Kυπριακό και ελληνοτουρκικές σχέσεις

Του Γιαννάκη Λ.Ομήρου

                                                                                                           

                                                                                                           

Ασφαλώς το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής και ως εκ τούτου διεθνές πρόβλημα. Δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση Ελληνοτουρκική διαφορά. Όμως η Ελλάδα εμπλέκεται, αφού η μεγάλη πλειοψηφία του Κυπριακού λαού είναι Έλληνες. Συνεπώς δεσμοί αίματος επιτάσσουν την συμπαράσταση της Ελλάδας προς την Κύπρο. Αλλά και συμβατικές υποχρεώσεις που πηγάζουν από την Συνθήκη Εγγυήσεως και Συμμαχίας του 1960. Όποτε η πραγματικότητα αυτή έτεινε να παραβλεφθεί και να διαρρηχθεί, όπως ήταν φυσικό, δημιουργούνταν σύννεφα και ρωγμές στο Ενιαίο μέτωπο Κύπρου – Ελλάδας και στην αναγκαία εθνική ομοψυχία.

Ένα τέτοιο παράδειγμα υπήρξε η συμφωνία Ανδρέα Παπανδρέου και Τορκούτ Οζάλ την 1η Φεβρουαρίου του 1988 στο Παγκόσμιο οικονομικό φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας. Η συμφωνία προέβλεπε την «έναρξη διαλόγου προς βελτίωσιν του κλίματος ανάμεσα στις δύο χώρες». Δεδομένου ότι Ελλάδα και Τουρκία είχαν φτάσει στα πρόθυρα πολέμου τον προηγούμενο χρόνο με τα γεγονότα του «Πίρι Ρεϊς» και «Σισμίκ» στο Αιγαίο, επέλεξαν να προχωρήσουν σε αυτή τη συμφωνία. Η οποία απεκλήθη και συμφωνία περί «μη πολέμου».

Επειδή εκείνη η συμφωνία εθεωρήθη ότι έθετε στο περιθώριο ή στο «ράφι», όπως χαρακτηριστικά ελέχθη, το Κυπριακό και επειδή δικαίως ασκήθηκε κριτική στον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Ιούνιο του ιδίου χρόνου ο Έλληνας Πρωθυπουργός, από του βήματος της Βουλής των Ελλήνων αναφώνησε το διαβόητο «MEA CULPA».

Είναι πασίδηλο ότι όσο συνεχίζεται η τουρκική κατοχή στην Κύπρο, η θεμιτή από πλευράς Ελλάδας προσπάθεια βελτίωσης των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, δεν μπορεί να είναι ούτε ολοκληρωμένη, ούτε πλήρης χωρίς την επίλυση του Κυπριακού.

Επί τούτου οι δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά την πρόσφατη επίσκεψη του στην Κύπρο προς διάψευσίν «ζιζανίων» που διαχέονται περί διαφωνιών Κύπρου – Ελλάδας στο Κυπριακό, πρέπει να κριθούν ικανοποιητικές. Ενδεχομένως κάποιοι να αντιτείνουν ότι πρόκειται για «κατά συνθήκην» καθησυχαστικές δηλώσεις «ρουτίνας»,γνωστές και πολλάκις διατυπωθείσες στο παρελθόν, ακόμη και σε περιόδους κρίσεων στις σχέσεις Ελλάδας – Κύπρου, αναφορικά με χειρισμούς του Κυπριακού.

Ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί, ότι θα ήταν λάθος να υιοθετούμε, να αποδεχόμαστε και να συμμεριζόμαστε φήμες περί περιθωριοποίησης ή παραγκωνισμού του Κυπριακού στο βωμό της αναμενόμενης έναρξης διαλόγου Ελλάδας – Τουρκίας προς εξομάλυνση – βελτίωση των μεταξύ τους σχέσεων. Καμμιά Ελληνική Κυβέρνηση εκλεγμένη από τον Ελληνικό λαό, δεν μπορεί να εγκαταλείψει το πελώριο εθνικό θέμα της Κύπρου ή να έχει την αυταπάτη ότι μπορούν να επιλυθούν τα Ελληνοτουρκικά, χωρίς λύση του Κυπριακού. Κάτι που θα αποτελούσε μια  ανιστόρητη μυωπική πολιτική και πλήγμα στο αναγκαίο αρραγές εθνικό μέτωπο Ελλάδας – Κύπρου.

Θεωρώ ωστόσο αναγκαίο  να επισημάνω ορισμένες θέσεις και απόψεις κάποιων εν Αθήναις αμνημόνων, ανιστόρητων και αγνωμόνων αλλά και  εθνικά επικίνδυνων. Αυτές οι απόψεις που ασφαλώς δεν εκφράζουν ούτε την επίσημη Ελληνική κυβέρνηση, ούτε οποιαδήποτε συντεταγμένη πολιτική δύναμη, πέραν του ότι συνιστούν μια  ευθεία υπονόμευση των καθορισμένων διαχρονικά στόχων Ελλάδας και Κύπρου ως προς το Κυπριακό, αποπνέουν και μια αντίληψη που τείνει να διαγράψει την αυτονόητη ευθύνη του Ελληνισμού απέναντι στην Κύπρο. Αλλά και την άδολη και ολόψυχη συνδρομή του Κυπριακού Ελληνισμού στους διαχρονικούς αγώνες του Έθνους.

Το χειρότερο όμως είναι ότι δηλητηριάζουν τις σχέσεις του Μητροπολιτικού και του Κυπριακού Ελληνισμού και αποδυναμώνουν την αναγκαία ομοψυχία σε αυτή την κρίσιμη εθνική συγκυρία.

Να το διατυπώσω απλά.

Απόψεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σε άρθρα Ελλαδιτών δημοσιογράφων και που εκφράζουν μια μικρή Αθηναϊκή Ελίτ, καταδεικνύουν την συνέχιση νοσηρών συμπτωμάτων, όχι απλώς μιας επιπόλαιας πολιτικής προσέγγισης, αλλά μιας ασυγχώρητης και κατάπτυστης προσπάθειας περιθωριοποίησης του Κυπριακού στον Ελλαδικό χώρο και υποβάθμισης του από οφειλόμενη κορυφαία προτεραιότητα της Ελληνικής Εξωτερικής πολιτικής.

Ιδού δύο μόνο ενδεικτικές «περισπούδαστες» απόψεις που περιέχονται σε δημοσιεύματα μετά τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο.

  • «Οι εκλογές στην Κυπριακή Δημοκρατία πάντα ήταν κρίσιμες. Οι Κύπριοι επηρεάζουν (άμεσα από το 1915) με τις αποφάσεις τους την πορεία του Έθνους.

Όμως όλες οι  αποφάσεις τους έχουν ως αφετηρία τους το πορτοφόλι, πόσα ρούβλια ή λίρες θα έχουν μέσα. Τους είναι αδιάφορη η πορεία του Ελληνισμού.

  • «Στις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο οι ψηφοφόροι έδειξαν ότι δεν έχουν διάθεση να μοιραστούν οτιδήποτε με τους Τουρκοκύπριους. Οι εκλογές επιβεβαίωσαν ότι καμιά τέτοια  διάθεση δεν υπάρχει».

Να το διευκρινίσουμε. Όσοι νομίζουν ότι το Κυπριακό «κούρασε» και ότι «φτάνει πια βρε αδελφέ με το Κυπριακό» και «πόσα χρόνια με αυτούς του Κύπριους», ασφαλώς δεν είναι νοητό να υποβάλλονται εφεξής σε λογοκρισία. Είναι όμως αναγκαίο να τους υποδειχθεί, ότι ασχημονούν κατά τρόπο προπετή και επικίνδυνο ενώ αποδεικνύονται πολιτικά κοντόφθαλμοι και εθνικά μύωπες. Αν δε νομίζουν, ότι έτσι, θα αφεθεί ο υπόλοιπος Ελληνισμός ανεπηρέαστος «πλανώνται πλάνην οικτράν» Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει εφαλτήριο για αποθράσυνση των τουρκικών αδηφάγων βλέψεων, που θα οδηγήσουν αναπόδραστα σε νέες περιπέτειες τον Ελληνισμό. Στη Θράκη, στο Αιγαίο, στα νησιά.

Τελειώνω με μία σχετική, πάντα επίκαιρη, αναφορά του Πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου κατά την επίσκεψη του στην Κύπρο το 1982.

« Πράγματι άφρονες αξιωματικοί αφού κατόρθωσαν να υπονομεύσουν τις Ένοπλες Δυνάμεις, παρέμειναν διά της βίας στην εξουσία επτά ολόκληρα χρόνια. Και στο τέλος της καταστροφικής τους πορείας, παρέσυραν στην καταστροφή και τη μεγαλόνησο, την Κύπρο. Η  ευθύνη είναι δική τους και όχι του Ελληνικού λαού, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να εκφράσει τον πόθο του για μια Κύπρο ανεξάρτητη, για μια Ελλάδα δημοκρατική. Αλλά παραμένει αλήθεια ότι είναι Ελλαδική ευθύνη, όπως και αν συνέβη, εάν θέλετε είναι ευθύνη δική μας, γιατί δεν κατορθώσαμε να δομήσουμε τότε τους δημοκρατικούς θεσμούς, σε βάσεις μόνιμες που να εγγυούνται πάντα το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας. Και ένας από τους σκοπούς του ταξιδιού μου εδώ, είναι να επουλώσω αυτό το τραύμα και να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είσαστε μόνοι, ότι  η Ελλάδα γνωρίζει σήμερα άριστα την ευθύνη απέναντι στον Ελληνισμό της Κύπρου.

Πρώην Προέδρου της Βουλής Των Αντιπροσώπων