Κ. Σημίτης: Αυτός στεναχωριέται για τους υπουργούς του και όλοι οι άλλοι γι’ αυτόν

Toυ Γ. Λακόπουλου

Ο Γιώργος Αμυράς, καλό παιδί και βουλευτής -μισός Ποτάμι, μισός ΝΔ- μας ενημέρωσε ότι συνάντησε σε ένα διάδρομο στη Βουλή τον Κώστα Σημίτη-που δεν είναι πλέον βουλευτής λόγω Γ. Παπανδρέου. Και τον ρώτησε- ο Αμυράς- τι λέει για τους υπόλογους υπουργούς του.

Τι  απάντησε; «Στεναχωριέμαι». Στεναχωριέται, έχει τρεις μέρες να φάει, δηλαδή;  Όπως στεναχωριούνται και οι Παναθηναϊκοί που έχασε η ομάδα τους από τον ΠΑΟΚ; «Είναι απαράδεκτοι». Όχι σαν τους «Απαράδεκτους» του «Μέγκα», εκείνοι ήταν χάρμα.

Αυτά έχει να πει ένας  πρωθυπουργός για υπουργούς χάρη στην εμπιστοσύνη του οποίου ήταν υπουργοί- άλλος τρόπος δεν υπάρχει. Χωρίς βέβαια να λέει τίποτε για τις συναφείς υποθέσεις. Μετά από 14 χρόνια, που μας άφησε ο ίδιος από την κυβέρνηση, κατέληξε ότι είναι «απαράδεκτοι». Πώς ξεχνάς να πας σε ένα  ραντεβού και τσαντισμένος ο άλλος σου λέει. «Απαράδεκτος». 

Αυτά λέει ο βουλευτής Αμυράς ότι είπε ο, μη βουλευτής, Σημίτης και δεν έχουμε λόγο να μην τα πιστέψουμε. Μόνο που, αν αυτό είναι όλο κι όλο το σχόλιο από μέρος του, συνιστά εξευτελισμό. Τον προκάλεσε μόνος του, ξέροντας ότι θα δημοσιευτεί ό,τι λέει; Ή τον ξεμπρόστιασε ο συνομιλητής του, παραβιάζοντας μια ιδιωτική συζήτηση;

Αδιάφορο. Όταν πρώην πρωθυπουργός απλώς  ότι «στεναχωριέται» σε τέτοιες υποθέσεις σβήνει τον εαυτό του από το χάρτη. Γιατί τον σβήνει από την πολιτική ευθύνη, που είναι αντικειμενική. Όπως κάνει σε όλα.

Αποκαθήλωση

Το καλαμπούρι με τον Σημίτη πρέπει να τελειώνει κάποια στιγμή. Σοβαρός άνθρωπος, καλλιεργημένος, με αγωνιστική δράση και προσωπική συγκρότηση, είχε προϋποθέσεις να μείνει στην Ιστορία με θετικό πρόσημο. Αλλά κακός πολιτικός.

Για την ακρίβεια κατέληξε το είδος πολιτικού που δεν θέλουμε να μας ξανατύχει: δειλός μοιραίος και άβουλος. Και αυτό κάνει πολλούς να στεναχωριούνται πραγματικά και ας μην είναι φίλοι του. Γιατί δεν είχε πολλούς το ΠΑΣΟΚ με τα δικά του προσόντα. Αλλά στην πολιτική μετράει σε τίνος την υπηρεσία τα θέτεις. 

Ο Σημίτης, πρόσωπο με ισχυρή βούληση, αναδείχθηκε χάρη στις συγκυρίες και την υποστήριξη συγκεκριμένων μιντιακών και επιχειρηματικών κέντρων, που κατασκεύασαν γι’ αυτόν ένα φωτοστέφανο, το οποίο δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει στη συνέχεια. Υπήρξε μέτριος πρωθυπουργός, που δεν δικαίωσε το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα που επαγγέλθηκε παρότι οι πολίτες τον όπλισαν με πολιτική ισχύ.

Όπως πήρε τις δομές της χώρας και τη θεσμική της υπόσταση, έτσι τα άφησε. Καμιά τομή, κανένας εκσυγχρονισμός. Η «χρυσή εποχή» που φιλοτέχνησαν στα ΜΜΕ κάποιοι γελωτοποιοί του ήταν επίχρυση. Μόλις έφυγε το λούστρο, αποκαλύφθηκε. Π.χ. σε οκτώ χρόνια διαχειρίστηκε τρεις κορυφαίες υποθέσεις για τη χώρα και τις χαντάκωσε και τις τρεις.

Μια ήταν η ΟΝΕ. Οι υμνογράφοι του την εμφανίζουν ως δική του επιλογή. Καμία σχέση. Ήταν επιλογή των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου μετά το 1993. Ο ίδιος παρέλαβε την προσπάθεια εν εξελίξει. Και, επειδή τη συνέδεσε με την επανεκλογή του το 2000 και την υστεροφημία του, την χαντάκωσε. Με βεβιασμένες επιλογές  και κάλπικα δεδομένα η χώρα να γίνει μέλος της Ευρωζώνης με σαθρό τρόπο τον οποίο πλήρωσε στη συνέχεια.

Είναι ο σπορέας της κρίσης- πέρα από τη διαφθορά, την κακοδιοίκηση και τη βίαιη αναδιανομή εισοδήματος με το κόλπο του Χρηματιστηρίου.

Η άλλη υπόθεση ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Και αυτή επιλογή των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου, που παρέλαβε ήδη σε εξέλιξη και της άλλαξε τα φώτα. Πρώτα απομάκρυνε την οικογένεια Αγγελοπούλου, που έφερε τους Αγώνες στην Αθήνα -με παράκλησή του, για να τοποθετήσει φίλιους -ή καθ’ υπόδειξη- μάνατζερς. Άσχετοι.

Για τέσσερα χρόνια αδρανούσαν με αποτέλεσμα να βρεθεί η χώρα μπροστά στην καταστροφή που θα σήμαινε η αφαίρεση της διοργάνωσης – μετά την διαβόητη κίτρινη κάρτα το Σάμαρανγκ. Αναγκάσθηκε να πέσει στα πόδια της Γιάννας Αγγελόπουλου το 2000 για να αναλάβει την υλοποίηση του προγράμματος, με την επιτυχία που είδαμε. Αλλά η ζημιά είχε γίνει.

Οι καθυστερήσεις στα έργα υποδομής, -σκόπιμες ή από ανικανότητα -εκτόξευαν το κόστος. Αλλά και αυτό προσπάθησαν οι φίλοι του στα μίντια να το φορτώσουν στην Αγγελοπούλου, παρότι δεν είχε σχέση με τα έργα: είχαν ήδη ανατεθεί από τους υπουργούς του Σημίτη, όταν επέστρεψε για να σώσει την παρτίδα.

Τρίτη υπόθεση το ασφαλιστικό. Μια έγκυρη μελέτη φίλου του πανεπιστημιακού ανέλαβε να την κάνει νομοθετική παρέμβαση ο επίσης  φίλος του εξωκοινοβουλευτικός υπουργός. Παρά τις επιμέρους αδυναμίες του νομοσχεδίου, θα έσωζε το σύστημα. Κατ’ ουσίαν θα έσωζε την οικονομία και τη δημοσιονομική  αβεβαιότητα της χώρας που οδήγησε στην κρίση και τη χρεοκοπία.

Όχι μόνο δεν τόλμησε να φέρει ποτέ τον νόμο του Τάσου Γιαννίτση στη  Βουλή, αλλά …ξήλωσε και τον ίδιο τον Γιαννίτση από υπουργό.  Το πρόσχημα ήταν οι… αντιδράσεις των συνδικαλιστών,  που ήταν κομματικοί φίλοι του στην πλειοψηφία τους. Και οι αντιρρήσεις κομματικών στελεχών.

Δηλαδή μια φυσιολογική αντίδραση σε κάθε τομή και κάθε μεταβολή  που θίγει κακώς νοούμενα «κεκτημένα», προβάλλεται ως λόγος …ακύρωσης της μεταρρύθμισης Γιαννίτση. Η αλήθεια σχετίζεται με τα εσωκομματικά συμφέροντα και τις ισορροπίες του Σημίτη.

Δεν χρειάζονται άλλα. Ο πρώην πρωθυπουργός χαμήλωσε μόνος του τον πήχη για το εαυτό του, όταν το 2004 δεν πήγε στις εκλογές για να κάνει τον απολογισμό της εντολής που πήρε το 2000, αλλά παρέδωσε το κόμμα του χωρίς καμία καταστατική διαδικασία στο διαμέρισμά του. Σε διάδοχο που είχε ο ίδιος προεπιλέξει, καθώς συνέπραξαν από το 1996  για να γίνει ο ίδιος πρωθυπουργός.

Και μετά – αφού ο διάδοχος τον πέταξε έξω από το κόμμα και τη Βουλή- περιορίσθηκε σε αρθρογραφία περί διαγραμμάτου. Επικρίνοντας φαινομενικά τη χώρα σαν να μην την κυβέρνησε πότε και να μην έχει κι αυτός ευθύνη. Ενδιαφέρθηκε μόνο για τη διάλυσή του ΠΑΣΟΚ, ώστε να μην υπάρχει τίποτε που θυμίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Μιάμιση δεκαετία μετά την “λαμπρή” πρωθυπουργία του Κώστα Σημίτη, με φακέλους επί φακέλων για τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων του που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον τον εισαγγελέων,- από το Χρηματιστήριο, μέχρι τις κρατικές προμήθειες-, ο άνθρωπος που επιχείρησε να εμφανισθεί ως αναμορφωτής της Ελλάδας επιστρέφει στο πραγματικό πολιτικό του βάρος.

Η συμπεριφορά είναι πραγματικά στενάχωρη γιατί ως πολιτικός άξιζε καλύτερα και αδικεί τον εαυτό του με τις συναναστροφές και τις επιλογές του. Σήμερα δεν επιτρέπει ούτε στους λίγους οπαδούς που του απέμειναν να τον υπερασπιστούν, αφού δεν τους δίνει κανένα επιχείρημα. Μόνο στεναχωριέται. Στεναχωριούνται κι αυτοί και πάνε παρακάτω: από τον Έβερτ, στον πατέρα Μητσοτάκη, και από εκεί στον Σημίτη και τώρα στον Νεομητσοτακισμό.