Και αν είναι αθώος ο Γεωργούλης; Ή μάλλον: γιατί δεν είναι, μέχρι να κριθεί η καταγγελία σε βάρος του;

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος
«Τα γεγονότα, καλέ μου Σάντσο, είναι οι εχθροί της αλήθειας»-  Μιγκέλ Θερβάντες

Στο δυτικό πολιτισμό- και κατά τις νομικές κατακτήσεις του- ουδείς καταγγελλόμενος είναι ένοχος , αν δεν αποδειχθεί με νόμιμο τρόπο η ενοχή του. Αλλά και ουδείς καταγγέλλων έχει δίκιο, αν δεν αποδείξει όσα καταγγέλλει -πάλι με τον νόμιμο τρόπο.

Από αυτή την άποψη η «υπόθεση» ή το «σκάνδαλο» Γεωργούλη», που εγκαταστάθηκε προεκλογικά στο κέντρο της σκηνής και εξελίσσεται σε εκλογική επένδυση από συγκεκριμένα πολιτικά και μιντιακά κέντρα έχει δυο όψεις: είτε να είναι ένοχος ο ευρωβουλευτής, είτε να μην είναι.

Αν είναι, όλοι γνωρίζουν τη συνέχεια. Αν δεν είναι όμως; Αν τα καταγγελλόμενα σε βάρος του αποδειχθούν ξέρουμε ποια θα είναι η τύχη του. Αν καταπέσουν όμως, ποιος θα πληρώσει;

Το ερώτημα αφορά κυρίως κάποιους επιφανείς νομομαθείς, και θορυβώδεις πολιτικούς, που είχαν σηκώσει τη σημαία του τεκμηρίου αθωότητας-και ασφαλώς υπήρχε- στις περιπτώσεις όσων ερευνήθηκαν , νομίμως και με βάση συγκεκριμένες μαρτυρίες- για το σκάνδαλο Νοβάρτις. Αλλά δεν ισχύει για τον Γεωργούλη, ώστε να το επικαλεστούν…

Όπως δεν ίσχυε για την εισαγγελέα Ελένη Τουλουπάκη, που τράβηξε τα πάνδεινα , επειδή έκανε ευσυνείδητα τη δουλειά της. Νομίμως και όπως είχε υποχρέωση, κατά τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης, σε πολλά επίπεδα.

Η καταγγελία και η πολιτική

Να εξηγούμαστε: κανείς δεν επιδιώκει -και πολύ περισσότερο δεν μπορεί- να «δικάσει» την κυρία Ελένη Χρονοπούλου. Ουδείς μπορεί να την υποχρεώσει να περιγράψει δημοσίως τα συμφραζόμενα της καταγγελίας που έκανε για βιασμό και ξυλοδαρμό της. Οίκοθεν νοείται – που θα έλεγαν και οι καθαρευουσιάνοι- ότι το έχει κάνει στους αρμοδίους: στη βελγική Δικαιοσύνη. Αλίμονο, αν δεν το έχει κάνει…

Υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει την καταγγελία της, από άλλες προηγούμενες , από άλλες γυναίκες- πολλά χρόνια μετά από αυτό που τους συνέβη. Ήταν γνωστά τα στοιχεία που χρειάσθηκε η κοινή γνώμη για να συνταχθεί μαζί τους, πριν την δικαστική κρίση. Εν προκειμένω δεν υπάρχουν βασικά στοιχεία των πραγματικών περιστατικών.

Ευλόγως ο καθένας, χωρίς να την αμφισβητεί, δικαιούται να έχει τις επιφυλάξεις του, για τη συνολική εικόνα της υπόθεσης. Ιδίως από τη στιγμή που μπήκε στη μέση η πολιτική.

Προφανώς η ίδια το κατανοεί, επειδή -εκτός από μια γυναίκα που κατήγγειλε ένα φρικτό περιστατικό σε βάρος της -είναι και πολιτικό στέλεχος κόμματος, που ενδεχομένως θα προσπαθήσει να της εξασφαλίσει θέση στην επόμενη Βουλή, για να νομοθετεί.

Συνεπώς αντιλαμβάνεται ότι στην κρίση του μέσου πολίτη, υπάρχει η συμπάθεια για την καταγγελία της, αλλά υπάρχει και ανάγκη να συνυπολογίζεται η τιμή και τη υπόληψη ενός ανθρώπου. Και τα δυο περνούν πρωτίστως από τη δική της υποχρέωση να αποδείξει τα καταγγελθέντα.

Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για υπόθεση που κινείται πλέον στη δημόσια σφαίρα με πολιτικό φορτίο, όλα α στοιχεία της πρέπει να είναι καθαρά και σαφή. Μέχρι στιγμής δεν είναι: τουλάχιστον αν μιλάμε για τη δικογραφία, το περιεχόμενο της οποίας εντελώς άγνωστο.

