Θεωρίες συνωμοσίας και πραγματικότητας στη χώρα του

Γράφει ο Σήφης  Φανουράκης

  

Η μεταφυσική έμμονη ιδέα της απελευθέρωσης από τις τύψεις και τις ευθύνες για την υπάρχουσα «κομματική κοινωνία» κατρακυλά εύκολα στην κοινωνική θεωρία της συνωμοσίας, η οποία είναι όμοια με εκείνη που διαβάζουμε στα Ομηρικά έπη. Σύμφωνα με τον Όμηρος, ό,τι συνέβαινε μπροστά τα τείχη της Τροίας αποτελούσε αντανάκλαση των πολλαπλών μηχανορραφιών που εξυφαίνονταν ανάμεσα στους θεούς του Ολύμπου.

Σήμερα με βάση αυτή τη θεωρία, τη θέση των θεών καταλαμβάνουν διάφοροι ισχυροί άνθρωποι, κράτη–υπερδυνάμεις και διάφορες απειλητικές ομάδες  πίεσης, οι οποίοι κατηγορούνται ότι, οργανώνουν όλα τα κακά που συμβαίνουν στον κόσμο.

Οι θεωρητικοί αυτής της συνωμοσίας πιστεύουν επίσης ότι, οι θεσμοί είναι αποτέλεσμα ενός συνειδητού σχεδίου, στο οποίο περιλαμβάνονται  συλλογικότητες (τάσεις) ή μεμονωμένα άτομα(πρόεδρος), αρνούμενοι έτσι την δυναμική των πραγμάτων.

Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί να θυμηθούμε τη θεωρία που «κυκλοφορεί», για την εμπλοκή του Τσίπρα στην όλη εμφάνιση και εδραίωση του Κασσελάκη, και εκείνο το τραγελαφικό, «με φύτεψε ο Τσίπρας»

Όλη αυτή η θεωρία είναι βολική για πολλούς. Φαίνεται φυσιολογικό, το να εντοπίζεται ένας εξωτερικός ή εσωτερικός εχθρός που συνωμοτεί, όπως είναι και φυσιολογικό οι πολίτες ή τα μέλη ενός  κόμματος, να αποδέχονται την ιδέα της συνομωσίας σύμφωνα με την οποία, το κακό έρχεται πάντα από κάποιους άλλους και ποτέ από δικά τους σφάλματα.

Παραφράζοντας τον Κ. Jung :  Όταν κάποιοι ανακάλυψαν ότι, η σχεδόν «θεϊκή» εικόνα του πρώην προέδρου έγινε πολύ οικεία, χάνοντας κάθε μυστήριο, τότε στράφηκαν σε εικόνες και σύμβολα που διατηρούν μια «ιερή» αύρα, από άλλους πολιτισμούς. Θεώρησαν ότι, αληθινό είναι μόνο αυτό που δεν μπορεί να εξηγηθεί, σε αντίθεση με την ορθολογική σκέψη. Και όλη σχεδόν η «τάση» των προεδρικών στρατεύθηκε σε αυτό το αφήγημα, στο οποίο προσαρμόστηκε αμέσως και η κομματική γραφειοκρατία.

Αυτό το πλαίσιο της ανορθολογικότητας και  του προοδευτικού ατομικισμού γεννά πολιτικά «τέρατα», που  σχετίζονται με την κρίση του ορθολογικού φιλελεύθερου μοντέλου. Ταυτόχρονα όμως αποτελούν ένα σκηνικό εκστρατείας την «εταιρικής οργάνωσης», με βασικό σκοπό την οριστική εξουδετέρωση της δημοκρατίας.

Το άτομο τελικά απελευθερώνεται από τα σοβαρά και συνοφρυωμένα καθήκοντα της ταξικής πάλης και της πολιτικής δέσμευσης. Υιοθετεί κυνικά την κατακραυγή των «αριστερών αφηγημάτων», ιδιαίτερα των ριζοσπαστικών. 

Οι πλατείες με τις συγκρουσιακές διαδηλώσεις  αδειάζουν και σταδιακά γεμίζουν με επίδοξους μάνατζερ, επηρεασμένους από τα μείγματα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.

Ο πληθυσμός του μόχθου, που εξακολουθεί να ιδρώνει, αντιπαρατίθεται με  μια «φωτισμένη πρωτοπορία», υποταγμένη στις επιδόσεις, των προσωπικών υπολογιστών.

