Κενά πολιτικής και ερωτήματα για την κυβερνητική αμφισημία έναντι της Τουρκίας και των «συμμάχων»

Toυ Γ. Λακόπουλου

Είναι στραβός ο γιαλός, ή στραβά αρμενίζουμε, στα ελληνοτουρκικά; Γιατί η καταφανής παραβατικότητα της Τουρκίας, ο επιθετικός παροξυσμός του συστήματος Ερντογάν και οι εμφανής παραβιάσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων  παρατείνονται;

 Για όσους δεν το πρόσεξαν: το Όρουτς Ρέις εμφανίσθηκε στην ελληνική υφαλοκρηπίδα στις 9 Αυγούστου. Κλείνει μήνα. Αλλά η ελληνική κυβέρνηση κάνει πως δεν καταλαβαίνει, τι ακριβώς συμβαίνει στο Αιγαίο. Και το μιντιακό σύστημα σιωπά και την καλύπτει. Εκτός αν το νόημα είναι ότι πρέπει να το συνηθίσουμε…

Δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο στην ιστορία των τουρκικών προσκλήσεων, από το 1977 με το « Χόρα» και εντεύθεν. Η κατάσταση όχι μόνο δεν θυμίζει τις  αποφασιστικές «τρεις μέρες του Μάρτη», αλλά αντίθετα μοιάζει όλο και περισσότερο με τις υποχωρητικές « νύχτες των Ιμίων».

Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν αντιφάσεις και ερωτηματικά στην κυβερνητική διαχείριση της κρίσης.  Ενώ η αρχική προσέγγιση της Τουρκίας  από την κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε εμφανή στοιχεία κατευνασμού, η εξέλιξη δεν την δικαίωσε, αλλά αντίθετα άνοιξε τις ορέξεις των Τούρκων.

Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος τι ακριβώς φοβάται αυτή την περίοδο η κυβέρνηση. Ότι ο Ερντογάν είναι αποφασισμένος να αφαιρέσει βιαίως κυριαρχία από την Ελλάδα, ή απλώς θέλει να τη σύρει σε διάλογο για να της υφαρπάξει επιμέρους δικαιώματα;

Η κυβέρνηση υπερασπίζεται τη χώρα έναντι της τουρκικής απειλής ή απλώς την αξιοποιεί για να διαμορφώσει όρους προσφυγής στη Χάγη με βάση την ελληνική πρόταση για την οριοθέτηση των ζωνών;

Αν ισχύει το πρώτο τι νόημα έχει να αντιπαραθέσει την πρόθεσή της για διάλογο, εφόσον δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις εκ μέρους των Τούρκων, αφού δε θα δημιουργηθούν, δεδομένου ότι ο Ερντογάν έχει σχέδιο  επιβολής;

Αν ισχύει το δεύτερο γιατί η κυβέρνηση, ενώ  δηλώνει ποια είναι τα θέματα που συζητάει προς διευθέτηση, δεν δηλώσει κατηγορηματικά ότι δεν θα δεχθεί οτιδήποτε άλλο εκ μέρους τη Τουρκίας και συνεπώς δεν κόβει τη συζήτηση στους μεσολαβητές που της αφήνουν αυτό το περιθώριο;

Για ένα περίεργο λόγο η κυβέρνηση δεν διευκρινίζει που τελειώνει ο διάλογος και που αρχίζει η αποτροπή. Αν το τέλος του διαλόγου έρχεται με την πρώτη τουρκική παραβίαση, γιατί δεν δηλώνει ότι έχει επέλθει εδώ και  ένα μήνα; 

Αν ισχυρίζεται ότι δεν υπήρξε ως τώρα παραβίαση ικανή να κάψει κάθε συζήτηση για διάλογο, τότε επί ποιου θέματος έχει ζητήσει κυρώσεις, όπως ισχυρίζεται;

Αν η έννοια των κυρώσεων αποτυπώνεται στην προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης  για τη λήψη τους, ποιος θα κρίνει πού τελειώνει η προειδοποίηση και αρχίσουν οι κυρώσεις, αφού η Ελλάδα δεν αποσαφηνίζει αν ως τώρα  παραβιάσθηκε η κυριαρχία της ή όχι;

 Στην Κορσική ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα συζητήσει, όπως γράφεται, με τον Γάλλο Πρόεδρο την αγορά ακριβού πολεμικού υλικού, ενώ κάτι αντίστοιχο θα ανακοινώσει και στην εικονική εφετινή ΔΕΘ. Αν πρόκειται να πάμε σε διάλογο τότε γιατί να ξοδέψουμε πάνω από δέκα δισ.- που δεν έχουμε- σε εξοπλισμούς; Αν είναι οι εξοπλισμοί είναι αναγκαίοι και επείγοντες, τι νόημα έχει να μιλάμε για διάλογο;

Αυτός ο διάλογος γύρω από ποιο ακριβώς αντικείμενο θα αναπτυχθεί και από ποιους;  Εφόσον, κατά την ελληνική θέση, το μόνο θέμα σ’ αυτό το τραπέζι θα είναι οι θαλάσσιες ζώνες, γιατί η Ελλάδα δεν επικαλείται τους  λόγους που επιβάλλουν και την παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωση στο ίδιο τραπέζι;

Η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ ως ελληνικά θέματα δεν είναι ταυτόχρονα και κοινοτικά; Δεν ανήκει και στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ελληνική ΑΟΖ και η ελληνική υφαλοκρηπίδα; Εφόσον η Ελλάδα κινδυνεύει, γιατί δεν ζητάει  ρητή ευρωπαϊκή δήλωση για εφαρμογή του άρθρου 42 της Συνθήκης για το ενδεχόμενο επίθεση από τρίτη χώρα;

Αφού είναι νομικά δυνατό να παρίστανται και οι Βρυξέλλες στο ίδιο τραπέζι, όπως συνιστά ο τέως Πρόεδρος της  Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος- άρθρο του δημοσιεύεται χωριστά- γιατί δεν το ζητάει επισήμως η κυβέρνηση;

Κακά τα ψέματα. Η ελληνική διπλωματία έχει παγιδευτεί σε αντιφατικές κινήσεις και παρεμβάσεις εκ των υστέρων, με ασαφείς παραμέτρους.

 Αν δεν συζητά τίποτε πέραν των ζωνών -και ούτε πρόκειται- γιατί δεν το λέει και σε όσους της συνιστούν «να τα βρει με την Τουρκία»;

Αν μένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιτραπεί στη Τουρκία να θέσει και άλλα θέματα, δεν θα πρόκειται για διάλογο, αλλά για συζήτηση περί ελληνικών δικαιωμάτων και η Ελλάδα θα εκτεθεί αν διακόψει τον διάλογο τότε.

 Σε κάθε περίπτωση η ελληνική θέση θα έπρεπε να διατυπώνεται με τρόπο που δεν θα αφήνει παρά μόνο μια διέξοδο στην τουρκική επιθετικότητα και  αμφισβήτηση ελληνικής κυριαρχίας: τον πόλεμο.

Μόνο από εκεί και πέρα θα πρέπει να μένει ανοιχτός ο δρόμος του διαλόγου- αποκλειστικά και μόνο για τις ζώνες και χωρίς παρέμβαση τρίτων για άλλα θέματα. Δεν υπάρχει «μέσος όρος» γιατί δεν υπάρχει τίποτε προς μοιρασιά. Αν αρχίζει από τον διάλογο για να αποφύγει την απειλή του πολέμου στο τέλος θα τα έχει και τα δυο.