Το νομικό καθεστώς των μειονοτήτων στην Ελλάδα και Τουρκία και το Πατριαρχείο

Toυ Σωκράτη Αργύρη  

Το νομικό καθεστώς των μειονοτήτων στην Ελλάδα και Τουρκία και το Πατριαρχείο

του Σωκράτη Αργύρη

Πιστέψτε εκείνους που ψάχνουν την αλήθεια και αμφισβητήστε εκείνους που τη βρήκαν
– Αντρέ Ζιντ

Όλοι θυμόμαστε την συνέντευξη τύπου στην Άγκυρα μεταξύ των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας – Τουρκίας όπου ακούσαμε πέρα των γνωστών θέσεων της Τουρκίας για το Αιγαίο, τα ελληνικά νησιά κλπ αλλά και για το θέμα όσον αφορά  τον χαρακτηρισμό της μειονότητας στη Θράκη εκ μέρους της Άγκυρας. Αυτό ήταν και η σπίθα που ανέβασε τους τόνους στη συνέχεια.  
          Μετά την διόρθωση του Νίκου Δένδια ότι η μειονότητα στη Θράκη  είναι μουσουλμανική και όχι τουρκική όπως την είχε αποκαλέσει ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, επανερχόμενος στην δευτερολογία του, είπε τα εξής ως επιχείρημα της τουρκικής πλευράς:
«Εμείς αποδεχόμαστε ως Ρωμιούς ορθοδόξους τους μειονοτικούς της Πόλης αλλά εσείς δεν μπορείτε να αποδέχεστε όσους λένε ότι είναι Τούρκοι. Αυτό είναι μια καταπίεση και καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», θέλοντας να τονίσει ότι ενώ αυτοί δήθεν αναγνωρίζουν εθνοτική καταγωγή στην ελληνική μειονότητα της Πόλης πράγμα πέρα για πέρα ψέμα, γιατί όλοι οι πολίτες της Τουρκίας ανεξαρτήτου καταγωγής, θρησκείας είναι Τούρκοι πολίτες βάσει του άρθρου 66 του Συντάγματος τους, από την άλλη το ελληνικό κράτος καταπιέζει δήθεν τα ανθρώπινα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας. 
          Δυστυχώς όμως ο Νίκος Δένδιας δεν του απάντησε γι’ αυτό το σημείο ως όφειλε και να του ξεκαθάριζε  ότι αλλοιώνει την Συνθήκη της Λωζάνης, ειδικότερα το άρθρο 45 και το πρωτόκολλο VI αυτής. 
          Ας τα δούμε όμως εμείς αναλυτικότερα και ας ξεκινήσουμε πρώτα  από το ιστορικό πλαίσιο των δεσμεύσεων του Ελληνικού κράτους απέναντι των θρησκευτικών μειονοτήτων από την ίδρυση του και μετά, θα αναφερθούμε και για την Τουρκία.
          Στο 3ο πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 γίνεται αναφορά για τους κατοίκους της Ελλάδας που ακολουθούσαν το καθολικό δόγμα που τους εξασφαλιζόταν θρησκευτική, αστική και πολιτική ισότητα. Το ίδιο συνέβη με το άρθρο 4 της Συνθήκης του Λονδίνου του 1864 για την προστασία των Καθολικών των Επτανήσων. 

          Η Σύμβαση περί διαρρυθμίσεων των Ελληνοτουρκικών συνόρων του 1881 στο άρθρο 8 εξασφάλιζε θρησκευτική και κοινοτική αυτονομία στους Μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Με το άρθρο 11 της Σύμβασης των Αθηνών του 1913, περιέλαβε και τους Μουσουλμάνους των Νέων Χωρών.
          Επειδή στην Ελλάδα ειδικά από ορισμένους εθνικιστικούς κύκλους γίνεται αναφορά στη Συνθήκη των Σεβρών, [όταν ακόμα και η τότε βασιλική κυβέρνηση, για να δικαιολογήσει την αποτυχημένη πολιτική της, έλεγε πως αιτία ήταν η «απόπειρα αναθεωρήσεως» της Συνθήκης των Σεβρών, ήδη από τον Φεβρουάριο του 1921 και δεν ήταν αποτέλεσμα «της επελθούσης ταύτης ή εκείνης εν Ελλάδι μεταβολής», δηλαδή λόγω της επανόρθωσης της Βασιλείας, που ήταν μαύρο πανί για τους συμμάχους μας της Αντάντ, αλλά συμπλήρωνε ότι «η ιδέα της αναθεωρήσεως υφίστατο κατ’ αυτήν ακόμα την υπογραφήν αυτής» δηλαδή ο Ελ. Βενιζέλος δεν είχε διαπραγματευτεί σωστά τότε, σε αντιπαράθεση με την Λωζάνη], ας ενημερωθούν ότι η μοναδική  Συνθήκη των Σεβρών που ισχύει είναι η Συνθήκη των Σεβρών περί προστασίας των εθνικών, γλωσσικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που η Ελλάδα ήταν υπόλογη  έναντι της ΚΤΕ για την ισότιμη παραχώρηση δικαιωμάτων σε όλους τους πληθυσμούς που κατοικούσαν στα   εδάφη που προσαρτήθηκαν  μετά το 1913. Η Συνθήκη αυτή κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα την 29η Σεπτεμβρίου 1923 και δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 311[τεύχος πρώτο /30-10-1923] αφού προηγουμένως είχε κυρωθεί με Ν. Δ. η Συνθήκη της Λωζάνης όπου συμπεριλαμβάνεται εκεί αυτή η Συνθήκη στο πρωτόκολλο XVI, με ισχύ από την 6/8/1924.

