Τσάι, όπλα και συμπάθεια

Του Μελέτη Ρεντούμη

Το πολυπόθητο και πολλά υποσχόμενο ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ ολοκληρώθηκε και μαζί η πολυαναμενόμενη συνάντηση με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ καθώς και η συνέντευξη τύπου που ανέδειξε μία σειρά από σημαντικά ζητήματα.

Η γεωπολιτική θέση της χώρας μας είναι δεδομένη και στρατηγική, που σημαίνει ότι οποιοδήποτε αυξημένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για την Ελλάδα δεν προέρχεται από την προετοιμασία της ελληνικής κυβέρνησης ή από την ικανότητα των ελληνικών επαφών, αλλά σχετίζεται προτίστως με τα αμερικανικά συμφέροντα και την αστάθεια που επικρατεί στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.

Όσον αφορά τις επικείμενες επενδύσεις και τις συμφωνίες που ανέμενε ο πρωθυπουργός να κλείσει αυτές φαίνεται ότι περιορίστηκαν μόνο στο γεωστρατηγικό πεδίο και τίποτα παραπάνω.

Ήταν κάτι παραπάνω από σαφής ως κυνικός ο Ντ. Τραμπ όταν ομολογούσε ότι δεν θα επιτρέψει πλέον οι ΗΠΑ να στηρίζουν ξένες χώρες, αλλά προέχει η δημιουργία αμερικανικών θέσεων εργασίας.

Ακριβώς λοιπόν στην λογική Τραμπ, περί ενίσχυσης της αμερικανικής αγοράς εργασίας, κινήθηκε η όλη συμφωνία Ελλάδος-ΗΠΑ κυρίως όσον αφορά στην αναβάθμιση των αμερικανικών αεροσκαφών F-16 αξίας 2.4 δις ευρώ με ορίζοντα 10 ετίας.

Μάλιστα ήδη οι ΗΠΑ έχουν εξασφαλίσει και την έγκριση του Κονγκρέσου για να ξεκινήσει η συγκεκριμένη επένδυση και αναβάθμιση.

Το μόνο επί της ουσίας που κατάφερε η Ελλάδα είναι να παραμείνει στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ ως δυτική χώρα και να αναδείξει για μία ακόμη φορά την γείτονα χώρα Τουρκία ως την μεγάλη απειλή για την χώρα μας.

Πώς εξασφαλίζεται όμως και πάλι η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή, με την Τουρκία να πρωτοταστεί στην κούρσα των εξοπλισμών με πολλά δις ευρώ τόσο από τις ΗΠΑ αλλά κυρίως από την Ρωσία;

H Ελλάδα λοιπόν καλείται να μπει σε μία αναβάθμιση στρατιωτικού εξοπλισμού, που μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες να είναι απαραίτητη, αλλά δεν δημιουργεί καμία αίσθηση ασφάλειας για το μέλλον και φυσικά δεν υπάρχει καμία υπόσχεση για αντισταθμιστικές επενδύσεις στην χώρα μας μεγάλων επιχειρήσεων και πολυεθνικών.

Τέθηκε επίσης στο τραπέζι το θέμα της αναβάθμισης του ρόλου της βάσης της Σούδας και της νέας παράτασης παραχώρησης για μεγάλο χρονικό διάστημα που ίσως υπερβαίνει την δεκαετία.

Και εδώ βέβαια, ναι μεν αναδεικνύεται ο γεωπολιτικός ρόλος της χώρας, αλλά δεν είναι σαφές ποιο είναι το όφελος για την Ελλάδα όσον αφορά τις αμερικανικές θέσεις στα καίρια ζητήματα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και φυσικά στο Κυπριακό.

Τέλος ένα από τα θέματα που έθιξε και έπρεπε να το κάνει η ελληνική κυβέρνηση, είναι αυτό το δημόσιου χρέους και της προοπτικής ελάφρυνσής του μέσω του ΔΝΤ, που σταθερά υποστηρίζει αυτή την άποψη.

Ακόμα βέβαια είναι πολύ νωρίς για να κρίνουμε την οποιαδήποτε έκβαση αυτού του ζητήματος στο οποίο οι ευρωπαίοι εταίροι και ιδίως η Γερμανία έχουν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους, επιμένοντας μόνο στα συμφωνηθέντα με τους θεσμούς και τις μεταρρυθμίσεις.

Σίγουρα υπάρχει μία κινητικότητα στο θέμα αυτό με πρωτοβουλία μάλιστα του αμερικανικού υπουργείου οικονομίας που προσπαθεί να το θέσει επί τάπητος στο ΔΝΤ αλλά και στους υπόλοιπους εταίρους, αλλά δεν φαίνεται ακόμα κάτι χειροπιαστό για την ελληνική πλευρά.

Σε κάθε περίπτωση, θα λέγαμε ότι το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, δεν έβγαλε κάτι σημαντικό που μπορεί πραγματικά ν’αλλάξει την ιστορία, τους συσχετισμούς δυνάμεων στην Νοτιοανατολική Ευρώπη ή να πυροδοτήσει ένα νέο σχέδιο Marshall που θα δώσει μεγάλες αποδόσεις και θα καταστήσει την χώρα μας ένα νέο επενδυτικό El Dorado.

Η χώρα μας πέρα από τις όποιες συμφωνίες που είναι απαραίτητες για λόγους γεωπολιτικούς και συστημικής ευστάθειας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, έχει ανάγκη, από συμμαχίες, σοβαρή προετοιμασία για θέματα αναπτυξιακά και road shows για κάθε κλάδο της ελληνικής οικονομίας ξεχωριστά ώστε να προσελκυθούν οι κατάλληλες επενδύσεις στο σωστό timing, ώστε να επανακτηθεί σταδιακά τόσο η εμπιστοσύνη των αγορών όσο και η επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα που αποτελεί την ραχοκοκαλιά της οικονομίας.

Το βέβαιο είναι ότι χωρίς πλήρη κατανόηση των δεδομένων της  παγκόσμιας οικονομίας και των διεθνών συσχετισμών, η Ελλάδα δεν πρόκειται να βρει ποτέ  τον δρόμο που της αξίζει.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός