Το ερώτημα είναι αν οι ψηφοφόροι της δημοκρατικής παράταξης θα επιτρέψουν στο καθεστώς Μητσοτάκη να κερδίσει -δηλαδή να κλέψει- τις εκλογές και να μείνει ατιμώρητος

Του Νίκου Λακόπουλου

Με τα ΄δύο μεγαλύτερα κόμματα να προτάσσουν τον φόβο ότι μπορεί να κερδίσει τις εκλογές ο αντίπαλος σε τρεις μέρες η ελληνική δημοκρατία οδηγείται στις πιο κρίσιμες εκλογές μετά το 1981 που παίρνουν τον χαρακτήρα δημοψηφίσματος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Η νέα Βουλή θα κρίνει το σκάνδαλο των υποκλοπών -την κατάλυση δηλαδή του Συντάγματος- αναζητώντας ποινικές ευθύνες με το αίτημα όπως το ΄έθεσε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ να πάνε κάποιοι φυλακή.

«Στόχος μου είναι να αναλάβουν τις ποινικές ευθύνες τους και πάνε φυλακή όσοι το διέπραξαν» είπε στο debate o Νίκος Ανδρουλάκης αφήνοντας να αιωρείται το ερώτημα πώς αυτό μπορεί να συμβεί με συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ.

Πλην των δεδομένων ιδεολογικών διαφορών, θα μπορούσατε να χορέψετε ένα ρομαντικό βαλς με τον ωτακουστή σας;» θα πει ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Χάρης Καστανίδης.

Ακόμα και αν η υπόθεση αφεθεί σε μια μάλλον αργή Δικαιοσύνη μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

Η μόνη ελπίδα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι να έχει πλειοψηφία στην επόμενη Βουλή και η δραματική έκκληση στον λαό για αυτοδυναμία περιλαμβάνει και την αγωνία του να βρεθεί στη Βουλή απέναντι σε μια πλειοψηφία που έχει προαναγγείλει εξεταστική ή προανακριτική επιτροπή.

Το πρώτο ερώτημα είναι γιατί το ΠΑΣΟΚ ζητά εξεταστική επιτροπή και το δεύτερο γιατί τα κόμματα της υπόλοιπης αντιπολίτευσης απορρίπτουν την ιδέα για κυβέρνηση ειδικού σκοπού αν οι εκλογές δεν μπορέσουν να δώσουν κυβερνητική λύση- που θα θέσει ως πρώτο ζήτημα τις υποκλοπές.

Η Ελλάδα με την κυβέρνηση Μητσοτάκη απειλήθηκε από την προσπάθεια επιβολής ενός αυταρχικού μοντέλου διακυβέρνησης με ένα προσωπικό καθεστώς που συχνά παραβίασε το Σύνταγμα.

“Αυτοδυναμία ή ειδικό δικαστήριο”

Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισε τον Κυριάκο “εχθρό της δημοκρατίας” και η πρόσφατη δήλωση του προέδρου του «στόχος μου είναι να αναλάβουν τις ποινικές ευθύνες τους και πάνε φυλακή όσοι το διέπραξαν» δημιουργεί το ερώτημα ποιοι το διέπραξαν και αν συμπεριλαμβάνεται σ’ αυτούς ο προιστάμενος της ΕΥΠ και σημερινός πρωθυπουργός.

Το δίλημμα “αυτοδυναμία ή χάος” είναι τελικά “αυτοδυναμία ή ειδικό δικαστήριο” και για το ΠΑΣΟΚ το ΄δίλημμα αφορά στο αν θα επιτρέψει την δημιουργία προοδευτικής κυβέρνησης ή αν θα πετάξει σωσίβιο στον Μητσοτάκη.

Ο μαγικός αριθμός 47% ακούγεται ως προϋπόθεση για την δημιουργία δημοκρατικής κυβέρνησης κι αν δεν επιτευχθεί με κάποιο τρόπο, τότε η «δημοκρατική παράταξη’ θα έχει την πλειοψηφία, αλλά θα επιτρέψει πάλι τον σχηματισμό κυβέρνησης από μια κεντροδεξιά μειοψηφία.

Το να επιδιώκει το ΠΑΣΟΚ προγραμματική σύγκλιση με ένα κόμμα που ο αρχηγός του κατηγορείται για κατάλυση του κράτους δικαίου, υποκλοπές, αλλά και για οργάνωση αποστασίας σε βάρος του θα πρέπει να αναλυθεί με ψυχαναλυτικούς και όχι πολιτικούς όρους.

