Ο ΣΥΡΙΖΑ που κόβει τις γέφυρες με τον Τσίπρα μπορεί να είναι ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί ο Κασσελάκης  αποδομεί τον πρώην Πρωθυπουργό…

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Η σουρεαλιστική συνέντευξη του Στέφανου Κασσελάκη στο «Μέγκα»- όπου το σχήμα «ερωτήσεις και απαντήσεις» είχε χάσει το νόημά του- και η εμφάνισή του  αλλού ο παππάς, αλλού τα ράσα, στον ΑΝΤ1 έχουν ήδη αξιολογηθεί από όσους τις παρακολούθησαν.  Για τους πολιτικούς παρατηρητές όμως περισσότερη αξία έχει ότι σε δημόσια εμφάνισή του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αποδομεί -μετά πολλών …επαίνων και πισώπλατα!- τον προκάτοχό του.

  Όταν ο Παύλος Πολάκης λέει ότι το πρόγραμμα που παρουσίασε ο σημερινός αρχηγός του ήταν η  «πιο σοβαρή και αριστερή προοδευτική πρόταση που έχει ακουστεί τα τελευταία 30 χρόνια» – ενδεχομένως το κάνει για εκδίκηση προς τον προηγούμενο.  Αν μια άσκηση επί χάρτου είναι υπέρτερη της κυβερνητικής πολιτικής πράξης του ΣΥΡΙΖΑ, χάνουν την αξία τους οι λέξεις.

Αλλά η σταδιακή αποδόμηση του Αλέξη Τσίπρα από τον διάδοχο του  -από την αποδοκιμασία του  τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του κόμματος-, μέχρι την απόρριψη συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών του, αλλα και … νόμων του-  είναι ορατή και προβληματίζει. 

Δεν μπορεί να εξισορροπηθεί από αόριστες κολακείες και υποσχέσεις για «συνέχεια»  που αντιφάσκουν με την πρακτική της ανατίναξης κάθε γέφυρας που συνδέει τον σημερινό ΣΥΡΖΑ με  τον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα.

Στο «Μέγκα» ο  Στ.  Κασσελάκης τράβηξε διαχωριστική γραμμή: «ο κύκλος 2015-2019 έχει κλείσει, έχει ανοίξει νέος κύκλος και θα υπάρχει μεγάλη ανανέωση». Μάλιστα  παραπέμποντας στον Τσίπρα για τις υποθέσεις με τις τηλεοπτικές άδειες και τη Novartis«Ρωτήστε τον Τσίπρα για το τι έγινε τότε εγώ ήμουν στην Αμερική»- δεν πήρε μόνο αποστάσεις. Συντάχθηκε με τους ιστορικούς αντιπάλους του προκάτοχου του στο σύστημα διαπλοκής.  

Το έκανε μάλιστα χειρότερο απονέμοντας -όπως και τον ΑΝΤ1- επαίνους στους Νίκο Παππά και Παύλο Πολάκη, που «χαίρουν της εμπιστοσύνης του» , όταν το χάσμα τους με τον Τσίπρα διαρκώς μεγαλώνει.  Και με την αποκήρυξη του νόμου του ΣΥΡΙΖΑ βάσει του οποίου ελέγχονται οι πολιτικοί που έχουν επιχειρήσεις στο εξωτερικό, το πήγε πολύ μακριά, δικαιώνοντας τον… Μητσοτάκη!

Μετά από αυτά είναι απορίας άξιο που βασίζει το ότι ο Αλέξης Τσίπρας- με τον οποίο συναντήθηκε μετά το συνέδριο- «είναι μαζί του 100%», ότι «δεν θα τον αμφισβητήσει μετά τις ευρωεκλογές»  και του… «επιτρέπει» να λέει την άποψή του για τον ΣΥΡΙΖΑ και τις ευρύτερες εξελίξεις στην Κεντροαριστερά». Ακόμη και να επαναλαμβάνει ότι «το μαξιλάρι μπορούσε να είναι 32 δισ.».

Ας μην κρυβόμαστε: το «σύστημα Κασσελάκη» χρησιμοποίησε το όνομα του Τσίπρα για να εδραιώσει τη θέση του-  με τον ισχυρισμό ότι ο πρώην πρόεδρος «παρότρυνε» τον εξ Αμερικής υποψήφιο βουλευτή Επικρατείας να διεκδικήσει την  ηγεσία, ενώ η θέση της πλευράς Τσίπρα είναι ότι μάλλον τον αποθάρρυνε.

Και όταν επικράτησε άλλαξε ρητορική προβάλλοντας ότι παρέλαβε «άρρωστο κομμα» στο οποίο ο από το 2008 επικεφαλής του και σχεδόν μια πενταετία πρωθυπουργός μόνο λάθη παρέδωσε -και του  γυρίζει την πλάτη-κομπορρημονώντας ότι «βγήκε με το σπαθί του». Παρουσιάζοντας πάντα ως  πολιτική πρόταση τον… ευατό του και το αλαλούμ «πρόγραμμά του» ως κυβερνητικό σχέδιο, το οποίο υπερασπίζεται δημόσια με ακαταλαβίστικη παράθεση ασχέτων και αντιφατικών διατυπώσεων.

Ασφαλώς ο -εκλεγμένος- νέος επικεφαλής του ΣΥΡΖΑ έχει δικαίωμα να αλλάξει ό,τι κρίνει ότι δεν συνάδει με τις δικές του απόψεις – και αν δεν συμφωνούν όσοι τον ανέδειξαν,  δεν έχουν παρά να το εκδηλώσουν με τον τρόπο τους.  Αλλά εδώ πρόκειται για κάτι άλλο: ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ κατεδαφίζει τον Τσίπρα-όπως ακριβώς ήθελαν να κάνουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι από το 2015. 

Ο Τσίπρας παραμένει κεφάλαιο

Κατά τον τρόπο που ο Κώστας Σημίτης, εκτός από την άτυπη «αποκήρυξη» του Ανδρέα Παπανδρέου, υποκίνησε μέχρι και την αλλαγή ονόματος, ώστε να μην υπάρχει τίποτε που να τον θυμίζει. Χωρίς να παραλείπει αναφορές στο όνομα του όταν ήθελε να κολακεύσει την κομματική  βάση. Το αποτέλεσμα  ήταν τύχη που είχε το ΠΑΣΟΚ  όταν αποκόπηκε από τον ιδρυτή του -και συνεχίζει να έχει…

Η ανομολόγητη, αλλά εμφανής επιχείρηση απομάκρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ από τον δικό του ιδρυτή- ως κυβερνώντας δύναμης – ευνοεί μόνο τον Μητσοτάκη και θα αποβεί ευρύτερα ολέθρια,  για συγκεκριμένους λόγους:  

-Κατ’ αρχάς ο Τσίπρας δεν υπήρξε μόνο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και φυσικός επικεφαλής της Δημοκρατικής Παράταξης – που τον ανάδειξε  στην πρωθυπουργία-με επιρροή και στην ευρωπαϊκή προοδευτική παράταξη.

-Δεύτερο: Ως πολιτικός ηγέτης είναι ό,τι πληρέστερο προσκόμισε στην πολιτική σκηνή η Αριστερά από τη Μεταπολίτευση. Επειδή, πέραν τις «ιστορικότητας» του Χαρ. Φλωράκη, ή του Λεωνίδα Κύρκου, οδήγησε  το κόμμα του και την ευρύτερη παράταξη σε νίκη επί της Δεξιάς και πιστώνεται με  χειροπιαστά επιτεύγματα για τη χώρα. Όπως είναι η επίλυση του  Μακεδονικού και η έξοδος της χώρας απο το Μνημόνιο με διαχειρίσιμη οικονομία.  Άφησε επίσης τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, που παρέλαβε ως περιθωριακό κόμμα, σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης.

-Τρίτο και σημαντικότερο: ο Τσίπρας παραμένει κεφάλαιο για την προοδευτική παράταξη.

Δεν υπάρχει αναλυτής και πολίτης που να μην προσυπογράφει ότι ο πρώην Πρωθυπουργός είναι αποκλειστικός υπεύθυνος για την διολίσθηση που συμπαρέσυρε και τον ίδιο. Τα δικά του λάθη -ή καλύτερα η άρνησή του να τα αποφύγει- οδήγησαν στην ήττα και έκαναν τον Μητσοτάκη πανίσχυρο.  Ακόμη και σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ ο ίδιος επέτρεψε να διεκδικήσει την ηγεσία του κάποιος που δεν ήταν καν μέλος του, ούτε είχε πολιτική και ιδεολογική συνάφεια μαζί του.  Αυτό όμως είναι άλλο κεφάλαιο.

Πέραν αυτής της κριτικής όμως, δεν υπάρχει και νοήμων δημοκρατικός πολίτης που να μην δέχεται ότι οι μεγάλοι πολιτικοί που κάνουν τα μεγάλα λάθη,  είναι οι ίδιοι που μπορούν και να τα διορθώσουν.

 Με άλλα λόγια ο Τσίπρας παραμένει ο μόνος που μπορεί να  συσπειρώσει τη Δημοκρατική  Παράταξη, ώστε να σταθεί απέναντι στο σύστημα Μητσοτάκη και τους χορηγούς του,  διαμορφώνοντας όρους εναλλακτικής λύσης για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Επειδή είναι ο μόνος -επί σκηνής-που έχει τις βασικές προϋποθέσεις γι’ αυτόν το ρόλο: την εμπειρία του πρώην πρωθυπουργού μόλις τα 50 του, έντιμη διακυβέρνηση, χειροπιαστά αποτελέσματα  σε κρίσιμες πολιτικές αναμετρήσεις εντός και εκτός της χώρας και κάτι που δεν μπορεί κανείς να του αμφισβητήσει: συναρπαστική  δημόσια παρουσία, με άρτιο και τεκμηριωμένο πολιτικό λόγο.  Ο Τσίπρας που απογοήτευσε είναι ταυτόχρονα και ο Τσίπρας που μπορεί να εμπνεύσει- την κρίσιμη στιγμή.

«Τσίπρας θα λέμε και θα κλαίμε»

Κανένα κόμμα που σέβεται τον εαυτό του και  προσδοκά στο -κυβερνητικό -μέλλον του, δεν θα ήθελε να αποκοπεί από έναν πολιτικό με αυτά τα χαρακτηριστικά. Και αν αυτή είναι η επιδίωξη του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ, τότε δεν αυτοκτονεί μόνο, αλλά γεννά και υπόνοιες ότι έχει τεθεί στην υπηρεσία άλλων αντιλήψεων– για να μην πούμε δυνάμεων.

Μόνο τυφλοί δεν βλέπουν ότι ο Τσίπρας από το 2012  αναδείχθηκε και παραμένει πολιτικό μέγεθος     ισχυρότερο από τον ΣΥΡΙΖΑ.  Και εν των  Ευρωεκλογών, μάλλον δικαιώνονται όσοι έλεγαν μετά την αποχώρησή του: «Τσίπρας θα λέμε και θα κλαίμε».

Όσοι αντιμετωπίζουν αψήφιστα, ή και επιδιώκουντην καταστροφή αυτού του μεγέθους, κάποια στιγμή θα απολογηθούν. Αν όχι στον Τσίπρα, σίγουρα στην Αριστερά και κυρίως στη Δημοκρατική Παράταξη. Όπως απολογείται ο Γ. Παπανδρέου, επειδή απομάκρυνε το ΠΑΣΟΚ από τον ίσκιο του Ανδρέα Παπανδρέου το 1996 και το 2010- αρχίζοντας από το…1988!