Μόνη μεταρρύθμιση η βιώσιμη παραγωγική ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας

Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου* 

Σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη συνταγή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, η προοπτική της ανάπτυξης σε μια χώρα χρεωμένη και βυθισμένη εδώ και χρόνια στην ύφεση, ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό επιβάλλουν οι διεθνείς δανειστές, μέσω ή και εκτός μνημονίων, αυτό διακηρύσσει ως σωτηρία και η νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση, αυτή η ίδια που, άλλοτε με τη μορφή της δεξιάς και άλλοτε με το μανδύα της σοσιαλδημοκρατικής κυβερνητικής εξουσίας, νεοφιλελεύθερης όμως πάντοτε έμπνευσης και προσανατολισμού, οδήγησε την ελληνική οικονομία στον υπέρμετρο δανεισμό, στη διάλυση της παραγωγικής της βάσης και στη χρεωκοπία.

Το πόσο… αθώα είναι η πολιτική επιλογή των ιδιωτικοποιήσεων, προκύπτει από μια σύντομη ανάλυση του όρου «ιδιωτικοποιήσεις» σε μια υφεσιακή οικονομία χωρίς παραγωγικό ιστό.

Παρατήρηση πρώτη:

Η ελληνική κοινωνία και οι εγχώριες παραγωγικές τάξεις, όταν ιδιωτικοποιηθούν τα πάντα, θα μείνουν εκτός οικονομικής ανάπτυξης και θα ωφεληθούν μόνο δευτερογενώς, ως εργατικό προσωπικό και μάλιστα χαμηλού κόστους.

Οι Έλληνες δηλαδή, που στο εξωτερικό κατέχουν σήμερα ηγετικές θέσεις στην επιχειρηματική, οικονομική και επιστημονική ζωή των χωρών όπου εξ ανάγκης μετανάστευσαν, στην ίδια τους την πατρίδα θα γίνουν στην καλύτερη περίπτωση υπάλληλοι χαμηλού κόστους.

Παρατήρηση δεύτερη: Η έννοια των ιδιωτικοποιήσεων παραπέμπει κατ’ ουσία στην εκχώρηση φυσικών αγαθών και πόρων, καθώς και δομών, υποδομών και δικτύων, σε ξένα οικονομικά συμφέροντα. Σε μια χώρα δηλαδή με κατεστραμμένη παραγωγική βάση, με εγκαταλελειμμένη ύπαιθρο και σχεδόν ανύπαρκτο πρωτογενή τομέα της οικονομίας, αλλά με μια σειρά αναξιοποίητα συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές, όπως τα ελληνικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα που με δυο λόγια συνιστούν αυτό που σήμερα αποκαλείται μεσογειακή διατροφή, (λάδι, δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, κρασί, ψάρια, θαλασσινά, τυροκομικά και κτηνοτροφικά προϊόντα), αλλά και με πλούσια ιστορία και μοναδικό πολιτισμό, σε μια τέτοια λοιπόν χώρα, η αναπτυξιακή προσπάθεια αντί να επεκτείνεται στην παραγωγική ανασυγκρότηση και στην επανεκκίνηση και των τριών τομέων της οικονομίας, επικεντρώνεται μονόπλευρα στην εκχώρηση δομών παροχής υπηρεσιών, μέσω της ιδιωτικοποίησης του εθνικού πλούτου και των δημόσιων αγαθών.

Γίνεται λοιπόν σαφής η σκοπιμότητα, αν όχι και η ιδιοτέλεια από την οποία εμφορείται η εμμονή των νεοφιλελεύθερων στις ιδιωτικοποιήσεις. Γίνεται όμως φανερός και ο αντιπαραγωγικός χαρακτήρας που αποκτά η πολιτική που μας επιβάλλεται μονόδρομα από τους εκφραστές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης της οικονομίας. Τόσο, που είναι να απορεί κανείς πως μπορούν και ταυτίζονται και Έλληνες με μια τέτοια, καταφανώς αντιαναπτυξιακή για τη χώρα, αλλά και αντικοινωνική για τους πολίτες της, πολιτική…

Αυτό που χρειάζεται άμεσα σήμερα η Ελλάδα, είναι μια γενικευμένη επανεκκίνηση της οικονομίας που θα ξεκινήσει από τον θεμέλιο λίθο κάθε αναπτυξιακής πολιτικής, που είναι η ανασυγκρότηση της παραγωγικής της βάσης. Γιατί μια χώρα που αντί να παράγει και αντί να αναζητεί δρόμους και δίκτυα για την εξαγωγή των κατά τα άλλα περιζήτητων και ανταγωνιστικών διεθνώς προϊόντων της, ξεπουλάει σε ξένους την περιουσία της, τρώγοντας ουσιαστικά τις σάρκες της για να επιβιώσει, υπονομεύει την τελευταία της δυνατότητα για ανάπτυξη.

