Γερμανία, ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, τώρα και αποσωληνωμένος

Του Διογένη Λόππα


Ας υποθέσουμε ότι είσαστε στο γραφείο σας και ξαφνικά δύο συνάδελφοι πιάνονται στα χέρια.  Ποια θα ήταν η πρώτη και ενστικτώδης αντίδρασή σας;  Ναι, σωστά, θα σπεύσετε να τους χωρίσετε και μετά να καθίσετε να κουβεντιάσετε για τα υπόλοιπα.  Εδώ όμως συμβαίνει κάτι πρωτοφανές:  Αντί να προσπαθούμε να επέμβουμε, φαίνεται ότι απολαμβάνουμε τον καυγά.  Μάλιστα, επειδή ο ένας εκ των συναδέλφων είναι και λίγο μικρόσωμος, του σπρώχνουμε στο χέρι ένα μαχαίρι για να γίνει το θέαμα απολαυστικότερο.  Όταν ο μικρός πέφτει κάτω αναίσθητος από τις σφαλιάρες, του κάνουμε ενέσεις για να ξανασηκωθεί.  Και όταν ο νταής τρώει καμιά αδέσποτη μαχαιριά, πανηγυρίζουμε.  Παράλογο;

Τον παραλογισμό έχουν εντοπίσει οι κανονικοί άνθρωποι στην Ευρώπη.  Εντάξει, δεν αναφέρομαι στα ΜΜΕ τζουκ μποξ εσωτερικού και εξωτερικού, ούτε στην επίσημη αλά Όργουελ πολιτικά ορθή γραμμή της ΕΕ, αλλά στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας.  Ποιος μπορεί άλλωστε να είναι τόσο μαλάκας ώστε να θέλει πόλεμο στην αυλή του και κρίσεις ακρίβειας από το πουθενά;  Η απλή αυτή συλλογιστική αποτυπώθηκε περίτρανα και σε δημοσκόπηση του RTL, όπου οι 9 στους 10 Γερμανοί απαιτούν διαπραγματεύσεις για συνεννόηση με τη Ρωσία.  Δηλαδή απαιτούν το απολύτως προφανές, να σταματήσει άμεσα ο αιματηρός καυγάς και να καθίσουμε πολιτισμένα να αναζητήσουμε λύσεις. 

Μπορεί οι Γερμανοί στην πλειοψηφία τους και μάλιστα με ποσοστά που θα ζήλευε ο Κιμ να επιθυμούν τερματισμό της σύγκρουσης, όμως η Γερμανία δεν το επιθυμεί.  Για την ακρίβεια, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος στην Ουκρανία, θα έπρεπε να τον εφεύρει.  Και αυτό γιατί ένα ποσοστό περίπου 10% που συντάσσεται με την ελίτ της χώρας έχει εντελώς διαφορετική άποψη, τόσο για το πραγματικό status της χώρας, όσο και για τη μακροπρόθεσμη πορεία της στον κόσμο.  Για τους γνωρίζοντας elementary γεωπολιτική, οι γερμανικές ελίτ ουδέποτε εγκατέλειψαν το όραμα μιας γερμανικής Ευρώπης (Ευρώπης, στην καλύτερη περίπτωση…) που, αν δεν είναι δυνατόν να δημιουργήσουν με panzer, μπορούν κάλλιστα να δημιουργήσουν με τράπεζες και realpolitik.

Η μεγάλη εικόνα στην οποία προσβλέπουν οι συγκεκριμένες ελίτ που διαχρονικά κατευθύνουν τη Γερμανική Ομοσπονδία προσβλέπει σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, στο οποίο προστέθηκε επιπλέον και μία δυσάρεστη γεωπολιτική πραγματικότητα:  Το δισεπίλυτο πρόβλημα της Γερμανίας, ήδη από την εποχή ανόδου του τραμπισμού, είναι το μοντέλο της οικονομίας της, το οποίο κρίνεται ανεδαφικό και αδιέξοδο, δεν οδηγεί πουθενά.  Μια υπερτροφική βιομηχανία που παράγει υπερεκτιμημένα προϊόντα τα οποία προωθεί με αμφιλεγόμενες μεθόδους σε διψασμένες αναπτυσσόμενες  αγορές, πρώτον έχει ημερομηνία λήξης και δεύτερον έρχεται σε σύγκρουση με τους στόχους για το κλίμα, που είναι και περισσότερο επικίνδυνο ζήτημα.  Η δυσάρεστη γεωπολιτική πραγματικότητα είναι το απότομο ξύπνημα της αρκούδας στα ανατολικά, η οποία απαιτεί τις ζώνες επιρροής που της αφαιρέθηκαν.  Τα δύο υπαρξιακά ζητήματα τέμνονται πάνω στο ενεργειακό shortage, καθώς η απαραίτητη φθηνή ενέργεια για τη βιομηχανία έγινε εργαλείο για την επίτευξη γεωπολιτικών στόχων που ξυπνούν πρωσικά φαντάσματα.

