Από το 1974 στο 2004 και ως το 2024.Ο Καραμανλής, η Αγγελοπούλου και το ζητούμενο υπόδειγμα του μέλλοντος

Γράφει ο Γιώργος Λακόπουλος

Από το 1974 στο 2004 και στο 2024. Μισός αιώνας, δυο επέτειοι επιτευγμάτων, μια πρόκληση. Ο Καραμανλής, η Αγγελοπούλου και το ζητούμενο υπόδειγμα του μέλλοντος…

Οι μισοί πιστεύουν ότι το 2024 θα σφραγιστεί από τις ενδεχόμενες εκπλήξεις στις ευρωεκλογές και οι άλλοι μισοί από το «μεταρρυθμιστικό» πρόγραμμα της κυβέρνησης. Κάνουν λάθος: και στις δυο περιπτώσεις τα αποτελέσματα έχουν προεξοφληθεί και δεν πρόκειται να αιφνιδιάσουν κανέναν.

Αντίθετα ο αιφνιδιασμός μπορεί να προκύψει από τις δυο επετείους στη διάρκεια του νέου έτους: τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση της Γ Ελληνικής Δημοκρατίας το 1974 και τα είκοσι από την διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004.

Κατά κάποιο τρόπο, η μια επέτειος περιέχεται στην άλλη και τα δυο κορυφαία γεγονότα εξελίχθηκαν ως φάροι για την Ελλάδα: κέρδισε -στο επίπεδο του καθενός- τα δυσκολότερα στοιχήματα που θα μπορούσε να βάλει στον εαυτό της: τη Δημοκρατία και τη διεθνή αναγνώριση.

Το 1974 έκλεισε αναίμακτα, όχι μόνο την κυριαρχία των κολονέλων με τα τανκς, αλλά και δυο άλλους κύκλους: την εποχή των βασιλιάδων που φυτεύαν ξένες δυναστείες και τον μετεμφυλιακό διχασμό που χώριζε τους πολίτες σε εθνικόφρονες και μιάσματα.

Το 2004 έφερε σε πέρας ως διαχρονικό θετικό αποτύπωμα, την πολυπλοκότερη διοργάνωση του πλανήτη. Οι Ολυμπιακοί Αγκώνες της Αθήνας πέρασαν τη ιστορία με τη φράση του Ζακ Ρογκ: «αξέχαστοι και ονειρεμένοι »

Έκτοτε, σε μισό αιώνα εθνικού βίου, δεν υπήρξε τίποτε πιο σημαντικό, ως αποκλειστικά εθνικό επίτευγμα, από τα αυτά τα δυο γεγονότα. Η ένταξη την ευρωπαϊκή οικογένεια με την πολιτική και ιστορική αξία της στη μεταβολή της χώρας, ήταν αποτέλεσμα κυρίως εξωγενών παραγόντων, με αποφάσεις που είχαν ληφθεί εκτός των εθνικών ορίων και χωρίς αυτό που λέμε «λαϊκή συμμετοχή»…

Η Μεταπολίτευση και η Ολυμπιάδα, ήταν έργα ελληνικών χειρών και όταν ξεκίνησαν, η έκβασή τους δεν ήταν καθόλου διασφαλισμένη. Εδραιώθηκαν γιατί τα πράγματα κινήθηκαν με τη βούληση και τις ικανότητες -στον τομέα του ο καθένας-, δυο ανθρώπων που ήταν αποφασισμένοι να πέτυχουν: του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της Γιάννας Αγγελοπούλου.

Ο καθένας στον καιρό του, στο πεδίο του και με τη δική του αίσθηση καθήκοντος, ταυτίσθηκαν τόσο με τα επιτεύγματα τους, ώστε η διαπίστωση είναι ομόθυμη: χωρίς τον Καραμανλή δεν θα είχε αποκατασταθεί η Δημοκρατία και χωρίς την Αγγελοπούλου δεν θα είχαν διοργανωθεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες.

Η καθολική αναγνώριση για τον καθένα ,καθιστά τις δύο επετείους, με τις οποίες συνδέονται, προτεραιότητα για το 2024. Επειδή κάθε μια αναδεικνύει αυτό που η Αγγελοπούλου έχει χαρακτηρίσει: «ελληνικό παράδοξο»: την ικανότητα των Ελλήνων να μεγαλουργούν σε συνθήκες πίεσης και της Ελλάδας να επιτυγχάνει, όταν όλοι προβλέπουν την αποτυχία της.

Τι είναι αυτό που κάνει τη Ρωμιοσύνη, εκεί που βρίσκεται «με τον σουγιά το κόκκαλο, με το λουρί στο σβέρκο», να «πετιέται από εξ αρχής, να αντρειεύει και θεριεύει»; Πώς καταφέρνουν οι Έλληνες να εκπλήξουν τον πλανήτη ενώ όλα δείχνουν να εξελίσσονται σε βάρος τους;

Πώς εδραίωσαν μια από τις πιο στέρεες Δημοκρατίες στην Ευρώπη-με δυο δικτατορίες πίσω τους; Πώς απογείωσαν το απαιτητικό πρόγραμμα της Ολυμπιάδας, ενώ είχε φτάσει στα πρόθυρα του εξευτελισμού και της «κόκκινης κάρτας»;

Καθένα από αυτά τα δυο γεγονότα έχει το δικό του αφήγημα, τους δικούς τους πρωταγωνιστές και τη δική του δυναμική. Αυτά πρέπει να αναδειχθούν μέσα στο 2024. Η 24η Ιουλίου και η 13 Αυγούστου είναι ορόσημα και πρέπει να τα «διδαχθούν» οι πολίτες από την αρχή- γιατί είναι δημιουργήματα της συλλογικής τους προσπάθειας.

Όχι για να τιμηθούν όσοι τα «υπογράφουν». Ούτε ο Καραμανλής, ούτε η Αγγελοπούλου έχουν ανάγκη από περισσότερες τιμές, από όσες έχει ήδη τους έχουν αποδοθεί -με την αναλογία που τους ανήκει, ως ηγεσίες που εμπνέουν και κινούν μπροστά τον τροχό της εθνικής μοίρας.

Αλλά γιατί αν η χώρα τιμήσει με ωριμότητα και αναστοχασμό όσα συνέβησαν το 1974 και το 2004, αν φέρει στο προσκήνιο τα διακυβεύματα και τους στόχους της κάθε μιας περιόδου και αν εμπνευσθεί από τα υποδείγματα που διαμόρφωσαν το επετειακό 2024 μπορεί να αποβεί πράγματι «σωτήριο έτος».

Να ανακτηθεί η ικανότητα του λαού, όταν έχει σωστή καθοδήγηση να θεμελιώνει τον μέλλον του με βάση τα κινητήρια στοιχεία των δυο επαιτειών: την εθνική ομοψυχία και την προσήλωση στους μεγάλους στόχους. Είτε αφορούν το πολιτικό σύστημα, είτε μια ανειλημμένη διεθνή υποχρέωση- ως όχημα εσωτερικής αναβάθμισης.

Το 1974 και το 2004 διατηρούν στον πυρήνα τους μηχανισμούς επανάληψής τους. Δεν έχουμε παρά να τους φέρουμε στο προσκήνιο το 2024, ως πρόκληση για το μέλλον και τα νέα στοιχήματα που φέρνει…

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR