Κλιμάκωση των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ

Της Δρ Πελαγίας Καρπαθιωτάκη

Μετά τη φαινομενικά αιφνίδια απόφαση του Προέδρου Τραμπ, στις 9 Μαϊου, για την επιβολή επιπλέον δασμών στις εισαγωγές κινέζικων προϊόντων κατηγορώντας ταυτόχρονα την κινέζικη πλευρά για καθυστερήσεις και απροθυμία επίτευξης εμπορικής συμφωνίας και το διάταγμα της 15ης Μαιου με στόχο τη διακοπή τεχνολογικής συνεργασίας με «αντίπαλες χώρες»  έχουμε εισέλθει επίσημα σε μια περίοδο εξαιρετικής κλιμάκωσης των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ.

Μετά από μια μακρά περίοδο διαλακτικότητας, στις 2 Ιουνίου η απάντηση της κινεζικής κυβέρνησης στα παραπάνω γεγονότα, ήταν άμεση, σαφής και αυστηρή. Το White Paper δείχνει ως υπεύθυνη για τη μη επίτευξη εμπορικής συμφωνίας τις ΗΠΑ τονίζοντας ότι κάθε παραχώρηση που γινόταν από την Κίνα, ήταν η αρχή για μια νέα απαίτηση από την άλλη πλευρά. Η Κίνα δηλώνει ότι δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε παρέμβαση κυριαρχικού χαρακτήρα και προσβολή της εθνικής της αξιοπρέπειας ενώ δηλώνει ότι η Κίνα δεν επιθυμεί να εισέλθει σε έναν «εμπορικό πόλεμο», αλλά αν χρειαστεί να πολεμήσει για τα δικαιώματα της, τότε θα το κάνει. Τέλος, στο ίδιο κείμενο η Κίνα δηλώνει ότι ποτέ δεν θα συμβιβαστεί σε βασικές αρχές της σχετικά με τα θεμελιώδη συμφέροντα της και θέτει μια προϋπόθεση προκειμένου να επιτευχθεί τελικά συμφωνία: “ Να αποσυρθούν από τις ΗΠΑ όλοι οι επιπλέον δασμοί που έχουν επιβληθεί και παράλληλα να είναι ρεαλιστικές οι απαιτήσεις των ΗΠΑ σχετικά με τον όγκο των κινέζικων εισαγωγών από τις ΗΠΑ”.

Η αποτυχία επίτευξης εμπορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών μάλλον αναμενόμενη θα πρέπει να θεωρείται αν αναλογιστεί κανείς ποιοι κλήθηκαν να αναλάβουν το δύσκολο έργο της διαπραγμάτευσης. Επικεφαλής της αμερικάνικης αντιπροσωπείας είναι ο Αντιπρόσωπος Εμπορίου των ΗΠΑ, Ρόμπερ Λίτισερ, ο οποίος έχει εκφράσει από το 1997 την αντικινέζικη θέση του, ο Υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Στήβεν Μνουσίν, γνωστός υπέρμαχος του προστατευτισμού, ενώ ο πιο στενός συνεργάτης του Τραμπ σε θέματα εμπορίου είναι ο Πίτερ Ναβάρο, συγγραφέας του βιβλίου “ Death by China”.

Η αποκλιμάκωση της κρίσης, θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή, αν το διακύβευμα ήταν μόνο η εξισορρόπηση των εμπορικών ελλειμμάτων μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας, δηλαδή αν επρόκειτο για την επίλυση ενός οικονομικού θέματος. Τα πραγματικά αίτια της κρίσης είναι πολιτικά και ο «εμπορικός πόλεμος» αποτελεί μέρος μόνο ενός «τεχνολογικού πολέμου» εξαιρετικής γεωπολιτικής σημασίας με το επίκεντρο αυτού να βρίσκεται στην τεχνολογία Τεχνητής Νοημοσύνης. Υπολογίζεται ότι η ΑΙ τεχνολογία θα αυξήσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 14% μέχρι το 2030, με την Κίνα να έχει μερίδιο 26% σε αυτή την αύξηση και τη Βόρεια Αμερική (ΗΠΑ, Καναδάς) 14.5%. Η απόφαση της Κίνας το 2015, να εφαρμόσει το «Made in China 2025» και το 2017 η ανακοίνωση του «Προγράμματος Ανάπτυξης Τεχνητής Νοημοσύνης» με σκοπό την επένδυση 147 δις. δολάρια ώστε να καταστήσει την Κίνα ηγετική δύναμη στην ΑΙ τεχνολογία με την ταυτόχρονη μείωση της τεχνολογικής εξάρτησης της από τη Δύση, επιτάχυνε τις αποφάσεις των ΗΠΑ σε σχέση με την ανάσχεση της Κίνας στην οικονομία και την τεχνολογία.

Η προσπάθεια των ΗΠΑ για «τεχνολογική αποσύνδεση» από την Κίνα, αρχικά φάνηκε από το Εκτελεστικό διάταγμα του Τραμπ το Φεβρουάριο 2019 (Διατήρηση της ΑΙ υπεροχής των ΗΠΑ) και κυρίως με το διάταγμα του Μαίου 2019 (διακοπή τεχνολογικής συνεργασίας με αντίπαλες κυβερνήσεις) και την απόφαση του Τραμπ να εισάγει τον κινέζικο τεχνολογικό κολοσσό Huawei στη λίστα των «απαγορευμένων εταιρειών». Άλλες ενέργειες όπως η απόφαση για επανεξέταση των θεωρήσεων εισόδου (visa) σε κινέζους φοιτητές STEM (Science, Technology, Engineering, Mathematics) είναι στην ίδια κατεύθυνση. Η Κίνα έχει καταφέρει να μειώσει σημαντικά την τεχνολογική απόσταση από τις ΗΠΑ καθώς είναι η χώρα με τους περισσότερους STEM απoφοίτους (το 2016 – 4.7 εκ.), ενώ o αριθμός διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που της χορηγήθηκαν το 2018 αυξήθηκε μέσα σε ένα έτος κατά 8,2%, κατατάσσοντας την στην τρίτη θέση παγκοσμίως.

Οι ενέργειες των ΗΠΑ σε σχέση με την Κίνα στην οικονομία και στην τεχνολογία δείχνουν ότι επιδιώκουν αφενός την καθυστέρηση ανάπτυξης της Κίνας και αφετέρου τη δημιουργία ενός νέου «συστήματος» που δεν θα βασίζεται στην πολυμέρεια και τις γενικές συγκλίσεις αλλά θα βασιστεί σε νέα δίκτυα συνεργασιών όπου το κράτος θα είναι ο μοναδικός παίκτης, απαξιώνοντας τους υφιστάμενους διεθνείς θεσμούς (ΠΟΕ, G20 κ.α).  Σε αυτή την πορεία δημιουργίας νέων δικτύων, ο ρόλος της Ασίας είναι καθοριστικής σημασίας καθώς εκεί πραγματοποιείται η μεγάλη ανακατανομή του παγκόσμιου παραγόμενου πλούτου, με την Κίνα να έχει το πλεονέκτημα κυρίως λόγω της μεγάλης οικονομικής αλληλεξάρτησης που έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, κυρίως μετά τo BRI (2013) όπου το μέσο μερίδιο εξαγωγών σε 24 χώρες του Ινδο-Ειρηνικού προς την Κίνα είναι 23% και μόνο 12% προς τις ΗΠΑ.

(*) Η Δρ Πελαγία Καρπαθιωτάκη είναι επικεφαλής ερευνητικών προγραμμάτων και υπεύθυνη διεθνών σχέσεων του ερευνητικού κέντρου Academy of China Open Economy Studies (ACOES) στο Πανεπιστήμιο Διεθνούς Επιχειρηματικότητας και Οικονομίας του Πεκίνου (UIBE).

ΑΠΕ ΜΠΕ