          Επίσης στο πρωτόκολλο VI της Λωζάνης συμπεριελήφθηκε και η «ΣΥΜΒΑΣΙΣ Αφορώσα την ανταλλαγήν των Ελληνοτουρκικών πληθυσμών και Πρωτόκολλον, υπογραφέντα την 30ην Ιανουαρίου 1923
Η Κυβέρνησις της Μεγάλης Εθνοσυνελεύσεως της Τουρκίας και η Ελληνική Κυβέρνησις συνεφώνησαν επί των ακολούθων όρων.
Άρθρον 1: Από της 1 Μαΐου 1923, θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων Ελληνικού Ορθοδόξου θρησκεύματος, εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων Μουσουλμανικού θρησκεύματος, εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών. Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασταθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ της αδείας της Τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της Ελληνικής Κυβερνήσεως.  
Άρθρον 2
Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν:
α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως 
β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης 
          Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται δια του νόμου του 1912.
          Θέλουσι θεωρηθή ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.»
Επίσης το άρθρο 45 της Συνθήκης της Λωζάνης μιλά για:
Τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένης μουσουλμανικής μειονότητας.
[το επίσημο γαλλικό κείμενο μιλά για μία μουσουλμανική μειονότητα στην Ελλάδα, ενώ στα διάφορα site ακόμα και του ΓΕΕΘΑ μιλούν για μουσουλμανικές μειονότητες στην Ελλάδα]. 

Η Τουρκία δηλαδή οφείλει να αναγνωρίζει τις μη μουσουλμανικές μειονότητες στην επικράτεια της, δηλαδή τους Ελληνορθόδοξους, Καθολικούς [Ουνίτες], Εβραίους, Χαλδαίους /Ασσυρίους, ενώ η Ελλάδα απλά τους μουσουλμάνους γιατί βάσει της ισλαμικής Ummah εκεί ανήκουν όλοι οι πιστοί ανεξαρτήτως καταγωγής φυλής ή έθνους. 
Επίσης ο Ελευθέριος Βενιζέλος τότε υπολόγιζε ότι λόγω των εκκοσμικευμένων απόψεων του Κεμαλισμού σε βάθος χρόνου θα αδυνάτιζε η κοινότητα αυτή, χωρίς να πάρει υπ’ όψιν του όμως τον Τουρκισμό του Κεμαλισμού.  
Γιατί αυτό το είδαμε όταν επί πρωθυπουργίας Παπάγου όταν ο Μεντερές ως Πρωθυπουργός [τον Ιούνιο του 1919, ήταν επικεφαλής ομάδας ατάκτων (τσέτες), βαρυνόμενος με τη σφαγή των 31 νεαρών χριστιανών προσκόπων του Αϊδινίου],  συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Φουάτ Κιοπρουλού επισκέφθηκε την Αθήνα τον Απρίλιο του 1952, όπου είχε σοβαρές συνεννοήσεις με την ελληνική κυβέρνηση Παπάγου, επί ενός κοινού αμυντικού δόγματος (οργάνωση κοινής άμυνας με συντονισμό κοινής πολιτικής) για την είσοδο αμφοτέρων των Χωρών στο ΝΑΤΟ. Μάλιστα τον Οκτώβριο του 1952 ο Μεντερές μετέβη και στο Λονδίνο, μετά από πρόσκληση της Αγγλικής Κυβέρνησης, για συνεννόηση σχετικά με την οργάνωση της άμυνας στη Μέση Ανατολή και αυτή η επίσκεψη είχε συνέπειες αργότερα στο Κυπριακό, γιατί τότε μοναδική προτεραιότητα έδιδε η χώρα μας για είσοδο στο ΝΑΤΟ. 
          Αλλά τότε δυστυχώς η Αθήνα συμφώνησε, ότι τα σχολεία της μουσουλμανικής μειονότητας θα ονομαστούν τουρκικά σχολεία, γιατί επί Ψυχρού Πολέμου αυτό επίτασσε το «ελληνικό συμφέρον» και αυτό έγινε με το ΝΔ 3065/54 (ΦΕΚ 239/9-10-1954) «Περί του τρόπου λειτουργίας Τουρκικών Σχολείων Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Δυτικής Θράκης».  
          Στη συνέχεια όταν τον Μάιο του 1959, μετά το πογκρόμ στα Σεπτεμβριανά εις βάρος της «προστατευόμενης» ελληνικής κοινότητας από την Λωζάνη, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, πραγματοποίησε  επίσημη επίσκεψη στην Τουρκία [ήταν ο πέμπτος επικεφαλής ελληνικής κυβέρνησης που διέσχισε το Αιγαίο με προορισμό τη γειτονική χώρα. Είχαν προηγηθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος το 1930, ο Παναγής Τσαλδάρης το 1933, ο Ιωάννης Μεταξάς το 1937 και ο Αλέξανδρος Παπάγος το 1953], εκεί η τουρκική ηγεσία επιδίωξε να εκμαιεύσει ελληνική δέσμευση για τη μερική ανατροπή των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης ως προς τη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης, μέσω της μετονομασίας της σε «τουρκική»: δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Μεντερές και Ζορλού [και τους δύο τους απαγχόνισαν το 1961] εκδήλωσαν ταυτόχρονα συγκαλυμμένο ενδιαφέρον για την αύξηση επίσης της επιρροής της Άγκυρας στους Πομάκους της περιοχής.

          Οι Καραμανλής και Αβέρωφ δεν συμφώνησαν με τα τουρκικά αιτήματα όπως θα το έκαναν αργότερα με τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου που αναγνώρισαν Τουρκοκυπριακή Κοινότητα στην Κύπρο ενώ το Άρθρον 21 της Συνθήκης της Λωζάνης έλεγε: Οι τούρκοι, οι εγκατεστημένοι εν τη νήσω Κύπρω κατά την 5ην Νοεμβρίου 1914, θα αποκτήσωσιν, εφ’ οις όροις προβλέπει ο εγχώριος νόμος, την βρεττανικήν ιθαγένειαν, αποβάλλοντες ως εκ τούτου την τουρκικήν.
          Τα σχολεία όμως συνέχισαν να αποκαλούνται τουρκικά μέχρι το 1972, ακόμα και επί χούντας. 
          Εδώ θα κάνουμε μία ιστορική αναφορά για τους Μουσουλμάνους Ρομά, κομμάτι της μειονότητας. Αφορμή της εξάπλωσης τους ήταν η ήττα τους μετά την εξέγερση των ινδικής καταγωγής Ζοττς [με αυτό το όνομα αναφέρονται στις Αραβικές πηγές], στην Κάτω Μεσοποταμία, επί της εποχής του καλίφη Αλ Μαμούν (813-833), που διασκορπίστηκαν για να εξελιχθούν στους σημερινούς Ρομά. 
          Η Αυτοκρατορική Δίαιτα στο Landau και Freiburg το 1496–1498  με ψήφισμα της, τους είχαν ανακηρύξει ως κατασκόπους των Τούρκων
          Για να ενώσουμε το σήμερα με το χθες ας ανατρέξουμε στις αρχές του 20ου αιώνα για να δούμε ότι η περιοχή της Δυτικής Θράκης, περνάει για χρονικά διαστήματα στην κυριαρχία διαφορετικών κάθε φορά δυνάμεων, απόρροια συσχετισμών εξουσίας, συμμαχιών και τοπικών συνθηκών. Έτσι, το τέλος των Βαλκανικών πολέμων (1912-1913) βρίσκει την περιοχή υπό την κυριαρχία της Βουλγαρίας. Η βουλγαρική εξουσία στην περιοχή θα διαρκέσει μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου 1919 καθώς το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου βρίσκει τη Βουλγαρία στο πλευρό των ηττημένων.

          Στην περίφημη διάσκεψη των Παρισίων (1919-1920) που κατέληξε στην υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης του Παρισίου εδαφικές βλέψεις για την Δυτική Θράκη εγείρουν η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Τουρκία. Εκεί ακολουθούν παρασκηνιακές διαπραγματεύσεις και συμμαχίες της κάθε πλευράς με απώτερο στόχο την κυριαρχία στην περιοχή. 
          Οι διαπραγματεύσεις οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο και στην Δυτική Θράκη ιδρύεται στις 18 Οκτωβρίου 1919 ένα ιδιότυπο αυτόνομο κρατίδιο με την ονομασία Διασυμμαχική Θράκη. Επικεφαλής ορίστηκε ο Γάλλος Στρατηγός Σαρπύ. Η περιοχή διαιρέθηκε σε τρεις περιφέρειες: Ξάνθη, Γκιουμουλτζίνα (Κομοτηνή) και Καρααγάτς (Ορεστιάδα). Οι περιφέρειες υποδιαιρέθηκαν σε έξι υποδιοικήσεις υπό την ευθύνη Γάλλων και Ελλήνων στρατιωτικών με την βοήθεια Ελλήνων και Τούρκων διοικητικών υπαλλήλων.  
          Κύριο συμβουλευτικό όργανο της Διασυμμαχικής Θράκης ορίζεται ένα Ανώτατο Συμβούλιο στο οποίο εκπροσωπούνται όλες οι εθνότητες και συγκεκριμένα, σε αυτό συμμετέχουν πέντε Έλληνες (Λαμνίδης, Παπαθανασίου, Στάλιος, Φορμόζης και Δουλάς), πέντε Τούρκοι (Οσμάν Αγά, Σαλήχ, Νεντίμ, Σαλίμ και Τεφίκ), δύο Βούλγαροι (Ντούσκωφ και Γκεοργκίεφ),  ένας Ισραηλίτης (Καράσο), ένας Αρμένιος (Κεβορκιάν) και ένας Λεβαντίνος (Μπαντέτι). Πρόεδρος του Συμβουλίου αναδείχτηκε ένας από τους πέντε Έλληνες εκπροσώπους, ο Εμμανουήλ Δουλάς, με τη βοήθεια δύο Τούρκων εκπροσώπων και του Αρμένιου που του έδωσαν την ψήφο τους. Παρόλο που η θητεία του Δουλά διήρκησε περίπου ένα μήνα, η ψηφοφορία έχει λάβει με την πάροδο του χρόνου ιδιαίτερη βαρύτητα διότι θεωρήθηκε ως μία μορφή δημοψηφίσματος, το οποίο εξέφρασε την βούληση του πληθυσμού να μην επανέλθει υπό βουλγάρικη κατοχή. 

          Παρά τις διαφορετικές ιστορικές καταγραφές που υπάρχουν και κάποιες αναφέρονται σε προδοσία των δύο Τούρκων εκπροσώπων που έδωσαν την ψήφο τους στον Έλληνα υποψήφιο και όχι στον Τούρκο ομοεθνή τους και διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην εκλογή Έλληνα προέδρου, η ουσία του θέματος είναι ότι ανέκαθεν ντόπιοι Τούρκοι και Έλληνες ήταν ενωμένοι σε ένα κοινό μέτωπο απέναντι στις δυνάμεις της βουλγαρικής κατοχής διότι οι Βούλγαροι δεν έκαναν διακρίσεις μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων και εφάρμοζαν εξίσου σκληρές εθνικιστικές αφομοιωτικές πολιτικές εναντίον όλων.
          Κατά καιρούς υπήρξαν προσπάθειες για ανάδειξη ξεχωριστών αυτόνομων κρατικών οντοτήτων με γνώμονα την περιοχή της Δυτικής Θράκης. Η πρώτη προσπάθεια τοποθετείται χρονικά μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου (1878), γνωστή ως εξέγερση του Τίμρας. Παρόμοια πρωτοβουλία που αποσκοπούσε στην δημιουργία αυτόνομου κράτους εκδηλώθηκε το 1913 όταν ιδρύθηκε το «Τουρκικό Κομιτάτο της Δυτικής Θράκης» ενάντια στην βουλγαρική κυριαρχία, ενώ τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκε η «Ανεξάρτητη Κυβέρνηση της Δυτικής Θράκης» γνωστή και ως «Δημοκρατία της Γκιουμουλτζίνας». Οι πρωτοβουλίες αυτές ήταν βραχύβιες, δεν κατόρθωσαν να αναδειχθούν σε κυρίαρχη τάση στην περιοχή λόγω κυρίως του ότι το πληθυσμιακό μωσαϊκό ήταν πολυποίκιλο και δεν μπόρεσε να οδηγήσει σε μία κοινή αίσθηση ταυτότητας και σε συσπειρώσεις που θα εξέφραζαν μία κυρίαρχη δυναμική. Επιπλέον, ο Σουλτάνος δεχόταν αφόρητες πιέσεις και όχι μόνο δεν υποστήριζε, αλλά ήταν κάθετα αντίθετος σε αυτές τις πρωτοβουλίες.   

          Τελικά, τον Μάιο του 1920 οι αντιπρόσωποι των κοινοτήτων που εκλέχτηκαν μετά από ένα άτυπο δημοψήφισμα που έγινε στην Δ. Θράκη, ψήφισαν υπέρ της ενσωμάτωσης στην Ελλάδα και οι Σύμμαχοι παραχωρούν στον ελληνικό στρατό την διοίκηση της Δυτικής Θράκης. Στις 20 Μαΐου ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στην Κομοτηνή. Εν τούτοις λίγες μέρες μετά, στις 25 Μαΐου ανακηρύσσεται η «Τουρκική Δημοκρατία της Δυτικής Θράκης» ως μία προσπάθεια των Νεοτούρκων να αποσπάσουν την υποστήριξη των Βούλγαρων και να κινηθούν από κοινού εναντίον τον Ελλήνων. Πρόκειται για πρωτοβουλία Τούρκων ενόπλων να αντισταθούν και να δημιουργήσουν μία δυτικοθρακιώτικη κυβέρνηση που έμεινε γνωστή και ως Κράτος της Οργάνης από την ίδρυσή του στο αντίστοιχο χωριό, την Οργάνη της Ροδόπης. Αυτό το εγχείρημα έληξε άδοξα μέσα σε λίγες μέρες.

          Η ρεαλιστική προσέγγιση του Ελευθερίου Βενιζέλου στο θέμα της διαμόρφωσης των ηπειρωτικών συνόρων μεταξύ των δύο χωρών απέτρεψε με σταθερά βήματα τις πολλαπλές απαιτήσεις των Τούρκων. Οι διαμορφωμένες εθνολογικές συνθέσεις των πληθυσμών στην ανατολική Θράκη με την υπεροχή του μουσουλμανικού στοιχείου μετά τη μετανάστευση των μουσουλμάνων της Βοσνίας [η πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Τανσού Τσιλέρ γνωστή με τα γεγονότα στα Ίμια, είναι Βόσνια] όσο και η υπεροχή του  ελληνικού στοιχείου δυτικά του Έβρου επέτρεψαν στο Βενιζέλο να αντικρούσει με λογικά επιχειρήματα τις απαιτήσεις των Τούρκων και με  τη Συνθήκη της Λωζάνης τα σύνορα έλαβαν την οριστική και τελική τους μορφή. Η Ανατολική Θράκη πέρασε στην Τουρκία και η Δυτική Θράκη παρέμεινε στην ελληνική κυριαρχία. 
          Η ιστορική καταγραφή των γεγονότων μας οδηγεί στο σήμερα όπου τόσο η γεωστρατηγική θέση της Δυτικής Θράκης, όσο και το πληθυσμιακό μωσαϊκό συνηγορούν στο ότι η περιοχή μπορεί και πρέπει να διαδραματίσει έναν καίριο ρόλο ως γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ως γέφυρα μεταξύ λαών και κρατών. 
          Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Τούρκου καθηγητή Baskin Oran, κατά τον οποίο: «η μειονότητα πρέπει στο μέλλον να μην υποτιμήσει το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης είναι Έλληνες πολίτες τουρκικής καταγωγής και μουσουλμανικού θρησκεύματος. Αν, αντίθετα, προσπαθήσει να υπερτονίσει την τουρκικότητά της με την έννοια της άμεσης σύνδεσής της με την κρατική υπόσταση της Τουρκίας και όχι με την κοινή εθνική καταγωγή, τότε θα χάσει και τους υποστηρικτές της στη διεθνή σκηνή. Εξάλλου αυτή είναι η μόνη προοπτική που θα οδηγήσει στην ευημερία της ίδιας της μειονότητας». 
          Γιατί όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα, πέρα του άρθρου 2  του Ελληνικού Συντάγματος που σαφέστερα στη παρ. 1 προβλέπει ότι «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας». 
          Επίσης κατοχυρώνονται  από το άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου ως ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και θρησκείας, όπως και το  άρθρο 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Αστικά και Πολιτικά δικαιώματα (UNOHCHR, 1966) που αναφέρεται σε μειονότητες, αν και δεν αναφέρεται στις «εθνικές» μειονότητες, αλλά περισσότερο στις γλωσσικές, θρησκευτικές ή εθνοτικές μειονότητες.
          Επίσης αναφορά πρέπει να γίνει στο άρθρο 5,παρ.2 του Ελληνικού Συντάγματος και στο άρθρο 14 του ΕΔΔΑ.  
          Για να καταλάβουμε τώρα τι ακριβώς συμβαίνει απεναντίας στην σύμμαχο χώρα στο ΝΑΤΟ Τουρκία, σχετικά με τις μειονότητες, γιατί δεν θα αναφερθούμε εδώ για τις γνωστές φυλακίσεις και εκτοπίσεις του σήμερα, όλων αυτών που τους θεωρεί ως εχθρούς του, το καθεστώς Ερντογάν, το περιγράφει το παρακάτω απόφθεγμα δημοσίευσης του ναζιστικού κόμματος:
«Το μειονοτικό πρόβλημα στην Ανατολία λύθηκε με ένα απλό τρόπο… Μόνο μέσω του αφανισμού των ελληνικών και αρμενικών φυλών της Ανατολίας υπήρξε δυνατή η δημιουργία ενός τουρκικού εθνικού κράτους και ο σχηματισμός ενός ατόφιου τουρκικού κοινωνικού σώματος μέσα σε ένα κράτος».*
            * [Stefan Ihrig, (2014). Atatürk in the Nazi Imagination. Belknap Press of the Harvard University Press, σελίδες 183–184.]
          Για να δικαιολογήσουν αυτή τη συμπεριφορά οι Τούρκοι, όπως ο τούρκος ιστορικός Τανέρ Ακτσάμ αναφέρει ότι επικαλούνται «το σύνδρομο των Σεβρών» δηλαδή μία συνεχιζόμενη αντίληψη ότι «υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν συνεχώς να μας διαλύσουν και να μας καταστρέψουν, ενώ είναι απαραίτητη η υπεράσπιση του κράτους ενάντια σε αυτό το κίνδυνο.» 
          Ενώ λοιπόν όπως είδαμε ότι η Συνθήκη της Λωζάνης ξεκάθαρα ομιλεί για Έλληνες της Κωνσταντινούπολης γιατί με τις συνταγματικές αλλαγές (Tanzimat) που είχαν συμβεί στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τα μέσα του 19ου αιώνα, είχε συμβεί ήδη το πέρασμα από τα μιλλέτ (millet), δηλ. τις θρησκευτικές οντότητες των Οθωμανών υπηκόων με τα προνόμια και έτσι με την Συνθήκη της Λωζάνης διαμορφώθηκε η έννοια της μειονοτικής κοινότητας (cemaat) πλέον στο τουρκικό κράτος. 