Αυτό λοιπόν που κατανοούν πολύ σωστά οι γερμανικές ελίτ είναι ότι δεν έχουν κανένα μακροπρόθεσμο συμφέρον να υποκύψουν στον ενεργειακό εκβιασμό.  Γιατί συμβαίνει αυτό;  Επειδή το οικονομικό μοντέλο επείγεται να αλλάξει χθες.  Η γερμανική οικονομία στο σύνολό της πρέπει να αλλάξει και παραγωγική κατεύθυνση και πελατολόγιο.  Πρέπει να γίνει λιγότερο ενεργοβόρα, να παράγει διαφορετικά προϊόντα (diversify) και να τα προωθεί σε διαφορετικές, κυρίως εσωτερικές, αγορές.  Ο λόγος;  Αν σήμερα μέσω έντονων αποδοκιμασιών από το μέσο Γερμανό η Γερμανία υποκύψει προσβλέποντας σε επαναφορά λειτουργίας των αγωγών και σε ραγδαία πτώση των τιμών (και του πληθωρισμού), κανένας δεν εγγυάται ότι σε δύο, πέντε ή δέκα χρόνια, η Ρωσία δε θα ενεργοποιήσει ένα πανομοιότυπο σχέδιο για να ανακαταλάβει ζώνες επιρροής στη Μολδαβία, στη Βαλτική, στα Βαλκάνια ή ακόμα χειρότερα στην ανατολική Ευρώπη.  

Το δίλημμα λοιπόν είναι μια επώδυνη πλην λυτρωτική ανακωχή σήμερα, που όμως θα φέρει με μαθηματική ακρίβεια σοβαρότερα προβλήματα στο άμεσο μέλλον ή μια επώδυνη μεταβατική περίοδος, όπου, βάζοντας η μεσαία τάξη πλάτες, η γερμανική οικονομία θα μετασχηματισθεί και θα δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή ζώνη αυτάρκειας, την οποία θα ελέγχει οικονομικά (ευρώ) και πολιτικά (με τον τρόπο που όλοι γνωρίσαμε).  Προφανώς οι ελίτ έχουν επιλέξει τη δεύτερη λύση και αυτή η απόφαση θα πρέπει να θεωρείται ειλημμένη.  Επίσης προφανώς, το κόστος της λύσης αυτής θα επιχειρηθεί να επωμισθεί η ΕΕ στο σύνολό της.  

Στο σημείο αυτό, έρχεται να προστεθεί στην εξίσωση ο ρόλος της Γαλλίας.  Θα περίμενε κανείς ότι οι Γάλλοι θα ανέβουν στα κάγκελα και θα απαιτήσουν ”ανακούφιση τώρα”, με κινητοποιήσεις που θα κάνουν τα κίτρινα γιλέκα να μοιάζουν με καθιστική διαμαρτυρία.  Και πιθανότατα θα το κάνουν.  Οι γαλλικές ελίτ όμως, όπως φυσικά εκφράζονται μέσω του προέδρου Μακρόν, έχουν εντελώς διαφορετική άποψη.  Ακούγεται κάπως παράδοξο, ένας γνήσιος οπαδός του Ντε Γκώλ, που λογικά θα επιθυμούσε ψυχρές σχέσεις με τις ΗΠΑ και ίσες αποστάσεις με τη Ρωσία, να έχει ξεθάψει το τσεκούρι του πολέμου και να εμφανίζεται ως ο θερμότερος Ευρωπαίος υποστηρικτής του καθεστώτος του Κιέβου.  Υπάρχει όμως μια εξήγηση:

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει φέρει σε δεινή θέση τη Γερμανία, τόσο στο οικονομικό – ενεργειακό επίπεδο με την απειλή συντριπτικής ύφεσης και πρωτόγνωρου ”πολεμικού” χειμώνα,  όσο και στο γεωπολιτικό, όπου διαφαίνεται ο κίνδυνος, αν επικρατήσει η Ρωσία, να ανακαταλάβει σταδιακά πρώην σοβιετικό ζωτικό χώρο, που σήμερα καρπώνεται η Γερμανία.  Άρα ο βασικότερος ανταγωνιστής της Γαλλίας εντός της ΕΕ, ένας παραδοσιακός αντίπαλος και ταυτόχρονα η δύναμη εκείνη που επανειλημμένα υπονόμευε κάθε γαλλική προσπάθεια για ευρωπαϊκή εμβάθυνση, βρίσκεται στο καναβάτσο και εκλιπαρεί για γαλλική βοήθεια.  Αυτό λοιπόν είναι το ιδανικό μομέντουμ, ώστε επιτέλους να συναινέσει η Γερμανία στα γαλλικά σχέδια ή έστω να καθίσει στο τραπέζι επί ίσοις όροις. 