Σταματούν οι μακροχρόνιες συζητήσεις μεταξύ συντρόφων, σε κλειστούς χώρους, και όλοι ενστερνίζονται την κουλτούρα της εταιρικής οργάνωσης και του διαδικτυακού μάρκετινγκ, ως νέου επικοινωνιακού πνεύματος. 

To κοινωνικά δίκτυα εδραιώνουν σταδιακά, την εξαθλίωση της πολιτικής διαλεκτικής και ισχυροποιούν τον σημερινόψηφιακό καπιταλισμό. 

Σε αυτό το πλαίσιο, ο «νέος» πρόεδρος δομήθηκε έντεχνα από ένα παλίμψηστο ανορθολογισμού και ατομικής και συλλογικής μνήμης, γεμάτο από αισθήματα, αδικίας, προδοσίας και ήττας. Και σίγουρα με την ευγενική Χορηγία του «πρώην» προέδρου, που το 2022 κατάφερε να μεταλλάξει το κόμμα, σε ένα ρευστό πολιτικό ακροατήριο χειροκροτητών.

Ο καθένας από τα μέλη και τους φίλους, γεμάτος δυσαρέσκεια και παρορμητική ανάγκη να εκδικηθεί, τους «επικυρίαρχους», τους  διπλανούς του, καταλήφθηκε από ένα πνεύμα εκδίκησης για την παραίτηση του «πρώην».

Πάντως, ο «νέος» πρόεδρος σαφώς και στηρίζεται στη διατήρηση και την προσαρμογή, αλλά και στο πλαίσιο της μη ακύρωσης των θεμελιωδών κοινωνικών συμβάσεων μιας αστικής πατριαρχικής συνέχειας της κοινωνίας

Διακηρύττει την «πατριωτική αριστερά», επαναλαμβάνει συχνά το, «με τη βοήθεια του θεού» και «ευχαριστεί την οικογένειά» του, αμέσως στις πρώτες του δηλώσεις του, ως πρόεδρος. Και με αυτό τον τριπλό κοινωνικό συντηρητισμό, ακυρώνει τον οποιοδήποτε νεωτερισμό, σε όλα τα επίπεδα.

Από την άλλη, κομίζει την «ιερή» αύρα του άκρατου και γνώριμου λαϊκισμού, του δημαγωγικού πατριωτισμού και ενός αέναου «μπιζιμποτισμού». Και όλα αυτά πασπαλισμένα με μπόλικο αυριανισμό.

Απευθύνθηκε σε ένα μεταλλαγμένο κομματικό και εκλογικό  «σώμα» με εργαλείο, έναν προσωπικό επικοινωνιακό αυτοσχεδιασμό και μια πολιτική αισθητική της αποϊδεολογικοποίησης.

Δεν εκπροσωπεί καμία Αριστερά ούτε και καμία σοσιαλδημοκρατία και καλλιεργεί την φαντασίωση ότι, θα κατατροπώσει το Μητσοτάκη με τα προσόντα της  «αριστείας» του.

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται πλέον σε ένα αργό θάνατο, ή ένα σταδιακό μετασχηματισμό του σε πολιτικό χώρο δήθεν, χωρίς τον πόλεμο «ταυτοτήτων». Και μάλιστα, σε μια κοινωνία που χάνει το κοινοτικό στοιχείο και κάθε συλλογική αίσθηση.

Σε αυτό το πλαίσιο, το υποκείμενο δεν είναι ούτε υπάκουο ούτε ανυπάκουο, αλλά παράγει και αναπαραγάγει την ηχώ του μέσα σε μία διαδικτυακή «φούσκα» και  στην αέναη και ρωμαλέα κινητικότητα του «νέου» προέδρου.

Η υποκειμενικότητα του καθενός αντιμετωπίζει τα γεγονότα υπό το πρίσμα και την προτεραιότητα της δικής του λογικής.

Τα κοινωνικά δίκτυα ενισχύουν τις νέοφιλελεύθερες λογικές, της ατομικής ευθύνης και του υπέρ-εγώ (Ναρκισσισμού) και εμφανίζεται μια νέα πολιτική κοινωνική κατηγορία, που εδράζεται στην ίδια την άρνηση του πολιτικού, δομώντας τον αποκαλούμενο «ολοκληρωτισμό του πλήθους».