          Με τη συνθήκη της Λωζάνης λοιπόν διαμορφώθηκε ένα «καθεστώς μειονότητας» για τους εναπομείναντες ορθόδοξους πληθυσμούς στην Τουρκία και έτσι ουσιαστικά συγκροτείται η μειονότητα των Ελληνορθόδοξων. Δημιουργείται δηλαδή ένα θεσμικό πλαίσιο διεκδίκησης δικαιωμάτων στην ετερότητα· ένα πλαίσιο οργάνωσης των θεσμών που εξασφαλίζουν τη «διαφορετική» εκπαίδευση, τη «διαφορετική» λατρεία κ.λπ. και τις μορφές αλληλεγγύης που προκύπτουν από αυτά. Σε αυτό το νέο πλαίσιο η «νέα» μειονότητα έκανε προσπάθειες αναπροσαρμογής στις νέες συνθήκες, ειδικά όταν ο Κεμάλ έφερε ένα νέο Σύνταγμα όπου ο τουρκισμός ήταν βασική προϋπόθεση του νέου κράτους, που έκτοτε είναι γνωστά τα πογκρόμ που πέρασε μέχρι τις μέρες μας ο Ελληνισμός της Πόλης, χωρίς κανείς να μιλά για τα ανθρώπινα δικαιώματα τους και δυστυχώς και η Ελληνική Πολιτεία.  
          Πέρασε δηλαδή από το millet των ortodoks hristiyan (ορθόδοξων χριστιανών) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν το Tanzimat, στην εθνική κοινότητα των ρωμιών, «rum» όπως αποκαλείται ακόμη αυτή από τους τούρκους μελετητές. Τελευταία το επίσημο τουρκικό κράτος μεταχειρίζεται στην ένδειξη «θρησκεία» στις ταυτότητες, απλά την λέξη hristiyan, δηλ. χριστιανός, χωρίς να ορίζει το δόγμα του πολίτη της Τουρκικής Δημοκρατίας, ενώ από το 1923 το θρήσκευμα καταγραφόταν ως «rum ortodoks», δηλαδή «ελληνορθόδοξος». Μετά το 2016 έχει καταργηθεί η αναγραφή θρησκεύματος στις τουρκικές ταυτότητες όπως εδώ.  

          Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) και την ίδρυση της Τουρκικής δημοκρατίας το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεχίζει τη δράση του ως θρησκευτικό και πνευματικό μόνο καθίδρυμα. Ο Πατριάρχης εξακολουθεί να φέρει τον επίσημο τίτλο «ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης». 
[Δηλαδή δεν πρόκειται για Πρώτη και Δεύτερη Ρώμη για να υπάρξει Τρίτη, όπως την διεκδικεί η Μόσχα αλλά για μία Ρώμη, Παλαιά και Νέα.]
Από του 1923 και εξής η τουρκική μεταπολίτευση επέφερε αλλαγές και στην εσωτερική διοίκηση του Πατριαρχείου. Οι Γενικοί Κανονισμοί του 1860 έπαυσαν να ισχύουν, που αυτοί τότε, είχαν βάλει τέλος στα προνόμια του Πατριαρχείου όπως είχαν δωθεί μετά την Άλωση και ο Πατριάρχης έχει πλέον μόνο θρησκευτική εξουσία και ευθύνη και δεν είναι εκπρόσωπος των Ορθόδοξων Ελλήνων. Επομένως, δεν ήταν πλέον σε θέση να ενεργεί ως μεσάζων μεταξύ των τουρκικών επίσημων αρχών και της ελληνικής κοινότητας όπως συνέβαινε από τα έτη 1860/1862, όταν επικυρώθηκαν από την Υψηλή Πύλη και ετέθησαν σε πλήρη εφαρμογή οι λεγόμενοι «Εθνικοί ή Γενικοί Κανονισμοί», όπου εισήχθη στη διοίκηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το λαϊκό στοιχείο, το οποίο μετείχε στο «Διαρκές Εθνικό Μικτό Συμβούλιο» και συνακόλουθα και στην εκλογή του εκάστοτε νέου Οικουμενικού Πατριάρχη.

          Κατά την περίοδο εκείνη των «Εθνικών ή Γενικών Κανονισμών», δηλαδή από το 1860 και μέχρι το 1923, με την εκλογή Ιωακείμ του Β΄ (1860) και μέχρι το 1921 με την εκλογή Μελετίου του Δ΄ (Μεταξάκη), του οποίου η ανάδειξη στο πατριαρχικό αξίωμα λόγω του Μικρασιατικού Μετώπου και της κατάρρευσης του σουλτανικού θεοκρατικού καθεστώτος έγινε με ευρύτερη εφαρμογή των σχετικών άρθρων των «Γενικών Κανονισμών», ο κατάλογος των υποψηφίων σε κάθε πατριαρχική εκλογή, αφού τον υπέβαλαν προς έγκριση στην Υψηλή Πύλη, η οποία μπορούσε να διαγράψει ή όχι κάποιον ή κάποια από τα ονόματα των υποψηφίων Αρχιερέων, μετά επιστρεφόταν στο Πατριαρχείο και στη συνεχεία ελάμβανε χώρα η εκλογή του νέου Πατριάρχη από την λεγόμενη «Εκλογική Συνέλευση» ή «Κληρικολαϊκή Εκλογική Συνέλευση». 

          Μετά το 1923, όταν καταργήθηκαν οι «Εθνικοί ή Γενικοί Κανονισμοί» του 1860, ως συνεπακόλουθο αποτέλεσμα της κατάλυσης του Χαλιφάτου  των Οσμανιδών και εγκαθιδρύθηκε η λαϊκή τουρκική δημοκρατία, όπως ήταν αναμενόμενο, άλλαξε και το καθεστώς ή το σύστημα της πατριαρχικής εκλογής, που θεωρητικά ανήκει στον εκάστοτε Νομάρχη.  
Σχετικά για τον όρο που έβαλαν στο πρωτόκολλο VI που αναφέρει:
«Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται δια του νόμου του 1912.»
Δεν έμειναν τότε όλοι οι Έλληνες της Πόλης γιατί οι Τούρκοι ζητούσαν πιστοποιητικό διαμονής και κατοικίας από τους Έλληνες παρερμηνεύοντας  την λέξη «εγκατεστημένοι», établis στο επίσημο γαλλικό κείμενο της  Συνθήκης, δηλαδή διαμονή πραγματική (de fait) χωρίς καμία νομική διατύπωση, αντίθετα έδιναν στη λέξη «εγκαταστημένοι» την τουρκική ερμηνεία ως domiciliés, δηλαδή εγκατάσταση νομική σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους του κράτους μετά την Συνθήκη της Λωζάνης. 
          Γιατί μέχρι τότε οι Έλληνες δεν ήταν εγγεγραμμένοι  στη Νομαρχία Κωνσταντινούπολης λόγω των «Γενικών Κανονισμών», αλλά στα  ληξιαρχικά γραφεία των κατά τόπους ρωμαίικων κοινοτήτων της Πόλης,  γιατί οι  ενορίες είχαν το δικαίωμα να εκδίδουν διαβατήρια και κάρτες διαμονής (tezkere-i osmaniye). Γιατί η ενορία μέχρι τότε αποτελούσε  την πρώτη μόνο φάση της διοικητικής διαδικασίας. Τα οριστικά έγγραφα, σε τουρκική γλώσσα, εκδίδονται από το αρμόδιο «Οθωμανικό Γραφείο» του Πατριαρχείου με βάση πληροφορίες που περιέχονται στα ενοριακά πιστοποιητικά.