Έτσι, παρά το γεγονός ότι η ίδια η Γαλλία δεν απειλείται άμεσα από τους ρωσικούς εκβιασμούς, παρά το γεγονός ότι θα είχε ίσως συμφέρον να κοντύνει τη Γερμανία και παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν είδε με καλό μάτι την επέκταση ΝΑΤΟ και Γερμανίας (στρατιωτικά και πολιτικοοικονομικά, δηλαδή) ανατολικά, πιστεύει ότι ο μοναδικός τρόπος ώστε να εδραιωθεί η ταλαιπωρημένη Γαλλία ως ισότιμη υπερδύναμη στην Ευρώπη και κατ επέκτασιν στον κόσμο, είναι μια ομοσπονδοποίηση της ΕΕ, όπου οι αποφάσεις θα λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και όπου οι θέσεις και τα συμφέροντα Γάλλων και Γερμανών θα προωθούνται κατά προτεραιότητα, ιδίως όταν συμπίπτουν.  Συνεπώς, παρά την κάθετη αντίθεση του μέσου Γάλλου, η Γαλλία αναμένεται να στηρίξει τη Γερμανία και να πιέσει ακόμα περισσότερο τη Ρωσία, ακόμα και κινδυνεύοντας να τινάξει στον αέρα κρατικό και οικογενειακό προϋπολογισμό.

Αν λοιπόν αναρωτιέστε και εσείς, μαζί με τους υπόλοιπους κανονικούς Ευρωπαίους, γιατί για όνομα του Θεού δεν κάθονται όλοι σε ένα τραπέζι να βρούνε μια λύση και αν σιχτιρίζετε και εσείς, μαζί με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, τους ανίκανους και μυωπικούς ηγέτες σας, η απάντηση είναι ότι οι πυρήνες εκείνοι που διαμορφώνουν τη μακροπρόθεσμη στρατηγική των εθνών έχουν πάρει διαφορετικές αποφάσεις.  Η μεν Γερμανία αρνούμενη να συναινέσει σε απώλεια ζωτικού χώρου που μεθοδικά έκτιζε μετά την πτώση του τοίχους, η δε Γαλλία, προκρίνοντας το εθνικό μεγαλείο έναντι μιας μεσαίας τάξης που αναμένεται να υποστεί τις θυσίες ενός παράλογου πολέμου.  

Αυτό που καμία από τις δύο ηγεσίες δε φαίνεται να έχει υπολογίσει σωστά είναι το μέγεθος των πολιτικών αντιδράσεων που πρόκειται να αντιμετωπίσει και αν θα είναι σε θέση να τις ελέγξει.  Ελέγχουν τη ροή του χρήματος, τις κοινοτικές έκτακτες ενισχύσεις που με βεβαιότητα θα δοθούν και βέβαια τα οργουελιανά τζουκ μποξ που μας βομβαρδίζουν νυχθημερόν με τη Μοναδική Άποψη.  Δεν ελέγχουν τα ένστικτα, τις γραμμές αξιοπρέπειας (ιδίως των Γάλλων) και το χειρότερο είναι ότι είναι αδύνατον να ελέγξουν τον πληθωρισμό, που με τη σειρά του αποδιοργανώνει τους Γερμανούς, λόγω Βαϊμάρης.  Γιατί κάθε νέα μαζική κοινοτική ενίσχυση, σημαίνει μαζικό τύπωμα χρήματος, δηλαδή άνοδο του πληθωρισμού και πτώση της αξίας του ευρώ.  

Και κάπου εκεί επανέρχονται ως ζοφερή καθημερινότητα τα σοβιετικά κουπόνια (που στην ανατολική Γερμανία τα θυμούνται ακόμα), που ακόμα και κάτω από την πούδρα ενός ”food pass” ή voucher, δημιουργούν τη δική τους κακόφημη δυναμική.  Διάολε, αν ήταν να ματώσαμε για τη δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία για να καταλήξουμε τελικά στην ουρά με μια κουβέρτα στην πλάτη για να αγοράσουμε πατάτες, την ώρα που η τηλεόραση προβάλλει πεφωτισμένες ηγεσίες που μας οδηγούν μετά απολύτου βεβαιότητος στην ευμάρεια, μάλλον κάπου κάναμε λάθος.