσει πολύς καιρός, οι Σαουδάραβες τον οδήγησαν έξω από την Αραβική Χερσόνησο. Μέχρι την στιγμή που ο Χουσεΐν αυτοανακηρύχθηκε επισήμως χαλίφης, υποτίθεται μετά την επιμονή μιας επίλεκτης ομάδας Μουσουλμάνων ηγετών, η δύναμή του είχε συρρικνωθεί στο σημείο που η δήλωσή του φαινόταν σαν πράξη καθαρής απελπισίας.

Η αιγυπτιακή μοναρχία, εν τω μεταξύ, είχε να προχωρήσει μια δική της διεκδίκηση. Παρά το γεγονός ότι ευθυγραμμιζόταν στενά με τους Βρετανούς και καταγόταν από Κιρκάσιους Αλβανούς προγόνους, χωρίς δεσμούς με την οικογένεια του προφήτη, ο βασιλιάς Φουάντ συγκεκαλυμμένα προέβαλε την υπόθεσή του να διαδεχθεί τους Οθωμανούς. Σύμφωνα με τα λόγια ενός ισλαμιστή λόγιου, η Αίγυπτος ταίριαζε καλύτερα με το χαλιφάτο από όσο, ας πούμε, ένας νομάδας τής ερήμου όπως ο Χουσεΐν «επειδή ανέλαβε την ηγεσία στην θρησκευτική εκπαίδευση και είχε έναν τεράστιο αριθμό Μουσουλμάνων υψηλής εξειδίκευσης και ευφυΐας».
Ο βασιλιάς Ιντρίς Α’ τής Λιβύης επίσης φαινόταν να εξετάζει το ενδεχόμενο να προσπαθήσει να πάρει τον τίτλο, αλλά, όπως και ο Φουάντ, τελικά αποφάσισε ότι είχε πολύ λίγη υποστήριξη για να το κάνει επίσημα.

Ο βασιλιάς τής Σαουδικής Αραβίας, Σαούντ, παρότι τελικά κατέλαβε τους Άγιους Τόπους από τον Χουσεΐν, ήταν ένας από τους λίγους ηγέτες που ουδέποτε διεκδίκησε το χαλιφάτο, αν και η ιδέα σίγουρα συζητήθηκε. Ο Σαούντ ευθυγραμμίστηκε με το κίνημα των Ουαχάμπι, το οποίο προέκυψε ως μια εξέγερση ενάντια στην υποτιθέμενη παρακμή τής οθωμανικής κυβέρνησης στον 18ο αιώνα. Κατά ειρωνικό τρόπο, αν και η αντίθεσή του στους οθωμανικού στιλ χαλίφηδες ήταν κοινή με άλλους Άραβες, ο ιδιαίτερος θρησκευτικός του κλάδος ήταν πολύ ριζοσπαστικός ώστε να σκεφτεί ποτέ ότι είχε πολλές πιθανότητες να γίνει ο ίδιος χαλίφης.

Στο τέλος, όμως, λόγω πολιτικών αντιπαραθέσεων ήταν μόνο ένας από τους παράγοντες που βοήθησαν να βάλουν την συζήτηση περί χαλιφάτου στο περιθώριο μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Πολλοί Μουσουλμάνοι είχαν αντιδράσει στην κατάργησή του εντείνοντας τις προσπάθειές τους να οικοδομήσουν κοσμικές συνταγματικές κυβερνήσεις στις χώρες τους. Πράγματι, ορισμένες από τις ισχυρότερες αντιδράσεις στις χαλιφατικές προσδοκίες τού Αιγύπτιου βασιλιά ήρθαν από Αιγύπτιους φιλελεύθερους, οι οποίοι αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε κίνηση θα μπορούσε να αυξήσει την δύναμη της μοναρχίας. Ο Αιγύπτιος μελετητής Αλί Αμπντ αλ-Ραζίκ, στην διαβόητη αμφιλεγόμενη κριτική του για την ίδια την ιδέα ενός χαλιφάτου, το προχώρησε τόσο μακριά ώστε να υποστηρίξει ότι το Κοράνι δεν περιέχει «καμία αναφορά στο χαλιφάτο για το οποίο οι Μουσουλμάνοι απευθύνουν έκκληση». Αυτή ήταν επίσης η περίοδος όπου ένας αριθμός στοχαστών, κοσμικών και ευσεβών Μουσουλμάνων, άρχισαν να συζητούν το ενδεχόμενο ότι ο χαλίφης πρέπει να είναι μια καθαρά θρησκευτική προσωπικότητα, σαν ένας «ισλαμικός πάπας», απαλλαγμένος από οποιαδήποτε κοσμική εξουσία.

Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, ως ιστορική πηγή έμπνευσης, το οθωμανικό χαλιφάτο κατέχει την περισσότερη επιρροή μεταξύ των Τούρκων ισλαμιστών, των οποίων η νοσταλγία χρωστάει πολύ περισσότερα στον τρόπο που οι Τούρκοι εθνικιστές δόξασαν την αυτοκρατορία από όσα [χρωστά] στην ευσέβεια των σουλτάνων. Αντίθετα, η θρησκευτική κληρονομιά της κριτικής τού Αμπντ αλ-Ουαχάμπ στον 18ο αιώνα για το οθωμανικό κράτος, σε συνδυασμό με την πολιτική κληρονομιά τού πιο πρόσφατου αντι-οθωμανικού αραβικού εθνικισμού, δίνει σε πλειάδα μη-Τούρκων ισλαμιστών αρκετούς λόγους να προτιμούν το προηγούμενο ενός αραβικού χαλιφάτου.

Με το να αντιμετωπίζουν το οθωμανικό χαλιφάτο ως το τελικό σημείο ιστορικής αναφοράς για το ποιο ρεύμα φιλοδοξούν οι σημερινοί ισλαμιστές, οι Δυτικές αυθεντίες συγχέουν το σύγχρονο όνειρο περί ενός ισχυρού, καθολικά σεβαστού Μουσουλμάνου ηγέτη με το αποτυχημένο όνειρο του τελευταίου Οθωμανού σουλτάνου να γίνει ο ίδιος μια τέτοια προσωπικότητα.

*https://www.islamicstudies.info/tafheem.php?sura=2&verse=31&to=33