          Τέλος, όπως σαφώς συνάγεται από το ληξιαρχικό νόμο του 1902, οι απογραφές του μη μουσουλμανικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας υπάγονταν επίσης στη δικαιοδοσία των επιμέρους κοινοτικών αρχών. Τα ληξιαρχικά γραφεία των ορθόδοξων ενοριών συνέτασσαν τους σχετικούς καταλόγους πριν τους διαβιβάσουν προς περαιτέρω επεξεργασία στις αρμόδιες υπηρεσίες του Πατριαρχείου, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα ενημέρωναν τη Διεύθυνση Πληθυσμού (Nüfus Müdürlüğü) του αυτοκρατορικού υπουργείου Εσωτερικών (Dahiliye Nezareti).
          Η τουρκική «αβρότητα» και οι «σχέσεις καλής γειτονίας» φαίνεται επίσης και από το εξής στοιχείο. 
Το Fener Rum Patrikliği  όπως αποκαλείται το Πατριαρχείο στα τουρκικά, βρίσκεται στην οδό «Dr. Sadik Ahmet» όπως το 2010 μετονομάστηκε ο δρόμος.  

[Ήταν  μουσουλμάνος βουλευτής της Δυτικής Θράκης. Είναι γι’ αυτούς ίσως ο «ήρωας» που μιλούσε ανοιχτά για τα δίκαια της τουρκικής (ανυπάρκτου κατά την συνθήκη της Λωζάνης) μειονότητας στο Ελληνικό κοινοβούλιο.]  
Πριν όμως η οδός λεγόταν «Αλή Πασά Μπενδερλή» που ήταν ο Μέγας Βεζύρης του Σουλτάνου όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση. Στο έργο τού Σκαρλάτου Βυζαντίου «Κωνσταντινούπολις» στον Β’ τόμο (1862, σελίς 49) διαβάζουμε ποιός ήταν:

«Αλή Πασάς (Μπενδερλή), διορισμένος σατράπης εν τη Ασία, μόλις έφθασεν εις Κων/πολιν τη 9η Απριλίου 1821, και τη δεύτερη αμέσως ημέρα, Κυριακή του Πάσχα, διέταξε και κρέμασαν εν τη μεσαία του Πατριαρχείου Πύλη τον Πατριάρχην Γρηγόριον τον Ε΄ επί τω λόγω ότι είχε λάβει «πιθανώς» μέρος εις την επανάστασιν των συμπατριωτών του, ή μάλλον προς αντεκδίκησιν, διότι οι Έλληνες συλλάβοντες τον Μολλάν της Μέκκας, δια θαλάσσης επανερχόμενον εν πλήρει των γεγονότων αγνοία εις Κωνσταντινούπολιν εξ Αλεξανδρείας, τον φόνευσαν σκληρότατα μεθ’ όλης του της οικογενείας. Αλλά μετά δέκα ημέρας, τη 18η Απριλίου, μηδενός προσδοκώντος, επαύθη αίφνης ο Βεζύρης και εξορισθείς εις Κύπρον, εφονεύθη εκεί μετά δύο μήνας και η κεφαλή του εξετέθη επί δίσκου εις την κόγχην του Μπάμπ-ι-Χουμαγιούν (Υψηλή Πύλη) ως προδότου, διότι είχε προσπαθήσει να εξουδετερώσει την επιρροή του Χαλέδ-Εφέντη και του Μπερμπέρ-μπασή, ευνοουμένων του Σουλτάνου.

Φανταστείτε  η οδός μπροστά στην Τουρκική Πρεσβεία να την μετονόμαζε ο Δήμος Αθηναίων, σε οδό «Γενοκτονίας Αρμενίων και Ποντίων» πώς θα το σχολίαζε η γείτονα χώρα. Βέβαια επί δικτάτορα  Ι. Μεταξά η οδός Αποστόλου Παύλου στη Θεσσαλονίκη, είχε μετονομαστεί σε Κεμάλ Ατατούρκ μέχρι τα Σεπτεμβριανά του 1955.

          Όσο αφορά την συζήτηση για τους εκπροσώπους των κομμάτων στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης αρκεί να κάνουν μία δημόσια δήλωση ότι είναι Έλληνες πολίτες και ουδεμία σχέση έχουν με ξένες πρεσβείες και προξενεία. Επίσης ότι δεν αναγνωρίζουν τον ψευτομουφτή γιατί νόμιμος μουφτής είναι αυτός που διορίζεται από την Ελληνική Πολιτεία και μόνο όπως αντίστοιχα συμβαίνει και στην Τουρκία και καταδικάζουν τις επισκέψεις Τούρκων επισήμων στην περιοχή.