Εκατέρωθεν ισχυρισμοί

Εκ των πραγμάτων και πέρα από τις γενικές αναφορές που επιτρέπουν την άθλια πολιτική σπέκουλα- ακόμη και από το κόμμα της, που επιδιώκει εμφανώς να προσποριστεί όφελος μέσω της συμπάθειας στο πρόσωπό της- πολλοί έχουν απορίες– όπως δικαιούνται άλλωστε, ως νοήμονες άνθρωποι..

Όταν έγινε γνωστή η υπόθεση -η μάλλον η παρέμβαση της Ευρωβουλής στην υπόθεση, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την εκδίκασή της-ο ευρωβουλευτής Γεωργούλης δήλωσε αγνοία.

Αναφέρθηκε όμως σε «προσωπική υπόθεση», χωρίς να εξηγήσει τι ακριβώς εννοεί. Αλλά ούτε η καταγγέλλουσα το σχολίασε, στη δημόσια τοποθέτηση της.. Ενδεχομένως είναι ένας απλός ισχυρισμός του , που μένει να κριθεί από όσα θα εκτεθούν εκατέρωθεν στη συνέχεια- και κυρίως από το ακριβές περιεχόμενο της καταγγελίας.

Μέχρι στιγμής τα πραγματικά στοιχεία είναι λίγα: η ανακοίνωση του Ευρωκοινοβουλίου, η προσωπική δήλωση Γεωργούλη, η ανακοίνωση των συνηγόρων του , οι αναφορές από το κόμμα του και η ανάρτηση της Ελένης Χρονοπούλου – αφού το όνομά της είχε κρεμαστεί στα μανταλάκια.

Καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί, δεν επαρκούν για να υπάρχει σαφής εικόνα της υπόθεσης– τουλάχιστον έτσι όπως απεικονίζεται στη δικογραφία. Όσα αναφέρονται από τις δυο πλευρές είναι ισχυρισμοί και όσα λέγονται από τρίτους, συνιστούν ανεύθυνες παρεμβάσεις, με ιδιοτέλεια συνήθως.

Καταγγελία διαρκείας

Από την καταγγέλλουσα μάθαμε ότι το περιστατικό που κατήγγελλε συνέβη « τον Ιανουάριο του 2020» και η ίδια το ανέφερε « την επομένη », χωρίς να λέει ακριβή ημερομηνία και τόπο. Μάλιστα, κατά την ανάρτησή της, στην πρώτη κατάθεση της – στην οποία υποτίθεται ότι εξέθεσε τις συνθήκες των καταγγελθέντων-δεν ανέφερε το όνομα του Γεωργούλη. Όπως σημειώνει το προσέθεσε σε δεύτερη κατάθεση τον Μάιο του 2020.

Μάθαμε επίσης , από τον επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και ένα μέλος της- αλλά πάλι χωρίς ακρίβεια- ότι «είχαν ακουστεί αόριστες φήμες» και ο καταγγελλόμενος σήμερα ευρωβουλευτής αρνήθηκε κάθε σχέση . Διόλου διαφωτιστικά, από αυτή την πλευρά- και μάλλον επηρεασμένα από εσωκομματικές καταστάσεις….

Πέραν αυτών , διακινούνται διάφορες πληροφορίες χωρίς διασταύρωση, με πρωτοστάτες στελέχη της ΝΔ που αναφέρουν λεπτομέρειες που δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν. Μια ευρωβουλευτής της μάλιστα, είπε σκανδαλιστικά, ότι , όπως έμαθε, «το θύμα δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει επί έξι μήνες από τα σημασία της κακοποίησης». Δηλαδή ως το καλοκαίρι του 2020 έκρυβε τα τραύματά της. Μια άλλη συνάδελφός της ήταν περισσότερο επιφυλακτική…

«Δίκη» χωρίς δικογραφία

Η αλήθεια είναι ότι ως αυτή τη στιγμή ότι κανείς τρίτος δεν μπορεί να γνωρίζει, λεπτομέρειες- όχι μόνο του περιστατικού, αλλά και των καταγγελθέντων- αφού δεν υπάρχει πρόσβαση στο φάκελο της βέλγικης Δικαιοσύνης, με βάση τον οποίο θα αποφανθεί επί της άρσης Ασυλίας το Ευρωκοινοβούλιο.

Ούτε καν οι δικηγόροι του ευρωβουλευτή. Οπότε ότι διακινείται είναι τουλάχιστον στον αέρα ή ενέχει σκοπιμότητα.

Εν τω μεταξύ έχουν διατυπωθεί ερωτήματα που επίσης δεν έχουν απάντηση. Πχ γιατί καθυστέρησαν ο Βέλγοι δικαστές να στείλουν στην υπόθεση το Ευρωκοινοβούλιο , προκειμένου να λάβουν άδεια για άσκησης δίωξης; Και τι θα γίνει αν δεν τη λάβουν; Ασφαλώς οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα, αλλά μέχρι να το εξηγήσουν, μένει χώρος για άλλες προσεγγίσεις.

Για παράδειγμα κάποιοι νομικοί σημειώνουν ότι σ αυτές τις περιπτώσεις οι δικαστικές αρχές αφήνουν στην καταγγέλλουσα να ορίσει το ρυθμό της πορείας των καταγγελιών της προς το ακροατήριο. Συνεπώς είναι πιθανό και στην περίπτωση Χρονοπούλου, να μην προχώρησαν γιατί δεν υπήρχε εκ μέρους της ενδιαφέρον επίσπευσης- και θα ήταν εύλογο για μια γυναίκα να είναι διστακτική.

Από αυτή την άποψη ενδεχομένως προχώρησαν όταν το ζήτησε η ίδια και ασφαλώς ήταν υποχρεωμένοι να το κάνουν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους, τις πολιτικές συνθήκες στη χώρας της. Αν ισχύει, η δημοσιοποίηση της καταγγελίας μέσω του Ευρωκοινοβουλίου, πρακτικά προήλθε από πρωτοβουλία της- έστω και αν δεν το ήθελε.

Άλλο ερώτημα είναι πώς ακριβώς πιστοποιήθηκε ιατρικά η κακοποίηση της καταγγέλλουσας; Για την προσωπική της δήλωση- αφού καμία άλλη δεν υπάρχει, -χρειάζονται διευκρινήσεις.

Αναφέρει ότι «στις αρχές του 2020, προχώρησα σε καταγγελία κατά συγκεκριμένου Έλληνα ευρωβουλευτή για τα αδικήματα του βιασμού και της πρόκλησης σωματικής βλάβης» .Πώς εννοεί τη διατύπωση « συγκεκριμένος ευρωβουλευτής» στην κατάγγειλα των αρχών του 2020, όταν στην ίδια δήλωση διευκρινίζει ότι «ένιωσα έτοιμη να δώσω και το όνομα του θύτη στις βελγικές αρχές 4 μήνες μετά, τον Μάιο 2020»; Μπορεί να πρόκειται για φραστική ασάφεια αλλά χρειάζεται διευκρίνιση.
Ποιος έχει και ποιος δεν έχει άλλοθι.

Άλλο ερώτημα προκύπτει από την αναφορά της στα «απαραίτητα στοιχεία» που προσκόμισε την επόμενη, συμπεριλαμβάνοντας και «ιατροδικαστικές εκθέσεις». Και γι αυτό θα χρειαστεί αποσαφήνιση, καθώς υπάρχουν πληροφορίες ότι δεν πρόκειται ακριβώς για ιατροδικαστική έκθεση, αλλά για βεβαίωση ιδιώτη γιατρού. Με όση σημασία μπορεί να είχε αυτό,- και αν η καταγγελία αποδειχθεί ακριβής δεν έχει καμιά- πρέπει να διευκρινιστεί, γιατί από την άλλη υπάρχουν και τα δικαιώματα του καταγγελθέντος.

Αλλά και με την έκθεση κακοποίησης, όποιος και αν την υπογράφει η εμπλοκή Γεωργούλη δεν είναι δεδομένη, αν δεν υπάρχουν συναφή στοιχεία. Έγκριτοι νομικοί σημειώνουν το ενδεχόμενο να μην αυτός ο κακοποιητής , αν μπορεί να προβάλει άλλοθι για τον τόπο και το χρόνο -επί των οποίων προς το παρόν ουδείς γνωρίζει το παραμικρό.

Ούτε η προσθήκη του ονόματός του μετά από μήνες εκ μέρους της καταγγέλλουσας το προεξοφλεί, ούτε η άρνηση του καταγγελθέντος επαρκεί. Απλώς κατά τον νόμο η καταγγέλλουσα οφείλει να καταθέσει συγκεκριμένα στοιχεία, και στη συνέχεια να απολογηθεί ο ίδιος επί του συγκεκριμένου.

Οι πολιτικές διαστάσεις

Ότι ο ίδιος συνέδεσε τη εμφάνιση της καταγγελία με τις εκλογές στην Ελλάδα, δεν είναι παράλογο με βάση τη δήλωση αθωότητας, ούτε εκτός των δικαιωμάτων του.