Σε μια εποχή ιδιαίτερα ανταγωνιστική, εξ αιτίας κυρίως του γεγονότος ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας φέρνει στις διεθνείς αγορές προϊόντα χαμηλού κόστους από όλες τις άκρες της γης, η Ελλάδα έχει ως μόνη εναλλακτική επιλογή απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό, να ακολουθήσει τον δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης που θα δώσει ισόρροπη έμφαση:
1)    στην αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας των αναπτυξιακών πολιτικών και στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων,
2)    στην ανάδειξη της κοινωνικής διάστασης της δίκαιης ανάπτυξης, με την ισότιμη πρόσβαση όλων των Ελλήνων στα αγαθά της και
3)    στην περιβαλλοντική διάσταση όχι μόνο ως ηθική υποχρέωση και προϋπόθεση κοινωνικής ευημερίας, αλλά και ως βάση αναπτυξιακής δραστηριότητας.

Η χώρα, κινούμενη στο πλαίσιο της ισόρροπης ανάπτυξης, πρέπει να βρει διεξόδους αξιοποίησης και επιχειρηματικής ανάδειξης των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων, όλων δηλαδή εκείνων των χαρακτηριστικών που κάνουν τα προϊόντα της να είναι μοναδικά και συνεπώς ισχυρά ανταγωνιστικά διεθνώς. Και αυτά δεν είναι άλλα από τη μοναδική ποιότητα των ελληνικών προϊόντων, αλλά και από την προστιθέμενη αξία που δημιουργεί η ολοκληρωμένη ανάπτυξη, η συνδυασμένη δηλαδή ανάδειξη συγκριτικών πλεονεκτημάτων που έρχονται από διαφορετικούς τομείς της οικονομίας.

Σήμερα, για παράδειγμα, θεωρείται αυτονόητο ότι η τουριστική ανάπτυξη σχεδιάζεται ανεξάρτητα από την περιβαλλοντική πολιτική, όπως και η αγροδιατροφική ανάπτυξη σχεδιάζεται ανεξάρτητα από τον τομέα του πολιτισμού. Όταν όμως οι πολιτικές για το περιβάλλον, (προστασία, αποκατάσταση και βελτίωση φυσικών πόρων και οικοσυστημάτων, ανάδειξη σπάνιων οικοτόπων, οικοτουριστικές δράσεις), οι δράσεις για τον πολιτισμό, (φεστιβάλ αρχαίου θεάτρου, καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, ανάδειξη ιστορικών γεγονότων σε μουσεία κλπ), καθώς και η αξιοποίηση της μοναδικής μεσογειακής διατροφής, μπορούν μέσω συνεργειών μεταξύ τους να ενισχύουν την επιχειρηματικότητα στο εξωτερικό, με τη δημιουργία σημείων προώθησης και πώλησης συνδυασμένων ελληνικών προϊόντων, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να ενισχύσουν και τον τουρισμό στο εσωτερικό, μετατρέποντάς τον σε μια σταθερή πλουτοπαραγωγική πηγή 12 μήνες το χρόνο, τότε η οριζόντια διασύνδεση και η ολοκληρωμένη ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της Ελλάδας φαντάζει σαν μια νέα ευκαιρία για την οικονομική της ανάπτυξη, αφού οι συνέργειες επιμέρους τομέων της οικονομίας έχουν πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα.

Η χώρα, κινούμενη στο πλαίσιο της ισόρροπης ανάπτυξης, πρέπει να βρει διεξόδους αξιοποίησης και επιχειρηματικής ανάδειξης των συγκριτικών της πλεονεκτημάτων, όλων δηλαδή εκείνων των χαρακτηριστικών που κάνουν τα προϊόντα της να είναι μοναδικά και συνεπώς ισχυρά ανταγωνιστικά διεθνώς. Και αυτά δεν είναι άλλα από τη μοναδική ποιότητα των ελληνικών προϊόντων.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι για να επιτευχθεί ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης χρειάζεται ο σχεδιασμός και η εφαρμογή μιας πολιτικής εκτεταμένης παραγωγικής ανασυγκρότησης με γνώμονα την ανάδειξη ποιοτικών προϊόντων που θα στηρίζονται στην ολοκληρωμένη ανάπτυξη των επιμέρους τομέων της οικονομίας, στις συνέργειες μεταξύ τους και στη συνδυασμένη ανάδειξη των ελληνικών προϊόντων διεθνώς.

Αυτή η πολιτική, η οποία απαιτεί μια μεγάλη αλλαγή στη σημερινή κρατική δομή και λειτουργία, θα οδηγήσει τη χώρα σε μια βιώσιμη και δίκαιη οικονομική ανάπτυξη, καθώς είναι μια αυτοδύναμη και παραγωγική πολιτική αξιοποίησης των δικών μας συγκριτικών πλεονεκτημάτων που αφορά όλους τους Έλληνες, οι οποίοι θα κληθούν να συνεισφέρουν στη μεγάλη εθνική προσπάθεια. Σε αντίθεση με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων που εξυπηρετεί την εκχώρηση του πλούτου της χώρας σε μεγάλα διεθνή συμφέροντα…

*Ο Γιάννης Α. Μυλόπουλος είναι Καθηγητής, Προέδρος Αττικό Μετρό ΑΕ