Η απαλλαγή από το καθεστώς Μητσοτάκη προϋποθέτει την συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης και αυτό που κρίνεται στις εκλογές είναι τελικά η δυνατότητα συγκρότησης δημοκρατικής κυβέρνησης.

Το έγκλημα του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν είναι μόνο η παρακολούθηση ενός πολιτικού αντιπάλου, αλλά η υπονόμευση του δημοκρατικού καθεστώτος με την δημιουργία μιας μυστικής αστυνομίας μέσα σε ένα κράτος που λειτουργεί με μεθόδους παρακράτους.

Η κυβέρνηση κατηγορείται για απόπειρα χειραγώγησης της Δικαιοσύνης -με εξαγορά δικαστικών και η Δικαιοσύνη λειτουργεί με επιστολές του Πρωθυπουργού στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου- όπως έγινε για την υπόθεση των Τεμπών, όπου η κυβέρνηση συγκρότησε η ίδια την επιτροπή που θα την… ελέγξει.

Οι ανεξάρτητες αρχές διώκονται στη χώρα που η εισαγγελέας που ασχολήθηκε με την υπόθεση Novartis βρέθηκε κατηγορούμενη και όπως επισημαίνει η έκθεση της LΙΒΕ «σημαντικό μέρος των μέσων ενημέρωσης βρίσκεται στα χέρια ολιγαρχών” και “υπάρχουν ζητήματα σχετικά με τη διαφάνεια της ιδιοκτησίας και την πολυφωνία των μέσων ενημέρωσης».

Ο Πρωθυπουργός που θέλει να γίνει κυβερνήτης

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα οι εκλογές αποχτούν μια κρίσιμη σημασία: δεν κρίνεται μια κυβέρνηση, αλλά ένα καθεστώς που επικαλείται την σταθερότητα, ενώ αποτελεί πολιτική ανωμαλία.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έθεσε πολύ καθαρά όταν είπε πως η χώρα δεν χρειάζεται πρωθυπουργό, αλλά Κυβερνήτη. Ένα πρόσωπο δηλαδή που θα ελέγχει την Βουλή, την Δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης σε ένα καθεστώς προσωπικής «δημοκρατίας» όπου η χώρα θα κυβερνάται από μια ολιγαρχία και μια οικογένεια.

Η πρεμούρα της αντιπολίτευσης πλην της αξιωματικής να πέσει ο Μητσοτάκης χωρίς να ωφεληθεί ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί τελικά σωσίβιο για μια κυβέρνηση που επιδιώκει την επανεκλογή της με ένα ποσοστό 35-38%.

Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης όμως μπορούν σχηματίσουν κυβέρνηση και να συγκεντρώσουν το μαγικό 47% -που αποκλείει νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Το “Τι Μητσοτάκης, τι Τσίπρας” που εκπορεύεται από το ΚΚΕ, το ΠΑΣΟΚ και το Mέρα 25 ωφελεί προφανώς τον Μητσοτάκη που διεκδικεί την επανεκλογή του σε μια μάχη όπου το κόμμα του αποτελεί μια μειοψηφία -που μπορεί να γίνει πλειοψηφία στη Βουλή χάρη στη ληστεία δεκάδων εδρών.

Το ερώτημα που τίθεται τελικά στις εκλογές είναι αν οι ψηφοφόροι της δημοκρατικής παράταξης θα επιτρέψουν στο καθεστώς Μητσοτάκη να κερδίσει -δηλαδή να κλέψει- τις εκλογές και να μείνει ατιμώρητος για το έγκλημα του σε βάρος της δημοκρατίας.

Παρά την προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να ξανακριθεί πάλι ο Αλέξης Τσίπρας στις εκλογές αυτές κρίνεται ο ίδιος, όσο και οι ηγεσίες των κομμάτων που κρατάνε ίσες αποστάσεις επιδιώκοντας εκλογικά οφέλη με μικροκομματισμό.

Αναπόφευκτα η μάχη θα δοθεί ανάμεσα σε δύο πόλους -το καθεστώς Μητσοτάκη και όσους θέλουν και μπορούν να φέρουν την ανατροπή του και οι ουδέτεροι, οι “ισοαποστάκηδες” θα συνθλιβούν καθώς στις κρίσιμες για το μέλλον της ελληνικής δημοκρατίας εκλογές η απάντηση δεν μπορεί να είναι “ίσως”, αλλά “Ναι” ή “‘Οχι”.