Οι δικηγόροι του Γεωργούλη ανακοίνωσαν ότι « ενημερώθηκε την Μεγάλη Παρασκευή 14 Απριλίου 2023 από το Γραφείο της Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μέτσολα». Αλλά μόνο ως προς το αίτημα της Εισαγγελίας των Βρυξελλών «για την άρση της ευρωβουλευτικής του ασυλίας, ύστερα από καταγγελία που έχει γίνει εις βάρος του».

Εφόσον επιμένει ότι ως τότε «δεν είχε καμία απολύτως γνώση» και «αρνείται επισήμως και κατηγορηματικά τις κατηγορίες που στρέφονται εναντίον του» είναι λογικό να λέει ότι «επιθυμεί οπωσδήποτε το ταχύτερο δυνατόν να χυθεί όλο το φως σε αυτήν την υπόθεση που μόλις του γνωστοποιήθηκε»

Η πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου όμως που γνώριζε ότι η υπόθεση, σε ότι αφορά την ασυλία– η άρση της οποίας δεν σήμαινε ασφαλώς ενοχή– δεν πρόκειται να κριθεί πριν τις ελληνικές εκλογές, γιατί δεν κράτησε αποστάσεις, ώστε να μην υπάρχει θέμα επηρεασμού της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα; Οι ευρωβουλευτές της ΝΔ δεν κατηγορούσαν επιτροπές της Ευρωκοινοβουλίου για προεκλογικές παρεμβάσεις ;

Η καταγγέλλουσα έχει των κατανόηση όλων όταν αναφέρει «αυτή η διαδικασία ενδεχομένως θα αποβεί επώδυνη για εμένα, την οικογένειά μου, τους οικείους μου» και καλώς προχώρησε , θεωρώντας ότι «το οφείλω στον εαυτό μου αλλά και σε κάθε γυναίκα που μπορεί να βρεθεί σε ανάλογη θέση».

Κανείς δεν μπορεί να της καταλογίσει το χρόνο στον οποίο «ένοιωσα έτοιμη να δώσω και το όνομα του θύτη στις βελγικές αρχές, οι οποίες είναι και οι μόνες αρμόδιες για το χειρισμό της υπόθεσης».

Ποιος ήθελε τη δημοσιοποίηση;

Η κυρία Χρονοπούλου λέει ότι επί τρία χρόνια και « απολύτως συνειδητά» επέλεξα «να αντιμετωπίσω το ζήτημα μόνο με τους δικηγόρους μου, χωρίς να ενημερώσω κανέναν άλλο» και ότι «η «δημοσιοποίηση του γεγονότος τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή έγινε μετά το επίσημο αίτημα των βελγικών αρχών για άρση ασυλίας του ευρωβουλευτή μετά από ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης».

Από τη δήλωσή της, δεν προκύπτει ότι υπάρχει εμπλοκή της στην δημοσιοποίηση. Αλλά ως νομικός, ενδεχομένως θα μπορεί να εκτιμήσει πόσο «ενδελεχής» υπήρξε μια καταγγελία για την οποία οι «αρχές που την εξέτασαν» δεν κάλεσαν τον καταγγελλόμενο…
Ασφαλώς η χωρίς τη συναίνεσή της δημοσιοποίηση του ονόματός της – «αποτελεί σοβαρότατη παραβίαση της ιδιωτικότητάς μου αλλά και της ποινικής διαδικασίας». Αλλά ποιος είχε συμφέρον από τη δημοσιοποίηση; Ποιος εξυπηρετεί σ αυτή τη φάση; Πάντως όχι τον καταγγελθέντα και το κόμμα του.

Η ίδια ποιους εννοεί όταν αναφέρεται σε κάποιους που ενώ «παριστάνουν τους υπέρμαχους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» τελικά «στο βωμό της πολιτικής διαχείρισης, με βάζουν στη δίνη χυδαίων και εξοργιστικών επιθέσεων»;

Αν κάποιοι βαρύνονται με αυτό , είναι όσοι συνδέονται με τις θεωρίες του Αδωνι Γεωργιάδη ,του Λοβέρδου και του Ανδρουλάκη κατά του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός αν το κόμμα της έχει «δικαίωμα» να κάνει πολιτική με αφορμή ένα τέτοιο θέμα.

Το αποτέλεσμα και σε ό,τι αφορά το ΠΑΣΟΚ είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που η ίδια «επιθυμεί για τον εαυτό της». Θα ήταν λογικό η ίδια να αξιώσει από τους συντρόφους της να αποφύγουν την πολιτικοποίηση της καταγγελίας της.

Όσο δεν το κάνουν την αντιμετωπίζουν ως στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και όχι ως γυναίκα -θύμα κακοποίησης που πρέπει να δικαιωθεί. Έτσι ακυρώνουν τη θέση της: «η όποια δημόσια παρουσία μου , να μην καθορίζεται από αυτή την δυσάρεστη για μένα υπόθεση».

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR